Οι έρευνες για τη ζάχαρη και η δημοσιογραφία

Είναι δεδομένη και με κάθε ευκαιρία, γίνεται γνωστή από τη πλευρά μας, η σημασία που δίνουμε στους τομείς παραγωγής και διακίνησης τροφίμων και όλα τα εξαρτώμενα με εκείνη σημεία, όπως σπόροι και τρόποι/μέθοδοι παραγωγής. Αυτή μας η «εμμονή» παραμένει αμείωτη, τόσο γιατί υπάρχουν συνεχώς νέα δεδομένα στη γεωργία και στο τρόφιμο, αλλά, επίσης, επειδή παρατηρείται να αναπτύσσεται μια αρθρογραφία στον τύπο –έντυπο και ηλεκτρονικό– στη βάση υποτίμησης και απαξίωσης της κάθε κριτικής άποψης και θέσης στις αποφάσεις των κυρίαρχων πολυεθνικών.

Στα περισσότερα κείμενα που γράφονται απλά για να απαξιώσουν, καταλήγουν στο να στοιβάζονται όλα μαζί: διαφορετικές μη κυρίαρχες απόψεις, λούμπεν δημοσιογραφία, ακροδεξιά παράσιτα τύπου Σώρρα και ό,τι κατεβάσει η κούτρα τους. Τελευταίο παράδειγμα η κ. Γιούλη Επτακοίλη στη «Καθημερινή» (15/01/2017 – Τι τρώνε οι «κυρίαρχοι του κόσμου»;) όπου σημειώνει: «Ζ​​ούμε σε κοινωνίες που έχουν γίνει εξαιρετικά περίπλοκες. Η αδυναμία κατανόησης και ένταξης του εαυτού μας μέσα σ’ έναν τόσο σύνθετο κόσμο οδηγεί ολοένα συχνότερα τα τελευταία χρόνια –τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό– σε «παρηγορητικές» ερμηνείες. Που πάντα είναι οι πιο απλοϊκές και σχεδόν πάντα φλερτάρουν με τη συνωμοσιολογία· […] Από το πεδίο της συνωμοσιολογίας δεν θα μπορούσε να λείπει ο διατροφικός τομέας».

Συμφωνούμε ότι υπάρχει πεδίο λαμπρό για την ανάπτυξη λογής-λογής «συνωμοσιολογίας» για κάθε κλάδο και συχνά πολλοί δεν προσπαθούν να ερμηνεύσουν και να αναλύσουν τις καταστάσεις «ορθολογικά» αλλά αποδεχόμενοι, υπό καθεστώς παραίτησης, μια άλλη εικονική πραγματικότητα. Συνεχίζει, λοιπόν, η κ. Επτακοίλη: «Στο βιβλίο του «Σύντομη πραγματεία περί συνωμοσιολογίας», που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, ο Γάλλος φιλόσοφος και πολιτικός επιστήμονας Πιερ Αντρέ Ταγκίεφ –έχει ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα– γράφει: «Η κριτική ορισμένων πρακτικών των πολυεθνικών εταιρειών είναι φυσικά θεμιτή και αναγκαία, στο όνομα της διαφάνειας, της καταπολέμησης του υποσιτισμού και της διατροφικής ασφάλειας. Αλλά, σε αυτό τον τομέα, η κριτική της κατάχρησης εξουσίας ή των αμφίβολων χειρισμών μάς παρασύρει σε κατηγορητήριο εναντίον των “κυρίαρχων του κόσμου”, στο οποίο μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα βασικά στοιχεία της συνωμοσιολογικής οπτικής. Mια αριστερή μαχητική δημοσιογράφος, η Μαρί-Μονίκ Ρομπέν, σκηνοθέτρια ντοκυμανταίρ για τη γεωργία –η οποία, κατά τη γνώμη της, βρίσκεται στα χέρια ανεύθυνων και κυνικών ανθρώπων– και οπαδός της «αγροοικολογίας», στηλιτεύει με πάθος τις πολυεθνικές εταιρείες και τις μεθόδους κερδοφορίας τους. Συγχρόνως, προσπαθεί να αποκαλύψει και να διαλύσει τα διεστραμμένα συστήματα και τις χειριστικές λειτουργίες που αποτελούν μέρος των απόκρυφων δυνάμεων κυριαρχίας».

Ο Ταγκίεφ αναφέρεται σε μια πολύ γνωστή ερευνήτρια δημοσιογράφο και ντοκυμαντερίστα, που έχει ασχοληθεί αναλυτικά με την εταιρεία Monsanto. Ο οποιοσδήποτε μπορεί ελεύθερα να παρακολουθήσει διαδικτυακά το ντοκυμαντέρ της για τη Monsanto. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, που παραθέτει η δημοσιογράφος, δεν διαπιστώνεται ο Ταγκίεφ να κατατάσσει την Μ.Μ. Ρομπέν στους «αλλοπαρμένους συνωμοσιολόγους της οικολογίας», αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να καταλήξει στο εξής: «Η ρητορική είναι σχεδόν πάντα η ίδια. Οι απόκρυφες δυνάμεις, οι κακές πολυεθνικές, οι κακές εταιρείες που εμπορεύονται λιπάσματα, οι κακοί μεγάλοι παραγωγοί, οι υπόγειες διασυνδέσεις με τις χρηματιστηριακές εταιρείες, τις σκοτεινές πολιτικές δυνάμεις, τους πανίσχυρους του πλανήτη που κινούν τα νήματα. Η καχυποψία, η κατασκευή εχθρών, η πίστη σε απίστευτες θεωρίες, είναι ένα ασφαλές καταφύγιο για όσους δεν διαθέτουν τα απαραίτητα εργαλεία ερμηνείας και αποκωδικοποίησης του σύγχρονου κόσμου. Δυστυχώς, είναι πολλοί. Είτε πρόκειται για την 9/11 και τα τρόφιμα είτε για τα δισεκατομμύρια του Σώρρα».

 Πραγματικά θα αδυνατούσαμε να αντιληφθούμε το άλμα από τη κριτική στις πρακτικές των πολυεθνικών της αγροδιατροφής στον Σώρρα, εάν δεν ήμασταν μαθημένοι από τα δημοσιεύματα το τελευταίο διάστημα. Συνηθίσαμε… Θεωρούμε, ωστόσο, άκρως επικίνδυνο κάποιος που έχει διαβάσει μελέτες και έρευνες που επιχειρηματολογούν ενάντια σε συγκεκριμένες επιλογές των εταιρειών να αναρωτιέται εάν είναι ακόμη ένα ευκολόπιστο χαϊβάνι, όπως τόσοι και τόσοι που ακολουθούν τον Σώρρα. Και αυτές οι γενικεύσεις και ομαδοποιήσεις, επιδεικνύοντας έναν ελιτισμό σκέψης, που αφ’ υψηλού αντιμετωπίζονται όσοι διαφωνούν αντιμετωπίζονται ως «ολίγον ελαφρόμυαλοι, ολίγον παραπλανημένοι», βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι όσους ασκούν κριτική στις μεγάλες εταιρίες με τους «σωρρικούς», τους φασίστες και τους εθνοφαντασμένους.

 Σύμφωνα, όμως, με τη λογική που αναπτύσσεται από τη κ. Επτακοίλη και ο συνάδελφος της Τ. Τέλλογλου, είτε παραπλανήθηκε είτε συνωμοσιολογεί, αφού την ίδια μέρα στην ίδια εφημερίδα έγραφε για τις φαρμακοβιομηχανίες: «Το 2010,(…) ένα μέρος των δαπανών προώθησης μεταφέρθηκε σε δαπάνες εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (μέσω της οποίας, διαφημιστικές κατηύθυναν χρήματα σε «φορείς επίδρασης αποφάσεων» και τον Τύπο) και τις λεγόμενες κλινικές μελέτες. Αυτές αποτελούν μείζον ζήτημα της έρευνας των αμερικανικών αρχών για τη Novartis» (επισημάνσεις δικές μας).

Είναι οξύμωρο να πιστεύει κάποιος ότι οι διώξεις κρατικών αρχών κατά εταιρειών αγροδιατροφής (βλέπε Monsanto), φαρμακευτικών (βλέπε Novartis), αυτοκινητοβιομηχανιών (βλέπε VW) είναι προϊόν συνωμοσιολογίας. Είναι, απλούστατα, προϊόν υπερεθνικών ανταγωνισμών, αγώνας υποκλοπών και βιομηχανικής κατασκοπείας, όπου η κάθε πλευρά προσπαθεί να στριμώξει τον «αντίπαλο». Ένας αδηφάγος ενδοκαπιταλιστικός αγώνας με τις εξάρσεις και τις εντάσεις του, ο οποίος ενίοτε «βγάζει τα άπλυτα στη φόρα» και όπου αποδεικνύονται οι λογικές και πρακτικές των ισχυρών. Πρόσφατα, οι New York Times ασχολήθηκαν λεπτομερώς με το κεφάλαιο ζάχαρη στη διατροφή του ανθρώπου (How the Sugar Industry Shifted Blame to Fat, 12.09.16-NYT). Τελευταία, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια ανακάλυψε εσωτερικά έγγραφα βιομηχανίας ζάχαρης, που φανερώνουν ότι για πέντε δεκαετίες πολλές από τις διατροφικές συστάσεις και έρευνες, που εξέταζαν τη σχέση της διατροφής με τις καρδιακές παθήσεις, διαμορφώνονταν σε μεγάλο βαθμό από τη βιομηχανία ζάχαρης. «Ήταν σε θέση να εκτροχιάζουν τη συζήτηση σχετικά με τη ζάχαρη για δεκαετίες», δήλωσε ο Stanton Glantz, καθηγητής ιατρικής στο U.C.S.F. και συγγραφέας του JAMA Internal Medicine. Τα έγγραφα δείχνουν ότι το Sugar Foundation, κατέβαλε, το 1967, σε τρεις επιστήμονες του Harvard από 50.000$ για να δημοσιεύσουν αναθεώρηση έρευνας σχετικά με τη ζάχαρη, το λίπος και τις καρδιακές παθήσεις. Το άρθρο, το οποίο δημοσιεύθηκε στο διάσημο περιοδικό New England Journal of Medicine, ελαχιστοποιούσε τη σύνδεση μεταξύ της ζάχαρης και την υγεία της καρδιάς και έριχνε συκοφαντίες για το ρόλο των κορεσμένων λιπαρών. Πέρυσι, ένα άρθρο στην εφημερίδα των «The New York Times» αποκάλυψε ότι η Coca-Cola, είχε παράσχει εκατομμύρια δολάρια σε ερευνητές για χρηματοδότηση ώστε να υποβαθμιστεί η σχέση μεταξύ ζαχαρούχων ποτών και παχυσαρκίας.

Τα έγγραφα δείχνουν, λοιπόν, ότι το 1964, ο John Hickson, κορυφαίο στέλεχος της βιομηχανίας ζάχαρης, συζήτησε ένα σχέδιο με άλλους αυτής της βιομηχανίας τρόπους για να επηρεασθεί η κοινή γνώμη «μέσα από την έρευνα». Εκείνη την εποχή, μελέτες είχαν αρχίσει να δείχνουν τη σχέση μεταξύ δίαιτας υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη και υψηλών ποσοστών καρδιακών παθήσεων σε όλη τη χώρα. Μερικές δεκαετίες αργότερα, άλλες μελέτες δείχνουν ότι η ζάχαρη είναι η νέα κοκαΐνη και όσοι κάνουν υπερκατανάλωση θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και άλλοι χρήστες ναρκωτικών. Σύμφωνα με τους ερευνητές του Queensland University of Technology (QUT), η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης αυξάνει τα επίπεδα ντοπαμίνης όπως η κοκαΐνη. Η μακροχρόνια κατανάλωση ζάχαρης προκαλεί τελικά μείωση των επιπέδων ντοπαμίνης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να πρέπει να καταναλώνουν όλο και περισσότερη ζάχαρη, ώστε να φτάσουν σε εκείνα τα επίπεδα για να μην πάθουν κατάθλιψη. Επίσης, άλλοι ερευνητές, έδειξαν ότι η χρόνια χρήση σακχαρόζης μπορεί να προκαλέσει διατροφικές διαταραχές, καθώς και την αλλαγή της συμπεριφοράς των ατόμων.

Αλλά η πικρή ιστορία της ζάχαρης δεν ξεκινά τη δεκαετία του ’60, αλλά μερικούς αιώνες ενωρίτερα (εισήχθη στην Ευρώπη τον 12ο αι.) όταν ο «λευκός χρυσός», που είχε συναρπάσει την τότε ευρωπαϊκή «ελίτ» και επωλείτο στα φαρμακεία σε πολύ υψηλή τιμή, συνδέθηκε με την αποικιοκρατία. Με την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου, όπου το κλίμα ήταν θερμότερο και ευνοούσε την καλλιέργεια τού ζαχαροκάλαμου, οι αποικιοκράτες δεν άφησαν την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, καθώς δημιούργησαν φυτείες, στις οποίες εργάζονταν σκλάβοι. Μάλιστα, η ζάχαρη αποτέλεσε μια από τις αιτίες για την αύξηση του δουλεμπορίου ανθρώπων που επιστρατεύονταν στην καλλιέργεια και τη συγκομιδή της ζάχαρης. Οι Πορτογάλοι, για παράδειγμα, μετέφεραν τους καταδίκους των φυλακών τους στην Βραζιλία προκειμένου να δουλέψουν στις φυτείες του σακχαροκαλάμου. Στα μέσα του 16ου αιώνα, η βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ καθιέρωσε και επίσημα το δουλεμπόριο, και δημιούργησε κρατικό μονοπώλιο σκλαβοπάζαρου από τη Δυτική Αφρική.

Οι Άγγλοι, με την προσάρτηση των δυτικών Ινδιών, περιοχές πλούσιες στη καλλιέργεια σακχαροκαλάμου, άρχισαν να επεξεργάζονται τον χυμό του για να παρασκευάσουν ρούμι, ένα επίσης πολύ επικερδές αλκοολούχο ποτό. Με ρούμι αξίας μίας πένας, μπορούσε κανείς να αγοράσει πολύτιμα γουναρικά από τους Ινδιάνους της Βόρειας Αμερικής και να τα πουλήσει πανάκριβα στην Ευρώπη. Το διεθνές εμπόριο άρχισε να μπαίνει σε σταθερές βάσεις, με τη Βρετανία να ηγείται σε αυτήν την κατεύθυνση. Άλλωστε, είναι εκείνοι που κατάφεραν να καταστήσουν την εκμετάλλευση της ζάχαρης και της μελάσσας μονοπώλιο και το 1733 νομοθέτησαν και επέβαλαν υψηλό φόρο στη ζάχαρη και στη μελάσσα που προερχόταν από οποιαδήποτε τρίτη χώρα, πλην των αποικιών της Καραϊβικής. Εν τω μεταξύ, η Γαλλία είχε αναπτύξει μεγάλη βιομηχανία στον τομέα της επεξεργασίας της ζάχαρης, αφού εισαγόταν ανεπεξέργαστη στην Ευρώπη. Όταν, λοιπόν, οι βρετανοί επέβαλλαν εμπάργκο στην εισαγωγή ζάχαρης, αναπτύχθηκαν έρευνες ώστε να εξαχθεί ζάχαρη όχι μόνο μέσω του σακχαροκαλάμου, αλλά και από τα τεύτλα. Προς τα τέλη του 18ου αι. τα κατάφεραν και ξεκίνησε η μαζική καλλιέργεια τεύτλων και αργότερα στην Ελλάδα.

Η ένταση και το πλήθος των κειμένων που στρέφονται απαξιωτικά και παραπλανητικά σε όσους προσπαθούν να διαφοροποιηθούν, στο μέτρον του δυνατού, από τις κυρίαρχες επιταγές συνάδει με την περίοδο ανακατατάξεων και αναδιάταξης που εφαρμόζεται από την πολιτική και οικονομική ελίτ παγκοσμίως. Οφείλουμε να συνεχίσουμε να πορευόμαστε με ελεύθερη (και άρα κριτική) σκέψη γνωρίζοντας ότι πρέπει να είμαστε ταυτόχρονα προσεκτικότεροι, αφού οι κακοτοπιές είναι πολλές. Το διαδίκτυο, ιδιαίτερα, προσφέρεται για τέτοιες, αφού οι κατασκευαστές «ψευδών ειδήσεων» παρασκευάζουν το οπλοστάσιο των ισχυρών πολυεθνικών. Αφήνουν να αναπαράγεται μια «ψευδής είδηση» για καιρό και την κατάλληλη χρονική στιγμή αποδεικνύουν ότι η Χ, Ψ μελέτη/είδηση δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Στέλνουν, έτσι, το μήνυμα: μην πιστεύετε κανέναν και καμία, μόνο εμάς. Μια μορφή ολοκληρωτισμού την οποία ζούμε, δυστυχώς…

Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας

Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 168, Φεβρουάριος 2017
Both comments and trackbacks are currently closed.