Τα πολλά πρόσωπα των λέξεων: το ταξίδι της γλώσσας στο ανθρώπινο πνεύμα (Γ΄)

Απόψεις για την γλώσσα ως σκέψη

Άν δεν κά­νω λά­θος, οι ι­δέ­ες α­πό ο­λό­κλη­ρη τη με­τα­φυ­σι­κή μας ο­ντο­λο­γί­α μέ­χρι και τη φυ­σι­κή σο­φί­α του θε­ού –στις ο­ποί­ες σκέ­τες λέ­ξεις έ­χουν δώ­σει ά­δεια ει­σό­δου και ψεύ­τι­κη πο­λι­το­γρά­φη­ση– θα χα­θούν με τον και­ρό· και γι’ αυ­τές κυ­ρί­ως –για τις λέ­ξεις, δη­λα­δή– εί­ναι που έ­χει γί­νει η πε­ρισ­σό­τε­ρη συ­ζή­τη­ση. Για τί­πο­τε δεν γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρη συ­ζή­τη­ση απ’ ό­ση για κα­θέ­να α­πό τα δύ­ο μέ­ρη δεν κα­τα­λα­βαί­νει· και δυ­στυ­χώς τί­πο­τε δεν α­ρέ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο στους αν­θρώ­πους α­πό το να θέ­λουν να ε­ξη­γή­σουν ό,τι δεν μπο­ρούν να ε­ξη­γή­σουν στον ε­αυ­τό τους. Johann Gottfried Herder

Η επιστήμη της γλώσσας, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν υπήρξε ανεπηρέαστη από συγκεκριμένες πολιτικές στοχεύσεις. Πολλές θεωρίες απέβλεπαν στο να δικαιολογήσουν εξουσιαστικού τύπου προκαταλήψεις, προκειμένου να επιβληθούν συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις έναντι άλλων. Αλλά κυρίως, για να δικαιολογηθούν οι καταστροφές εις βάρος των γλωσσών των ελεύθερων κοινοτήτων. Ωστόσο, οι απόψεις κάποιων εξ αυτών συμβάλλουν στο να κάνει ο καθένας τις διαπιστώσεις του.

Οι Johann Gottfried Herder και Leo Weisgeber (με το έργο τους Von den Kräften der deutschen Sprache) εξήραν τον ενεργό ρόλο της μητρικής γλώσσας στη διάπλαση της κοσμοθεωρίας που διαμορφώνει ο καθένας για τον κόσμο. Ο Herder, φιλόσοφος, ποιητής και θεολόγος, υποστήριξε ότι το σύστημα της γλώσσας που μιλάει ένα έθνος διαπλάθει την κοσμοθεωρία των μελών του. Ήταν πρόδρομος πολλών ιδεών πάνω στη γλώσσα και τη γλωσσολογία, όπως το σημαίνον και το σημαινόμενο[1].

Βασική του ιδέα ήταν πως η γλώσσα δεν είναι μόνο όργανο· είναι και θησαυροφυλάκιο και μορφή σκέψης. Είναι θησαυροφυλάκιο, με την έννοια ότι η πείρα και οι γνώσεις γενεών συσσωρεύονται στη γλώσσα· και είναι μορφή σκέψης, γιατί η πείρα και οι γνώσεις αυτές μεταδίδονται στις επόμενες γενιές μέσω της γλώσσας, κατά τη διεργασία της ανατροφής. Δε σκεφτόμαστε μόνο σε κάποια γλώσσα, αλλά και με τη μεσολάβηση κάποιας γλώσσας· αυτό εννοούμε, όταν λέμε ότι αυτή αποτελεί μορφή της σκέψης μας. Επομένως, καλουπώνει και, κατά κάποιο τρόπο, περιορίζει τη νοητική διεργασία. Το καλούπι αποτελεί η μητρική γλώσσα, που είναι συσσώρευση των γνώσεων ενός δεδομένου έθνους, γνώσεων που αντιστοιχούν στην πείρα, τις συνθήκες ζωής και τον χαρακτήρα του.

Η ιδέα του έθνους, βέβαια, όπως ήταν αναμενόμενο, αντιμετωπίστηκε ως διαμορφωτικός παράγοντας της γλώσσας και άμεσα συσχετιζόμενος μαζί της, σε μια εποχή που ανθούσαν τα εθνικά κράτη. Ο Herder έζησε τον 18ο αι., όταν η ιδέα και η πραγματικότητα των κρατικών αυτών μορφωμάτων γεννιόταν και υποσχόταν μια νέα διαφορετική πραγματικότητα από αυτή των αυτοκρατοριών. Παρ’ όλα αυτά, ο Herder φαίνεται ότι αντιλήφθηκε τη διάσταση του θέματος, καθώς δεν εκθειάζει το έθνος ούτε δίνει αξιολογική διάσταση στη διαπίστωσή του αυτή. Συνέδεσε τη γλώσσα με το έθνος, γεγονός που μπορούσε ήδη να παρατηρήσει στη δική του εποχή, αλλά δεν έδωσε θετικό ή αρνητικό πρόσημο στις παρατηρήσεις του.

Η γλώσσα, κατά τον Herder, είναι «μια μορφή επιστήμης, μια μορφή, όχι μόνο με την οποία, αλλά και σύμφωνα με την οποία διαπλάθονται οι σκέψεις». Κατά τη διεργασία της ανατροφής, υποστηρίζει, γνωρίζουμε τις ιδέες με τη μεσολάβηση λέξεων. Σκεφτόμαστε σε μια γλώσσα. Η σκέψη δεν είναι παρά ομιλία· γι’ αυτό, κάθε έθνος μιλάει με τρόπο που σκέφτεται και σκέφτεται με τον τρόπο που μιλάει. Η γλώσσα ενός έθνους παγιώνει την πείρα του και τις διάφορες αλήθειες και αναλήθειες που η γλώσσα μεταβιβάζει στις επόμενες γενιές και έτσι καλουπώνει το όραμά τους για τον κόσμο. «Οι τρεις θεές της ανθρώπινης γνώσης –η αλήθεια, η ομορφιά και η αρετή– έχουν γίνει τόσο εθνικές όσο και η γλώσσα». Οι απόψεις αυτές του Herder συνέδεσαν στενά την γλώσσα με το έθνος που κάθε φορά την χρησιμοποιεί. Ωστόσο, τα έθνη είναι πρόσφατες κρατικές επινοήσεις σε σχέση με την πορεία του ανθρώπου και της γλώσσας του στη γη. Οπότε, η αντίληψη αυτή του Herder λαμβάνει ως δεδομένη μια παράμετρο, που βρίσκεται διαρκώς υπό διαμόρφωση και ίσως κάποια στιγμή πάψει και να υπάρχει: το ίδιο το (εθνικό) κράτος.

Ο Alexander von Humboldt, φιλόσοφος, διπλωμάτης και γλωσσολόγος, θεωρούσε σημαντική τη διαμορφωτική λειτουργία της γλώσσας στις πνευματικές διεργασίες του ανθρώπου. Η έννοια αυτή γίνεται θεωρία της φιλοσοφικής λειτουργίας και της εσώτερης μορφής της γλώσσας. Συνδέει κι αυτός την ιδέα της γλώσσας με αυτήν του έθνους. Υποστηρίζει ότι η αληθινή σημασία της έρευνας της γλώσσας συνίσταται στη μελέτη της συνεισφοράς της στην κατασκευή ιδεών. Αυτό περιλαμβάνει τα πάντα, αφού το άθροισμα των ιδεών αυτών απαρτίζει τον άνθρωπο.

Η γλώσσα, υποστηρίζει, είναι ένας παράγοντας που μεταμορφώνει τον κόσμο, φτιάχνει μια κοσμοθεωρία· όχι μόνο γιατί είναι ίση με τον κόσμο ως έννοια, αλλά και γιατί το πνεύμα μπορεί να κατανοήσει την ενότητα του κόσμου μόνο χάρη στη μεταμόρφωση της πραγματικότητας από τη γλώσσα. Τη θεωρεί όχι έργο, αλλά ενέργεια, επειδή δημιουργεί τον κόσμο. Γι’ αυτό, αποτελεί εθνομορφωτική δύναμη και παίζει αποφασιστικό ρόλο στη διάπλαση των στάσεων των ατόμων. Αλλά είναι και προϊόν του έθνους, των πνευματικών δυνάμεων που ενυπάρχουν στο έθνος. Η γλώσσα κάνει άπειρη χρήση πεπερασμένων μέσων. Οπότε, το καινούριο που προσφέρει είναι ότι η γλώσσα διαμορφώνει, αλλά και διαμορφώνεται απ’ το έθνος, κατά την άποψη του.

Ουσιαστική σημασία για τη θεωρία του Humboldt είχε ο ισχυρισμός ότι η κοσμοθεωρία ενυπάρχει στη γλώσσα και ότι η κοσμοθεωρία αυτή, που την ονόμαζε «ενδιάμεσο κόσμο μιας γλώσσας», μεταμορφώνει πνευματικά τον κόσμο. Οι επίγονοί του εξέφρασαν σοβινιστικές αντιλήψεις, παρ’ όλο που ο ίδιος είχε απόψεις πιο ανοιχτές σε ερμηνείες.

Άποψη του Humboldt είναι ακόμη ότι, εξαιτίας της αλληλεξάρτησης της σκέψης και του λόγου, είναι καταφανές ότι οι γλώσσες δεν αποτελούν μόνο το κατάλληλο μέσο για παρουσίαση της ήδη γνωστής αλήθειας, αλλά και βοηθούν στην αποκάλυψη άγνωστων ακόμη αληθειών. Η ποικιλία τους δεν είναι ποικιλία ήχων και σημείων, αλλά ποικιλία κοσμοθεωριών. […] Το άθροισμα των όσων είναι γνώσιμα, όπως το χωράφι που καλλιεργεί το ανθρώπινο πνεύμα, κείται ανάμεσα σ’ όλες τις γλώσσες και ανεξάρτητα απ’ αυτές. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσπελάσει το καθαρά αντικειμενικό αυτό έδαφος με τρόπο που να προσδίδει στη γνώση και τη βίωσή του, επομένως, με τρόπο υποκειμενικό […] Η αρχική συμφωνία ανάμεσα στον κόσμο και τον άνθρωπο, στην οποία βασίζεται η δυνατότητα κάθε γνώσης της αλήθειας, αποκτάται, ακολουθώντας τα χνάρια του φαινομένου, βήμα προς βήμα, σταδιακά.

Η θεωρία του πεδίου (Trier, Weisgerber, Buhler) συνδέεται άμεσα με το πρόβλημα του ενεργού ρόλου της γλώσσας στη γνωστική διεργασία. Δεν εστιάζει στις επί μέρους λέξεις μιας γλώσσας, αλλά σε συγκεκριμένα σύνολα, που μερικοί ονομάζουν εννοιακά πεδία και άλλοι σημασιακά πεδία. Μία λέξη κατανοείται ή όχι σε σχέση με το περιβάλλον της, σε σχέση με ένα όλο. Έξω από το όλο, το νόημα δεν μπορεί να εμφανιστεί καθόλου. Το ακριβές νόημα μιας λέξης γίνεται γνωστό, μόνο όταν χαράξουμε τα όρια που το χωρίζουν από τα νοήματα γειτονικών και αντίθετων λέξεων. Η κίνηση ενός στοιχείου/λέξης –όπως και η κίνηση ενός πιονιού πάνω στη σκακιέρα– αρκεί για ν’ αλλάξει τη δομή του όλου. Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας διαφωνούν μεταξύ τους ως προς το τι θεωρούμε όλον και τα υποσύνολά του.

Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, Ρίχνουμε ένα δίχτυ λέξεων πάνω σ’ ό,τι συναισθανόμαστε αόριστα και ασαφώς, για να του βάλουμε τάξη και να το περικλείσουμε σε πάγιες έννοιες. […] η γλώσσα δεν αντανακλά την πραγματική ύπαρξη, αλλά δημιουργεί νοητικά σύμβολα.

Ο Humboldt θέτει τη σημασία του υποκειμενικού παράγοντα και το ρόλο του γλωσσικού συστήματος στη διεργασία της σκέψης. Οι υποστηρικτές της θεωρίας του πεδίου αναζητούν μια αντικειμενική φύση του κόσμου, μέσω της ανθρώπινης γνώσης, που εκφράζει ή όχι η γλώσσα.

Γλώσσα και φιλοσοφία

Ο ρόλος της γλώσσας στη γνωστική διεργασία είναι στην ουσία του φιλοσοφικό ζήτημα. Η γνωστική διεργασία παίρνει την μορφή λέξεων, ακόμη και αν δεν εκφράζονται μέσω της ομιλίας. Στον 20ο αι. διαμορφώθηκαν τρεις τάσεις: (1) η φιλοσοφία των συμβολικών μορφών, (2) ο συμβατισμός και (3) Ο λογικός θετικισμός. Οι τάσεις αυτές διαφέρουν μεταξύ τους σε πολλά σημεία και σε μερικά μάλιστα συγκρούονται, αλλά συναντιούνται σε ένα κοινό σημείο: όλες τους πρεσβεύουν ότι η γλώσσα δημιουργεί μιαν εικόνα της πραγματικότητας και απορρίπτουν τον ισχυρισμό ότι οι απόψεις μας για την πραγματικότητα αποτελούν αντανάκλαση μιας κατάστασης ανεξάρτητης από εμάς.

  1. Η φιλοσοφία των συμβολικών μορφών

Κάθε αυθεντική λειτουργία του ανθρώπινου πνεύματος έχει το αποφασιστικό χαρακτηριστικό από κοινού με τη γνώση: δεν αντιγράφει απλώς, αλλά μάλλον ενσωματώνει μια πρωτογενή, μορφωτική δύναμη. Ernst Cassirer

Ο Ernst Cassirer υποστηρίζει ότι η γνώση αποτελεί κατασκευή του ανθρώπινου νου. Γι’ αυτόν, η γνώση εκφράζει πάντοτε την αρχική δημιουργική δύναμη. Οι νοητικές εικόνες του κόσμου, που τις λαβαίνουμε σε γνώση, σε τέχνη ή σε γλώσσα, είναι «ζωντανοί καθρέφτες του κόσμου». Δεν αποτελούν απλές λήψεις και παθητικές καταγραφές, αλλά δραστηριότητες του νου. Ο Cassirer εισάγει «συμβολικές μορφές», που είναι το υλικό, με το οποίο ο νους δημιουργεί τον κόσμο των αντικειμένων. Υπάρχουν ποικίλες τέτοιες συμβολικές μορφές, που παράγουν τις ποικίλες εικόνες του κόσμου. Οι μορφές περιλαμβάνουν τη γλώσσα, τον μύθο, την τέχνη, την επιστημονική γνώση και διαφέρουν μεταξύ τους· είναι καθολικές και καλύπτουν όλες τις εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής, όχι μόνο τη γνώση.

  1. Η φιλοσοφία της σύμβασης

Οι συμβατιστές (Boutroux, Poincare΄, Le Roy, Duhem) αναζητούν την αντικειμενική φύση των νόμων της επιστήμης. Κυρίως στον μαθηματικό κλάδο επιχείρησαν με την εξιδανίκευση να απλοποιήσουν έννοιες. Κατασκεύασαν δηλαδή συστήματα σκέψης, για να κατασκευάσουν τις θεωρίες τους. Πέρα από την παρατήρηση και το πείραμα, βασικό ρόλο σε αυτό έπαιζε ο νους του ερευνητή. Ο επιστήμονας εξιδανικεύει ένα δεδομένο, του δίνει κομψότητα –όπως λέγεται στα μαθηματικά– το απλοποιεί και το γενικεύει, για να φτιάξει ένα σύστημα σκέψης. Φτιάχνει έτσι τους δικούς του ιδανικούς νόμους για τον κόσμο. Βλέπει τις έννοιες όπως θα έπρεπε να είναι ή μάλλον όπως θα ήθελε να είναι. Κατασκευάζει τους δικούς του κόσμους και φτιάχνει τη δική του γλώσσα, για να τους εκφράσει. Γι’ αυτό, ίσως, οι επιστήμονες νιώθουν θεοί.

  1. Λογικός θετικισμός

Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου (5.6)[2]

Ότι ο κόσμος είναι ο κόσμος μου φανερώνεται στο γεγονός ότι τα όρια της γλώσσας (της γλώσσας που καταλαβαίνω) σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου (5.62)

Το αντικείμενο της φιλοσοφίας είναι η λογική διασαφήνιση των σκέψεων (4.112)

Κάθε φιλοσοφία είναι «κριτική της γλώσσας»… (4.0031)

Στη λογική σύνταξη, η σημασία ενός σημείου δεν θα έπρεπε ποτέ να παίζει ρόλο… (3.33)

Οι περισσότερες προτάσεις και ερωτήματα που γράφτηκαν για φιλοσοφικά θέματα δεν είναι σφαλερά, αλλά ανόητα (4.003). Wittgenstein, Tractatus Logico

Ο λογικός θετικισμός υιοθέτησε ορισμένες ιδέες του συμβατισμού. Δέχτηκε την εικόνα του κόσμου ως προϊόν της γλώσσας και την αυθαίρετη φύση κάθε εικόνας του κόσμου. Μ’ άλλα λόγια, αφού η εκλογή γλωσσικού συστήματος είναι αυθαίρετη, τότε και μια δεδομένη εικόνα του κόσμου αποτελεί προϊόν της γλώσσας. Ο λογικός θετικισμός ισχυρίζεται ότι η γλωσσική ανάλυση μάς επιτρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε προτάσεις με νόημα και προτάσεις χωρίς νόημα (μεταφυσικές) και ότι η γλώσσα αποτελεί επομένως το μόνο αντικείμενο μελέτης για τη φιλοσοφία. Η γλώσσα αποτελεί για το λογικό θετικισμό αυθαίρετο προϊόν του ανθρώπου και επομένως η εκλογή γλώσσας είναι αυθαίρετη («αρχή της ανοχής» του Carnap).

O Bertrand Russel υποστηρίζει: όταν λέω «ο ήλιος λάμπει», δεν εννοώ ότι πρόκειται για μιαν από μερικές προτάσεις, ανάμεσα στις οποίες δεν υπάρχει αντίφαση· εννοώ κάτι που δεν είναι λεκτικό για χάρη του οποίου εφευρέθηκαν οι λέξεις «ήλιος» και «λάμπει». Σκοπός των λέξεων, μόλο που οι φιλόσοφοι φαίνεται να ξεχνούν το απλό αυτό γεγονός, είναι να καταπιάνονται με άλλα θέματα, εκτός από λέξεις. Αν μπω σ’ ένα εστιατόριο και παραγγείλω το δείπνο μου, δεν θέλω οι λέξεις μου να ταιριάζουν σ’ ένα σύστημα με άλλες λέξεις, αλλά να προκαλέσω την παρουσία τροφής. Θα μπορούσα να τα καταφέρω και χωρίς λέξεις, παίρνοντας αυτό που θέλω, αλλ’ αυτό δεν θα ήταν και τόσο βολικό. Οι λεκτικιστικές θεωρίες κάποιων νεότερων φιλοσόφων ξεχνούν τους πεζούς πρακτικούς σκοπούς των καθημερινών λέξεων και χάνονται σε νεοπλατωνικό μυστικισμό. Σα να τους ακούω να λένε «εν αρχή ην ο Λόγος» και όχι «εν άρχή ην ό,τι σημαίνει ο λόγος». Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή η επάνοδος στην αρχαία μεταφυσική σημειώνεται στην προσπάθεια να γίνουμε υπερεμπειρικοί.

σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση

[1] Σημαίνον είναι ο ήχος μιας λέξης, ενώ Σημαινόμενο η σημασία της. Σημαίνον είναι ο ήχος της λέξης θάλασσα, ενώ σημαινόμενο, όσα σκεφτόμαστε, ακούγοντας τη λέξη θάλασσα.

[2] Η αρίθμηση των φράσεων στην παρένθεση έγινε απ’ τον ίδιο τον Wittgenstein. Οι δεκαδικοί αυτοί αριθμοί των ξεχωριστών προτάσεων δείχνουν τη λογική βαρύτητα των προτάσεων, την έμφασή που τους αποδίδει ο ίδιος στην περιγραφή του, όπως εξηγεί. Για παράδειγμα, η πρόταση n.1, n.2, n.3 κλπ. εξηγούν την πρόταση n. Οι προτάσεις n.m.1. n.m.2 κλπ. εξηγούν την n.m κ.ο.κ.

(Συνεχίζεται…)

Both comments and trackbacks are currently closed.