Τα πολλά πρόσωπα των λέξεων: το ταξίδι της γλώσσας στο ανθρώπινο πνεύμα (Β΄)

Γλώσσα και λόγος

Η γλώσσα είναι ένα χάρισμα πολύμορφο και ετερόκλητο, φυσικό και κληρονομικό[1], που διακρίνεται στον λόγο, ένα «γλωσσικό σύστημα» για την αποθήκευση λέξεων και εικόνων στο σύνολο των εγκεφάλων μιας γλωσσικής κοινότητας και στην ομιλία, που αποτελεί την συγκεκριμένη «πράξη του ομιλείν» ενός ατόμου. Επομένως, ο λόγος είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, ενώ η ομιλία προσωπική ενέργεια, σύμφωνα με τη διάκριση του Ferdinand de Saussure. Η γλώσσα είναι μια έμφυτη νοητική/εκφραστική ικανότητα του ανθρώπου, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Η χρήση της συνεπάγεται σκέψη, η οποία με τη σειρά της εκφράζεται με την γλώσσα. Είναι η εικόνα της σκέψης. Οι φθόγγοι και οι λέξεις συνθέτουν την υλική μορφή της γλώσσας. Οι σημασίες των φθόγγων και των λέξεων, που δημιουργούνται στον εγκέφαλο, αναπτύσσονται σ’ ένα εννοιολογικό σύνολο, που αποτελεί το περιεχόμενο της γλώσσας. Οι ήχοι εξωτερικεύουν φωνητικά τη μορφή και το περιεχόμενό της και δικαιώνουν την ύπαρξη και των δύο. Οι παραστατικές απεικονίσεις είναι ένα εξελιγμένο ανθρώπινο επινόημα για την εκφραστική δραστηριοποίηση της γλώσσας, μέσω γραφικών συμβόλων, που δεν απευθύνονται στην ακοή, αλλά στην όραση.

Μια αλληλουχία ήχων (προφορικός λόγος) ή μια συμπαράταξη γραφικών συμβόλων (γραπτός λόγος) κάνουν αισθητή την παρουσία της σκέψης. Η γλώσσα και η σκέψη δεν υπάρχουν η μια δίχως την άλλη, είναι αλληλένδετες. Ενώ διαθέτουμε πεπερασμένα μέσα, λέει ο Noam Chomsky, δηλαδή τα γράμματα, μπορούμε να κάνουμε άπειρους συνδυασμούς και να έχουμε στη διάθεσή μας ένα απέραντα δημιουργικό μέσο, καθιστώντας την δυναμική δημιουργική δυνατότητα. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε παρά μόνον γι’ αυτό το οποίο δεν μπορούμε να συλλάβουμε νοητικά, οπότε ξεκινούν τα όρια της γλώσσας του καθενός, σύμφωνα με τον Ludwig Wittgenstein. Οι Edward Sapir και Benjamin Lee Whorf διατύπωσαν την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα άποψη ότι η γλώσσα που μαθαίνουμε να μιλάμε είναι αυτή που διαμορφώνει την αντίληψή μας για τον κόσμο.

Ο λόγος είναι το κοινωνικό σκέλος της γλώσσας, γιατί αποτελεί κοινό κτήμα μιας κοινότητας ανθρώπων. αποτυπώνεται σε όλα τα μέλη της. Αφετηρία του ατομικού λόγου, της ομιλίας, είναι ο λόγος της κοινότητας. Στην αρχαιότητα ο λόγος σήμαινε την λογική και την γλωσσική έκφραση. Για τους γλωσσολόγους, ο λόγος είναι ένας μηχανισμός, που πρέπει να κινητοποιηθεί, για να παράγει την γλώσσα. Στο ανθρώπινο είδος η ικανότητα της ομιλίας είναι εγγενής, γιατί η ύπαρξή της οφείλεται στη δομή του εγκεφάλου και των άλλων ανθρώπινων οργάνων και κληρονομείται, μαθαίνεται. Μέσα από τις λέξεις μπορούν να βιωθούν τα νοήματα.

Έχοντας στο μυαλό μας όλα τα παραπάνω, μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε το κατά πόσο μια γλώσσα αποτελεί εργαλείο εξουσίας, άσκησης πολιτικής ή από την άλλη απελευθερωτικό μέσο, κατά του πνευματικού σκοταδισμού. Η ίδια η φύση της γλώσσας, όπως και κάθε τι άλλου, από τους γαλαξίες μέχρι τα ηλεκτρόνια, είναι μεταβλητή. Η γλώσσα είναι μια ρέουσα διαδικασία και όχι μια παγιωμένη κατάσταση. Δεν περιμένουμε καν από αυτήν να μείνει αμετάλλακτη· είναι σα να απαιτούμε από κάποιον άνθρωπο να μην γεράσει. Από την άλλη, όμως, όλα τα αίτια των αλλαγών δεν έχουν κοινή προέλευση. Είναι διαφορετικό να προκύπτει αυθόρμητα μια καινούρια λέξη, να καλύπτει μια καθημερινή ανάγκη, να μεταβάλλεται γιατί ήρθε σε επαφή με άλλους ήχους και άλλες γλώσσες και άλλο να επιβάλλονται οι αλλαγές, προκειμένου να εξυπηρετήσουν έναν εξουσιαστικό σκοπό, να καθιερώσουν μια επιβολή. Τελευταία, μάλιστα, η επιβολή μοιάζει «αυθόρμητη επιλογή» και εδώ είναι το σημαντικό του ζητήματος.

Στους περασμένους αιώνες σίγησαν πολλές γλώσσες εξ αιτίας της αποικιοκρατίας και του επεκτατισμού γενικότερα ενός κράτους σε βάρος άλλων μικρότερων κρατών, αλλά κυρίως σε βάρος ελεύθερων κοινοτήτων. Πολλές αφρικανικές και ινδιάνικες φυλές έχασαν τη γλώσσα τους ίσως για πάντα, επειδή οι ευρωπαίοι άποικοι επέβαλαν τη δική τους. Θα ήταν φαιδρό βέβαια να κατηγορήσουμε την ίδια την ισπανική γλώσσα, επειδή επιβλήθηκε στη σημερινή λεγόμενη Λατινική Αμερική. Προφανώς οι κονκισταδόρες (ισπ. conquistador = κατακτητής), που τη μιλούσαν και οι ισπανοί βασιλείς, που έστελναν τις καραβέλες κατά ντουζίνες, είναι υπεύθυνοι για τον αφανισμό των ντόπιων γλωσσών. Το να ενοχοποιήσουμε μια γλώσσα ως εξουσιαστικό εργαλείο είναι μία επικίνδυνη απλοποίηση, γιατί ενοχοποιεί την ίδια την διαδικασία και όχι τον πραγματικό ένοχο, τον εξουσιαστή με όλες τις προθέσεις του.

Η γλώσσα αφ’ εαυτού της είναι όχι μόνο ένας τρόπος επικοινωνίας, αλλά και ένα παράθυρο στον κόσμο, ένας τρόπος θέασης. Σε ελεύθερες φυλές της Αυστραλίας και της Αφρικής, που σήμερα σε πολύ μεγάλο βαθμό έχουν καταστραφεί απ’ τον πολιτισμό, η γλώσσα είναι ιδιαίτερα σύνθετη και εκφράζει έναν συνολικό τρόπο αντίληψης. Η διάσπαση που έχουμε στις δικές μας γλώσσες σε κατηγορίες χρονικές ή ειδών δεν υπάρχει με τον ίδιο τρόπο, καθώς για παράδειγμα δεν αντιλαμβάνονται το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον όπως εμείς. Αναγκάζοντάς τους να μιλήσουν αλλιώς, ο πολιτισμός τούς ανάγκασε να σκεφτούν και αλλοιώς. Εκεί για μας βρίσκεται η ουσία. Ίσως σε ιδανικές συνθήκες οι άνθρωποι να μην χρειάζονται να μιλούν πολύ, γιατί συνεννοούνται όπως λένε «με τα μάτια». Ωστόσο, όταν έρχεται μία λαίλαπα, που απειλεί να αφανίσει κάθε πνευματικότητα, κάθε βάθος σκέψης, κάθε δυνατότητα αυτοεξέλιξης, τότε η γλώσσα είναι και εργαλείο αντίστασης.

Στην εξουσιαστική σκέψη, που θέλει να επιβάλλει τη λογική της, αντιδρούμε με μια γλώσσα που εκφράζει την ελευθερία, που ρέει και αλλάζει όπως η φύση και όχι όπως τα λειτουργικά προγράμματα του υπολογιστή, που προβληματίζει και ενέχει την αμφιβολία απέναντι στη βεβαιότητα ενός νόμου. Όταν ο Σωκράτης έπινε το κώνειο και όταν ο Giordano Bruno καιγόταν στην πυρά, δεν πέθαιναν μόνο τα σώματά τους, τιμωρημένα από τις κοινωνίες. Γινόταν προσπάθεια να πεθάνει και αυτή η αιώνια αμφιβολία απέναντι στις καθιερωμένες αξίες, αυτό το ερωτηματικό γιατί που στέκει απέναντι στο επειδή, ξέροντας να εξηγεί τα πάντα. Υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν, που αμφιβάλουν, που αναρωτιούνται, που διαρκώς θα προσπαθούν να απελευθερωθούν απ’ τους ιστούς της εξουσίας.

Η εξουσία δεν φοράει απαραίτητα στολή. Κι αν φοράει, αυτή η στολή μπορεί να είναι αόρατη για το μη ασκημένο μάτι. Η εξουσία ενδύεται όχι μόνο τον φόβο, αλλά και την άτεγκτη λογική του επιστημονικού κύρους, όχι μόνο την επιβολή, αλλά και την βεβαιότητα ότι κάποιος ξέρει το καλό σου πριν από εσένα. Η γλώσσα της εξουσίας δεν είναι μία, αλλά πολλές. Σήμερα χρησιμοποιεί επί πλέον και τη μόδα της αδιαφορίας, την απάθεια και την κοινωνική αναγνώριση που φέρνει η κατοχή τεχνολογικών μέσων. Θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι η απόκτηση τεχνολογικών gadget δίνει άλλον αέρα στον κάτοχό τους, ακόμη και αν αυτός στερείται βασικών ανθρώπινων αξιών και ικανοτήτων. Η αξία σου, αν δεν συμβαίνει ήδη, θα κρίνεται από την ταμπλέτα και την πλακέτα σου, όχι από όσα μπορείς να σκεφτείς και να δημιουργήσεις ελεύθερα και αυθόρμητα.

Το ζήτημα των greeklish σε αυτή την περίπτωση επ’ ουδενί εμπεριέχει την αυθόρμητη εξέλιξη του καθημερινού λόγου, όπως έγινε με τη δημοτική σε σχέση με την καθαρεύουσα. Είναι ένας σπασμένος κώδικας, μετατόπιση της γλώσσας σε μηχανική διαδικασία, σε έλλειψη, ένα τεχνητό κατασκεύασμα για τις ανάγκες και μόνον της κυριαρχίας. Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι όσο πιο κοφτές είναι οι γραφόμενες και λεγόμενες πολλές φορές λέξεις, τόσο πιο πετυχημένα γίνεται και η προσαρμογή. Οι λέξεις μετατρέπονται από έννοιες σε εικόνες. Η απλούστευση δεν είναι διευκόλυνση, είναι ανταλλαγή της ελευθερίας με την υποδούλωση. Πλέον δεν επιβάλλεται η γλώσσα ενός κράτους, αλλά η γλώσσα μιας μηχανής. Και εδώ βρίσκεται η μεγάλη διαφορά. Μια μηχανή μάς «διορθώνει», μάς φέρνει τις πληροφορίες, μάς βοηθά να «κοινωνικοποιηθούμε», να «επικοινωνήσουμε». Αυτή φέρει το μήνυμα, αυτή είναι ο αγγελιαφόρος.

Απέναντι στην γλώσσα της μηχανής υπάρχει η ανθρώπινη γλώσσα, η γλώσσα των ζώων, η γλώσσα της φύσης. Απέναντι στη σκέψη της ισοπέδωσης υπάρχει η ελεύθερη σκέψη. Η αμφιβολία φυτρώνει σαν άγριο φυτό, που κανείς δεν το έσπειρε και έρχεται να ενοχλήσει σα ζιζάνιο. Όπως λέει όμως κι ο Nicolas Philibert, θα πρέπει να είσαι το χορτάρι· να φυτρώνεις εκεί που σε κόβουν.

–Για τί πράγ­μα κου­βέ­ντια­ζαν; Ρώ­τη­σα τη μη­τέ­ρα μου.
–Δεν ά­κου­σα, εί­πε η μη­τέ­ρα μου.
–Μι­λού­σαν καν;
–Δε μι­λού­σαν, εί­πε. Με­ρι­κοί άν­θρω­ποι ό­ταν έ­χουν κά­τι να πουν, μι­λά­νε, εί­πε η μη­τέ­ρα μου, κι άλ­λοι δε μι­λά­νε.
–Πώς μπο­ρείς να λες κά­τι χω­ρίς να μι­λάς; Εί­πα.
–Μι­λάς χω­ρίς λέ­ξεις. Πά­ντα μι­λά­με χω­ρίς λέ­ξεις.
–Και τό­τε τι χρειά­ζο­νται οι λέ­ξεις; Εί­πα.
–Δεν πο­λυ­χρειά­ζο­νται τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές. Τις πιο πολ­λές φο­ρές χρειά­ζο­νται για να κρύ­ψουν ε­κεί­νο που πράγ­μα­τι θες να πεις ή κά­τι που δε θες να φα­νε­ρώ­σεις.
–Λοι­πόν αυ­τοί μι­λά­νε;
–Νο­μί­ζω ναι, εί­πε η μη­τέ­ρα μου. Φαί­νο­νται να κά­θο­νται, να πί­νουν κα­φέ και να κα­πνί­ζουν τσι­γά­ρα. Δεν α­νοί­γουν πο­τέ το στό­μα τους αλ­λά ό­λη την ώ­ρα μι­λά­νε. Κα­τα­λα­βαί­νουν ο έ­νας τον άλ­λον και δεν τους χρειά­ζε­ται ν’ α­νοί­ξουν το στό­μα τους. Δεν έ­χουν τί­πο­τα να κρύ­ψουν.
–Στ’ α­λή­θεια ξέ­ρουν για τι πράγ­μα μι­λά­νε; Εί­πα.
–Και βέ­βαια, εί­πε η μη­τέ­ρα μου.
–Λοι­πόν τι λέ­νε; Εί­πα.
–Δεν μπο­ρώ να σου πω, εί­πε η μη­τέ­ρα μου, για­τί αυ­τά που λέ­νε δεν εί­ναι με λό­για. Αλ­λά ξέ­ρουν.  Ουίλλιαμ Σαρογιάν, «Ο καημένος και καψερός Άραβας» (απ’ τη συλλογή διηγημάτων «Με λένε Αράμ»)

Σε όσους έχουν μάθει να περιορίζονται σε επιδερμική προσέγγιση των πάντων, σίγουρα η ενασχόληση κάποιων αναρχικών ομάδων με το ζήτημα της γλώσσας αναντίρρητα θα τους ξενίζει. Ίσως να θεωρούν πως η γλώσσα είναι ένα ακόμη δεκανίκι της κυριαρχίας, πως για τους αγωνιζομένους επί γης θα αρκούν πάντοτε δυο τρεις σκόρπιες σκέψεις, μιας και το βασικό, το ουσιώδες, είναι μόνον η βία. Οι κρατιστές από την άλλη, προχωρούν την αποσυναρμολόγηση των γλωσσών με γοργούς ρυθμούς –συμπεριλαμβανομένης, αν μη τι άλλο, και της ελληνικής. Δίχως γλώσσα δεν υπάρχει συνείδηση και δίχως αυτήν ο άνθρωπος γίνεται μαριονέττα· και τότε καμία «απελευθερωτική» βία δεν πρόκειται να τον σώσει από τις ορέξεις των τεχνικών της εξουσίας.

Το έχουμε ήδη γράψει, αλλά θεωρούμε σημαίνουσας σημασίας –ευκαιρίας δοθείσης– να το επαναλάβουμε: τα συνασπισμένα μπλοκ της παγκόσμιας κυριαρχίας, που συντίθενται και αποσυντίθενται συνεχώς, δημιουργώντας νέες συμμαχίες, για να προχωρήσουν την υποδούλωση των εξουσιαζομένων, χρειάζονται –εκτός των άλλων– και μια παγκόσμια γλώσσα. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, το πρώτο που απαιτείται είναι η διάβρωση αρχικώς και εν συνεχεία η διάλυση των ομιλούμενων γλωσσών ανά την υδρόγειο. Μα έχουν τα μέσα για κάτι τέτοιο; Ασφαλώς, φευ! Εκτός αν θεωρεί κάποιος καλοπροαίρετος αναγνώστης πως το διαδίκτυο –μια άκρως στρατιωτικού τύπου τεχνολογία– πραγματώθηκε, για να αποκτήσουν, νεολαίοι και μη, μια εναλλακτική ψηφιακή «ζωή». Ου φροντίς Ιπποκλείδη[2], πιθανόν για κάποιους· και μη χειρότερα.

Δεν είναι μυστικό πως εδώ και αιώνες πολυάριθμοι γλωσσολόγοι μελέτησαν και ανέλυσαν ενδελεχώς το ζήτημα της γλώσσας, αφ’ ενός μέσα από ακαδημαϊκούς «φακούς» και αφ’ ετέρου ως εξόφθαλμα δεκανίκια της εξουσίας. Ουδείς το αρνείται. Δυστυχώς, αυτοί που προσέγγισαν το ζήτημα με απελευθερωτικές προθέσεις ήταν ελάχιστοι. Αν αναζητήσουμε δε κείμενα αναρχικών σχετικά με το ζήτημα, μάλλον θα απογοητευτούμε.

Για τον λόγο αυτό, είναι αναπόφευκτο μαζί με την συνολικά απελευθερωτική άποψη να παρουσιάζουμε και απόψεις γλωσσολόγων, που ενδέχεται να ομιλούν και να αναπαράγουν την γλώσσα της κυριαρχίας. Θεωρούμε πως η αναρχική θεώρηση, μπορεί και οφείλει να εμπλουτίζεται, ακόμη και μέσα από την διαδικασία του χωρισμού της ήρας από το στάχυ, δίχως, ωστόσο, να υιοθετούνται απόψεις που κάθε άλλο παρά απελευθερωτικές είναι. Αυτό που έχει σημασία είναι η αυτούσια παράθεση της άποψης, αλλά κυρίως η κριτική προσέγγιση της από τους αναρχικούς. Οι προβληματισμοί πάνω σε ζητήματα γλώσσας είναι χρήσιμοι, για να διαφωτιστούν πτυχές της ανθρώπινης σκέψης.

Η γλώσσα είναι σκέψη, αλλά το ερώτημα παραμένει: η σκέψη μπορεί να εκφραστεί μόνο με την γλώσσα; Πολλοί είναι οι στοχαστές που προβληματίστηκαν πάνω στο ζήτημα, ανέπτυξαν την γλωσσολογία ως ξεχωριστό επιστημονικό κλάδο, μελέτησαν και σύγκριναν γλωσσικούς τύπους, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα αχανές υλικό προς μελέτη. Ένα σύντομο πέρασμα απ’ τις βασικές απόψεις που διατυπώθηκαν για τη γλώσσα ως σκέψη θα πρόσφερε όχι απαντήσεις, αλλά γόνιμο έδαφος για γνώση. Εξετάζοντας την γλώσσα σε σχέση με την σκέψη, είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τον τρόπο που οι άνθρωποι ερμηνεύουν και εκφράζονται για τον κόσμο που τους περιβάλλει και πότε αυτός ο τρόπος έχει απελευθερωτικές προοπτικές.

Η γλώσσα των ανθρώπων, η γλώσσα των ζώων και η γλώσσα των μηχανών

Η ανθρώπινη γλώσσα, η έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να μιλάει και να συγκροτεί λόγο, τον διαφοροποίησε στην ιστορία του πνεύματος από τον κόσμο των ζώων. Παρ’ όλο που όλα τα πλάσματα επικοινωνούν, χρησιμοποιώντας μία δική τους γλώσσα, σχεδόν κανένα δεν άρθρωσε λόγο· δεν συγκρότησε γλωσσικά σημεία. Μέσω της γλώσσας ο άνθρωπος, όχι μόνο επικοινώνησε, αλλά σχημάτισε μια ιστορική και πολιτισμική αντίληψη για τη ζωή και διαφοροποιήθηκε από τον φυσικό κόσμο. Απ’ την άλλη, η γλώσσα των μηχανών, που ο ίδιος έφτιαξε, είναι πολύ περιορισμένη σε σχέση με την ανθρώπινη φυσική δημιουργία λόγου· διαθέτει ικανότητες αναπαραγωγής, παρακολούθηση λογικών αλληλουχιών, ακρίβειας και αυτούσιας επανάληψης στοιχείων, αλλά δεν έχει, σε καμία περίπτωση, τις ιδιότητες και τη συνθετότητα της ανθρώπινης γλώσσας.

Η τελευταία βασίζεται σε μια στοιχειώδη ιδιότητα, που φαίνεται βιολογικά απομονωμένη· αυτή του διακριτού απείρου, η οποία δεν μαθαίνεται, αλλά υπάρχει μέσα μας. Για παράδειγμα, κανένα παιδί δεν χρειάζεται να μάθει ότι οι προτάσεις μπορεί να αποτελούνται από τρεις ή τέσσερις λέξεις, αλλά όχι από τρεισήμισι. Ή ότι οι προτάσεις μπορούν να αυξάνονται επ’ άπειρον. Η γλώσσα στον άνθρωπο, όπως υποστηρίζει ο Chomsky, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως «γλωσσικό όργανο», όπως το σύστημα όρασης, το ανοσοποιητικό μας σύστημα κλπ. Η φυσική αυτή ικανότητα έφερε τα 24 (ή 26 κλπ.) σύμβολα που συνέθεσαν μια γλώσσα, επινοώντας άπειρους τρόπους να συνδυαστούν αυτά μεταξύ τους. Κάθε γλώσσα είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης δύο παραγόντων: μίας αρχικής φάσης, κατά την οποία κατακτάται ο γλωσσικός μηχανισμός και ο άνθρωπος μπαίνει στον κόσμο της γλώσσας και μια φάση εμπειρίας, κατά την οποία τη μορφοποιεί. Η πρώτη της φάση θα πρέπει να είναι κοινή για όλο το ανθρώπινο είδος, ενώ η εμπειρική διαφοροποιείται ανάλογα με την γλώσσα. Στη δεύτερη φάση, δηλαδή, ο άνθρωπος κατακτά σταδιακά τον προσωπικό του λόγο.

Η Γενετική Γραμματική, όπως ονομάστηκε η συγκεκριμένη θεωρία της γλώσσας, αναφέρεται στην εσωτερική γλώσσα που μιλάμε και κατανοούμε, που γεννά τις γλωσσικές εκφράσεις. Ήδη, από τα πρώτα στάδια, το παιδί γνωρίζει απείρως περισσότερα από αυτά που του προσφέρει η εμπειρία. Για παράδειγμα, μπορεί να μαθαίνει περίπου μία λέξη ανά ώρα, ακόμη και σε περιορισμένη έκθεση σε μια γλώσσα. Οι λέξεις γίνονται κατανοητές πέρα από τις δυνατότητες εκμάθησης ενός λεξικού, με πολύ περιπλοκότερους τρόπους. Η θεωρία της αρχής των παραμέτρων υποστήριξε ότι δεν υπάρχει μία γραμματική δομή, αλλά ότι η έμφυτη γλωσσική ικανότητα στηρίζεται σε ένα δίκτυο δυνατοτήτων. Η επιλογή μιας γλωσσικής δυνατότητας, που ενυπάρχει μέσα μας οδηγεί σε μια γλώσσα. Για παράδειγμα, έχοντας ως μητρική γλώσσα την ελληνική, αυτομάτως ο εγκέφαλός μας λειτουργεί σε μια συγκεκριμένη ροή, σα να ακολουθεί το ρεύμα ενός ποταμού, αφήνοντας όμως τα άλλα ποτάμια· τις άλλες, δηλαδή, γλώσσες. Κάθε πιθανή ανθρώπινη γλώσσα ορίζεται ως μια συγκεκριμένη ρύθμιση ορισμένων παραμέτρων.

Όλες οι γλώσσες είναι ατελείς· δεν περιλαμβάνουν ένα τέλεια οργανωμένο σύστημα κανόνων, ολοκληρωμένο και χωρίς δυνατότητα εξέλιξης και μεταβολής. Έχουν, επίσης, συμβατικά συμφωνημένα στοιχεία, με την έννοια ότι μια λέξη, ένας φθόγγος ή ένας ήχος δεν ανταποκρίνεται σε μια καθολική αλήθεια μιας έννοιας, αλλά έχει συμφωνηθεί από τους ομιλητές μιας γλώσσας η επιλογή μιας λέξης, για να εκφράσει ένα συγκεκριμένο νόημα. Ο Hume υποστήριξε ότι η ταυτότητα που δίνουμε στα πράγματα είναι εντελώς πλασματική, επινοημένη από την ανθρώπινη αντίληψη. Οι ιδιότητες των λέξεων με βάση τη σημασία τους χρησιμοποιούνται, για να σκεφτούμε και να μιλήσουμε για τον κόσμο με βάση τις διαθέσιμες δυνατότητες του νου.

Οι επιστημονικές και τεχνολογικές γλώσσες δεν μπορούν να συγκριθούν ουσιαστικά με τις φυσικές ανθρώπινες, γιατί στερούνται κάποιων χαρακτηριστικών. Είναι συμβολικά συστήματα, που σχεδιάζονται για ειδικούς σκοπούς, δεν έχουν κλιτικά συστήματα (πτώσεις λέξεων κλπ.) ούτε ιδιότητες μετατόπισης (δηλαδή την ικανότητα των λέξεων να αποκτούν ιδιαίτερη σημασία ανάλογα με τη θέση τους σε μια πρόταση). Οι τεχνητές αυτές γλώσσες έχουν πιο συγκεκριμένα όρια ως δομές, ενώ οι φυσικές γλώσσες δεν διαθέτουν πεπερασμένα όρια.

Οι γλώσσες των ζώων είναι ένα συνθετότερο πρόβλημα, που απασχολούσε τους ανθρώπους από την αρχαιότητα. Εκείνο που διαφοροποιεί την ανθρώπινη γλώσσα από αυτές των ζώων δεν είναι η προφορά συγκεκριμένων φθόγγων. Οι παπαγάλοι, για παράδειγμα, αλλά και άλλα ζώα (όπως το δελφίνι), ενώ είναι σε θέση να αναπαράγουν αυτούσιους ανθρώπινους φθόγγους, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι μιλούν, γιατί δεν κατανοούν τις έννοιες που έθεσαν οι άνθρωποι για τις ανθρώπινες λέξεις. Από την άλλη, οι κωφοί που δεν αρθρώνουν λέξεις, δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν μιλούν. Η συνειδητοποίηση, που συνδέει τη λέξη με το νόημά της, η νόηση, είναι εκείνη που διακρίνει τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα πλάσματα.

Δεν είναι άσχετη η γλώσσα που ο άνθρωπος έχει αποδώσει στα ζώα στη λογοτεχνία. Ήδη από τα αρχαία χρόνια, αλλά και στη μετέπειτα λαϊκή παράδοση, συναντάμε ζώα και ανθρώπους να συνομιλούν συνήθως σε ανθρώπινη γλώσσα[3]. Με αυτό το τέχνασμα τα ζώα τολμούν συνήθως να εκφράσουν μια άποψη που αμφισβητεί την εξουσία, χωρίς να τιμωρηθούν, όπως θα συνέβαινε, αν αυτή εκφραζόταν απ’ στους ανθρώπους.

Σαφώς τα ζώα διαθέτουν ένα επικοινωνιακό σύστημα, που σε πολλές περιπτώσεις τα βοηθά να συνεννοηθούν όχι μόνο με το είδος τους, αλλά και με άλλα είδη, όπως οι σκύλοι και οι πίθηκοι με τον άνθρωπο. Ξέρουμε για το εξελιγμένο σύστημα των μελισσών και των αραχνών, όσο και άλλων ζώων, αλλά δεν μπορούμε να μιλάμε παρά για έναν τρόπο μετάδοσης συγκεκριμένων μηνυμάτων, που δεν εξελίχθηκαν εδώ και πολλές χιλιετίες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλα στη φύση επικοινωνούν, στέλνουν ένα μήνυμα μέσα στον κύκλο της φύσης. Ωστόσο, η άρθρωση του λόγου, της ομιλίας, της σκέψης και της συνείδησης είναι ανθρώπινα χαρακτηριστικά, χωρίς αυτό να υποδηλώνει την ανωτερότητα των ανθρώπινων ικανοτήτων σε βάρος των άλλων πλασμάτων στη φύση. Μάλλον, η ικανότητα του λόγου στον άνθρωπο ισοστάθμισε την έλλειψη άλλων δυνατοτήτων του σε σχέση με τα υπόλοιπα ζώα. Ίσως αυτή η εξισορρόπηση να αντανακλάται στον μύθο του Προμηθέα που αφηγείται ο Πλάτωνας στο έργο του Πρωταγόρας[4].

σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση

[1] Φυσικό χαρακτηριστικό θεωρείται, αφού είναι στοιχείο της δομής του ανθρώπινου εγκεφάλου η γλωσσική ικανότητα. Απ’ την άλλη, κληρονομείται από μια γενιά στην άλλη, εφ’ όσον καθένας γεννιέται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Δεν φτιάχνει εκ νέου τη γλώσσα του απ’ το μηδέν, αλλά μαθαίνει αυτήν που μιλιέται γύρω του.

[2] Η φράση μάς είναι γνωστή από τον Ηρόδοτο. Παρ’ όλα αυτά, θεωρούνταν κοινή στην εποχή του και χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει αυτό που λέμε σήμερα «σκασίλα μου».

[3] Τα παραμύθια του Αισώπου και τα δημοτικά τραγούδια είναι μερικά μόνο απ’ τα πολυάριθμα παραδείγματα, που διατρέχουν την ιστορία της λογοτεχνίας.

[4] Ο μύθος λέει ότι, όταν οι θεοί έφτιαξαν όλα τα θνητά πλάσματα σε μήτρες από μείγμα γης και φωτιάς, πριν τα βγάλουν στο φως, έβαλαν τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να μοιράσουν στο καθένα δυνατότητες, για να καταφέρνουν να ζουν. Ο Επιμηθέας θέλησε μόνος του να κάνει τη μοιρασιά και να έρθει έπειτα ο Προμηθέας να τον ελέγξει. Έτσι, σε άλλα μοίρασε ταχύτητα, σε άλλα δύναμη, αντοχή, νύχια, τρίχωμα, φωλιές κοκ. Τους βρήκε τρόπους να ξεφεύγουν απ’ τα άλλα ζώα, να αντέχουν στο κρύο και στη ζέστη και να βρίσκουν τροφή. Όταν έφτασε ο Προμηθέας, σκεφτόταν ακόμη τι θα κάνει με τον άνθρωπο. Τίποτε δεν είχε περισσέψει γι’ αυτόν: ούτε τρίχωμα, ούτε οπλές ούτε περίβλημα, αλλά ούτε και φυσικός οπλισμός. Μετά από μεγάλη συλλογή ο Προμηθέας αποφάσισε με τι θα προστάτευε και τον άνθρωπο· έκλεψε την τεχνολογική σοφία του Ηφαίστου και της Αθηνάς και μαζί με τη φωτιά τη δώρισε στον άνθρωπο. Εξ αιτίας αυτών των θεϊκών ιδιοτήτων, ο άνθρωπος κατάφερε να συγκροτήσει νωρίς γλώσσα και πλήθος λέξεων με την τεχνική του ικανότητα (έπειτα φωνήν καί ονόματα ταχύ διηρθρώσατο τη τέχνη). Πλάτωνος, Πρωταγόρας, 320d-322b.

(Συνεχίζεται…)

Both comments and trackbacks are currently closed.