Όταν πέφτουν οι μάσκες φοριούνται τα προσωπεία…

«Αυτός που ζει από την μάχη με έναν εχθρό, έχει προσωπικό συμφέρον να διατηρήσει τον εχθρό του ζωντανό». (Φρείντριχ Νiτσε)

siopiΑν πάρουμε στα σοβαρά την πληθώρα των άρθρων που συνεχίζουν να πραγματεύονται την περιλάλητη «σύγκρουση των άκρων», που μαίνεται κατά τους υποστηρικτές της, θα πρέπει ήδη να έχουμε σχηματοποιήσει μια εικόνα ενός εμφυλίου που έχει ξεσπάσει με συνταρακτικό τρόπο… Αυτός ο τάχα εμφύλιος πόλεμος «αποδεικνύεται» από τα χιλιοπαιγμένα χαστούκια, που έριξε το στέλεχος της Χρυσής Αυγής ονόματι Κασιδιάρης προεκλογικά στην βουλευτή του ΚΚΕ Κανέλλη κατά την διάρκεια τηλεοπτικής συζήτησης, από την καταστροφή πάγκων και εμπορευμάτων αλλοδαπών μικροπωλητών σε πανηγύρια, από την ματαίωση θεατρικής παράστασης, τους λεκτικούς προπηλακισμούς σε συντελεστές και θεατές της από μέλη της Χρυσής Αυγής και χριστιανικών οργανώσεων και τις ψευτοσυμπλοκές με τις αστυνομικές δυνάμεις που συμπλήρωσαν το εν λόγω σκηνικό, αλλά και από τις αιματηρές ρατσιστικές επιθέσεις σε μετανάστες.Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας, δηλαδή της «σύγκρουσης των άκρων», θυμίζουν ότι αυτή ακριβώς η ανομία παρουσιάστηκε και παρουσιάζεται στις περιπτώσεις που «κουκουλοφόροι» επιτίθενται σε τράπεζες, σε αστυνομικές δυνάμεις ή γενικώς «καίνε όλη την Αθήνα», στις περιπτώσεις που φοιτητικές παρατάξεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς εμποδίζουν την εκλογή πρυτανικών συμβουλίων ή χτίζουν τα γραφεία των καθηγητών κοκ.

Και τί είναι αυτό που ευθύνεται; Όπως μας διαβεβαιώνουν, όλα αυτά οφείλονται στην αδυναμία εφαρμογής του νόμου σε κάθε περίπτωση, στην γενικότερη ανικανότητα του κράτους και των θεσμών να λειτουργήσουν, στην ανοχή της εκκλησίας και άλλοτε το ίδιο συνηθισμένα στην παρότρυνση και στην πλήρη κάλυψη της λεγόμενης άκρας δεξιάς εκ μέρους ορισμένων μητροπολιτών. Προσθέτουν δε με έμφαση ότι ακόμη και η ελάχιστη ανοχή έστω και στην λεγόμενη μικροπαραβατικότητα οδηγεί στην ακόμα μεγαλύτερη και από εκεί σε οποιουδήποτε είδους πογκρόμ. Αυτή ακριβώς η «σύγκρουση» των άκρων εντάσσεται από τους κατασκευαστές της όχι μόνο στα πλαίσια της λεγόμενης οικονομικής κρίσης, αλλά σε μια γενικότερη πολιτική, κοινωνική, θεσμική (βλ. αποχή των δικαστών από το «κοινωνικό» τους έργο) και κοινωνική «παρακμή».

Οι θιασώτες, λοιπόν, αυτής της θεωρίας δεν κρύβουν τις προθέσεις τους. Η ανασυγκρότηση των δομών και μηχανισμών της εξουσίας θα στηριχθεί και θα ξεκινήσει από την σκληρή εφαρμογή του νόμου. Έτσι, εφ’ όσον, όπως θυμίζουν, κάθε οργανωμένη κοινωνία στηρίζεται σε μία βασική αρχή, δηλαδή το κράτος να προστατεύει τις ζωές και τις περιουσίες των πολιτών του, αυτό και μόνο αυτό έχει τη δυνατότητα να ασκεί βία και επομένως το κρατικό μονοπώλιο στη βία αποτελεί ένα από τα βασικά θεμέλια κάθε ευνομούμενης πολιτείας. Η υποκρισία για μιαν ακόμη φορά βασιλεύει. Για να μην μιλήσουμε και για την ολοφάνερη ενθάρρυνση να βαδίσουμε συλλογικά σε έναν άνευ προηγουμένου παραλογισμό, αν τα δεχθούμε όλα αυτά ή ένα μέρος τους. Γιατί αν δεν λειτουργούσε κανένας νόμος εδώ και δεκαετίες, εάν οι θεσμοί και οι μηχανισμοί του κράτους είχαν παραλύσει λόγω της ανομίας, εάν η οικονομική επιβολή απλά αποτελούσε μια κοινωνική φαντασίωση, εάν η κρατική καταστολή ήταν ανύπαρκτη, τότε πράγματι ζούσαμε και ζούμε όλοι μέσα σε μια γενικευμένη παραίσθηση!!!

Οι κάθε λογής μπουρδολογούντες περί της «σύγκρουσης των άκρων» σκόπιμα συγχέουν την κρατική βία, την πολιτική βία που αποτελεί παράγωγό της, την κοινωνική βία που φυσικά, οι αναρχικοί, δεν εκθειάζουν με όποιον τρόπο και αν αυτή εκφέρεται τις μορφές βίας που ασκούν οι αναρχικοί, οι φασίστες ή οι νεοναζί. Δεν υπάρχει κράτος, δεν υπάρχει κανενός είδους εξουσία, δεν υπάρχει κομμουνιστικό καθεστώς που να κατόρθωσε να καταπνίξει κάθε διάθεση εναντίωσής τους. Ακόμα και στις περιπτώσεις των ολοκληρωτικών καθεστώτων, που επιδίωξη των κρατούντων ήταν να πληγεί με κάθε τρόπο το φρόνημα, ακόμα και να ελεγχθεί η σκέψη των καταπιεσμένων ανθρώπων, αυτό δεν έγινε ποτέ κατορθωτό σε απόλυτο βαθμό. Επομένως, η επίκληση για την «αναγκαιότητα» σκληρής εφαρμογής του νόμου δεν οφείλεται βέβαια στην ανυπαρξία, προηγουμένως, είτε της βούλησης είτε της δυνατότητας εκ μέρους της εξουσίας να επιβληθεί. Οι εξουσιαστές σφίγγουν χωρίς ενδοιασμούς τα λουριά και τα χαλαρώνουν, όταν πιστεύουν ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο διαφυλάσσουν τα συμφέροντά τους. Κατασκευάζουν επίπλαστες διαφορές μεταξύ τους για να μας πείσουν να διαλέξουμε ανάμεσα τους ή ανάμεσα στο λιγότερο «κακό». Δεν έχουμε κανένα λόγο να το κάνουμε. Μπορούμε να διακρίνουμε τις προθέσεις τους, μπορούμε να επαναφέρουμε μνήμες και εμπειρίες που θα μας βοηθήσουν να μην εγκλωβιστούμε σε σχήματα και καταστάσεις που έχουν δείξει τα όρια τους, που έχουμε πειστεί για την αναποτελεσματικότητά τους, που έχουμε μελετήσει, τελικά, την ένταξη τους στις γενικότερες διαδικασίες μετασχηματισμού των εξουσιαστικών δομών και ιδεολογιών.

Η πραγματικότητα του κοινωνικού ανταγωνισμού συνεχίζει να εμπεριέχει συγκρούσεις στο κοινωνικό πεδίο που οι αναρχικοί μπορούν και έχουν κάθε δυνατότητα να αντιλαμβάνονται, να παρακολουθούν την εξέλιξή τους ή να επεμβαίνουν όταν το κρίνουν λειτουργικό. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει, όμως, ότι πρέπει να επιλέγουν στρατόπεδο, ή να συμμαχούν ενάντια σε κάποιον εχθρό, παραμερίζοντας τις διαφορές τους και συνάπτοντας συμμαχίες λόγου χάρη σε μια αντιφασιστική βάση. Όσοι προτείνουν κάτι τέτοιο -όπως έχει διαφανεί σε κάθε χρόνο και χώρο- δεν έχουν κατά νου ούτε καν μια «πρόσκαιρη» συμμαχία, αλλά επιθυμούν να εντάξουν καθολικά τις απόψεις και τις πρακτικές των αναρχικών υπό την σκέπη της αριστεράς ή του ευρύτερου επαναστατικού κινήματος, όπως αυτό ορίζεται.

Την περίοδο που διανύουμε, οι μπαρουφολογίες περί «σύγκρουσης των άκρων» εκτοξεύονται εκτός των άλλων για να λειτουργήσουν ως ένα απαλό τράβηγμα στο αυτί των Συριζαίικων και των λοιπών δημοκρατικών «αντιμνημονιακών» δυνάμεων από την μια και από την άλλη της Χρυσής Αυγής, ώστε να ρυθμιστεί από κοινού το αποδεκτό ποσοστό πολιτικής βίας, που θα ασκηθεί ένθεν και ένθεν στο εξής. Σε ποια κατεύθυνση, όμως, θα ρωτήσει κάποιος; Μα στο να συμφωνηθούν από κοινού οι νέοι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού και να αποσυμπιεσθεί η κοινωνική οργή.

Έχουμε υποστηρίξει επανειλημμένα, ότι κατά την γνώμη μας δεν υφίσταται σε καμία περίπτωση κανενός είδους κατάρρευση του πολιτικού σκηνικού. Έχουμε εξηγήσει ότι είναι πολύ διαφορετικό να μιλάμε για ανασυγκρότηση της πολιτικής ή οικονομικής ελίτ, να συζητάμε για την έκταση ή τα χαρακτηριστικά της απόσυρσης ελέω «κρίσης», διακριτικά, με μικρό κόστος ή κακήν κακώς, ενός σημαντικού τμήματός τους και πολύ διαφορετικό να τοποθετούμαστε έχοντας ως βεβαιότητα μια «κατάρρευση».

Τα «ίχνη» αυτής της πολυεπίπεδης ρύθμισης ήδη πληθαίνουν και είναι εύκολο να τα διακρίνουμε. Ο Συ.ριζ.α. λόγου χάριν τοποθετείται σύμφωνα και με το πρόγραμμα του στην ευρωπαϊκή Αριστερά, δηλαδή στις μεταρρυθμιστικές πολιτικές δυνάμεις. Ο ριζοσπαστισμός που περιφέρει σαν σημαία, παρ’ όλο που αποτελεί «παράδοξο» ταίρι στις μεταρρυθμιστικές του κατευθύνσεις, έρχεται τελευταία να συνοδευτεί με έναν παλαιάς κοπής λαϊκισμό. Ο λαϊκισμός, ως γνωστόν δεν είναι, ούτε δεξιός ούτε αριστερός. Ο λαϊκισμός πρώτα και κύρια θέτει τα συρματοπλέγματα, που χωρίζουν «εχθρούς» και «φίλους». Ο λαϊκισμός ήταν και παραμένει δίδυμο αδελφάκι του φανατισμού. Έτσι οι φορείς του φανατισμού και του λαϊκισμού φέρονται πολλές φορές να συγκρούονται στα ελάχιστα, ενώ πορεύονται μαζί στα μείζονα. Στο μονοπάτι του λαϊκισμού περιδιαβαίνει με την ίδια άνεση και αποτελεσματικότητα τόσο ο Συ.ριζ.α. όσο και η Χρυσή Αυγή, η πολιτική βία της οποίας μπορεί να έχει ευδιάκριτα ρατσιστικά χαρακτηριστικά, αλλά δεν έχει μόνο αυτά.

Οι «εχθροί», λοιπόν, του λαού προσδιορίζονται κατά βούληση, αλλά χωρίζονται σε δύο βασικές μερίδες. Την μια μερίδα την αποτελούν οι διεφθαρμένοι πολιτικοί και την άλλη όσοι, λόγου χάριν, συγκαταλέγονται στους φασίστες ή στους αντιφασίστες. Φυσικά το ίδιο αστειότητες αποτελούν διάφορες περισπούδαστες ρήσεις του τύπου «ο λαϊκισμός είναι μια επικίνδυνη απειλή για την δημοκρατία», αφού περίτρανα έχει αποδειχθεί εδώ και δεκαετίες η αταλάντευτη λειτουργία της δημοκρατικής διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων με τον λαϊκισμό να δίνει τα απαράμιλλα διαπιστευτήρια του (βλ. κυβερνήσεις Α. Παπανδρέου). Ο λαϊκισμός και ο φανατισμός δύσκολα εκφέρονται χωρίς έντονες εκδηλώσεις βίας. Όμως δεν πρέπει κανείς να μένει μόνο σ’ αυτές, αλλά και στις δομές που τις έχουν υποστηρίξει διαχρονικά όπως οι πολιτοφυλακές κάθε χρώματος, όταν κατασκευάζονται κρίσεις, όταν εξελίσσονται σημαντικές μεταβολές στις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές δομές, που ήταν ανέκαθεν ο προπομπός αυτών των μεταβολών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα SS (Schütz Staffeln, ή Αποσπάσματα Άμυνας με μαύρες στολές, μαύρα καπέλα με το έμβλημα του θανάτου ένα κρανίο με χιαστί κόκκαλα, ενώ οι ζώνες τους έφεραν την επιγραφή «Meine Ehre Heiβt Treue», η Τιμή μου είναι πίστη), η πιο σημαντική ναζιστική οργάνωση, μπορεί να μην συγκρίνονταν εύκολα με αντίστοιχα σώματα που είχαν συγκροτηθεί σε άλλες δικτατορίες, αλλά το πιο κοντινό σ’ αυτές τις μονάδες ισοδύναμο σώμα αναμφίβολα ήταν η Σοβιετική Τσεκά (OGPU-NKVD). Τα μέλη των SS, που γρήγορα αποτέλεσε μια κάστα που δεν ήταν υπόλογη στα δικαστήρια, επιλέγονταν με συγκεκριμένα φυλετικά κριτήρια, δηλαδή έπρεπε να είναι ψηλότεροι και πιο ξανθοί από τα απλά μέλη των ναζί, ενώ μετά την κατάληψη της εξουσίας το ποσοστό που προερχόταν από εργατικά στρώματα ανήλθε στο 55%, σε μια προσπάθεια αντιστοίχισης με τα ευρύτερα κοινωνικά δεδομένα. Η ίδια αντιστοιχία δεν αφορούσε και την στελέχωση των ηγετικών κλιμακίων των SS, αλλά παρ’ όλα αυτά το 1/5 της ηγεσίας τους είχε εργατικό υπόβαθρο. Ο μαρξιστής σοσιαλδημοκράτης Rudolf Hilferding έβλεπε μικρές διαφορές ανάμεσα στο ρωσικό ολοκληρωτικό κράτος και τον εθνικοσοσιαλιστικό αυστηρό περιορισμό και έλεγχο του κράτους: «Η διαμάχη εάν το οικονομικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης είναι «καπιταλιστικό» ή «σοσιαλιστικό» μού φαίνεται άστοχη. Δεν είναι τίποτε από τα δύο. Αντιπροσωπεύει μια ολοκληρωτική κρατική οικονομία, πράγμα που σημαίνει ένα σύστημα στο οποίο οι οικονομίες της Γερμανίας και της Ιταλίας πλησίαζαν όλο και πιο πολύ» (Hilferding, «State Capitalism or Totalitarian State Economy», Modern Review, 19:2, Ιούνιος 1947). Επί πλέον ο Άλαν Μίλγουορντ, που θεωρείται από τους πιο συστηματικούς μελετητές της συγκριτικής φασιστικής οικονομίας, έκρινε ότι η νέα φασιστική κυβέρνηση δεν διατήρησε το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά «άλλαξαν τους όρους του παιχνιδιού, και το αποτέλεσμα ήταν η ανάδυση ενός καινούργιου συστήματος» (Α. Milward, «Fascism and the Economy, στο Fascism: A Reader’s Guide, Μπέρκλεϊ, 1976).

Το ζήτημα, λοιπόν, για τους αναρχικούς δεν είναι βέβαια να σπεύσουν να ενταχθούν σε κανενός είδους αντιφασιστικό στρατόπεδο, ούτε να αποτελέσουν σε καμία περίπτωση κάποιου είδους ομάδα κρούσης ενάντια στην νεοναζιστική απειλή, που θα εισπράττει τα μπράβο και τα παράσημα του τμήματος προστασίας των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων του Σύριζα. Η προσχώρηση σημαντικών κοινωνικών στρωμάτων σε πολιτικούς σχηματισμούς παρόμοιους ή διαφορετικούς με την Χρυσή Αυγή ήταν προβλεπόμενη από τα κυριαρχικά κέντρα, που προχωρούν σταθερά σε μια ευρύτερη ενοποιητική διαδικασία, όπως έχει διαφανεί από δεκάδες ανάλογες περιπτώσεις που αφορούν ιδίως τα βορειοευρωπαϊκά κράτη αλλά και το γαλλικό ή το ιταλικό (όπου είναι γνωστή η συμμετοχή ακροδεξιών κομμάτων σε κυβερνητικά σχήματα). Δεν πρόκειται, λοιπόν, για κανενός είδους «κρίση ταυτότητας» της ελληνικής κοινωνίας, εμπρός απλά στον φόβο βίαιου μετασχηματισμού της, λόγω των «ασύνηθων» μεταναστευτικών «ροών». Το «παρηκμασμένο» ελληνικό κράτος, παρ’ ότι όπως προτάσσουν οι κάθε λογής θεραπαινίδες του έχει άμεση ανάγκη από νέους ηγέτες, από μεταρρυθμίσεις, από την σκληρή εφαρμογή των νόμων, από άτεγκτους δικαστές, αστυνόμους, συνεχίζει να διατηρεί και να συντηρεί δεκάδες χιλιάδες αστυνομικούς για να επιβάλλει την τάξη και να μαζεύει φόρους. Όσο για τον «μπαμπούλα» της Χ.Α., έρχεται να καλύψει το αναμφίβολο γεγονός ότι οι θέσεις της, όχι απλά υιοθετούνται από το κράτος, αλλά διαχέονται ολοένα και περισσότερο σε μεγαλύτερα κοινωνικά κομμάτια. Εκτός και αν η Χρυσή Αυγή είναι αυτή που οργάνωσε και εκτέλεσε τους προηγούμενους μήνες μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία σύλληψης 33.000 μεταναστών από τους οποίους μόλις οι 3.000 δεν είχαν χαρτιά, εκτός και αν πρέπει να ξεχάσουμε τους βασανισμούς και τις κακοποιήσεις χιλιάδων μεταναστών στα αστυνομικά τμήματα εδώ και δεκαετίες, τις δολοφονίες στα σύνορα ή τους πνιγμούς τους από λιμενικούς.

Την ίδια στιγμή που καλούμαστε να φάμε το κουτόχορτο περί σύγκρουσης των «άκρων», δημοσιεύεται (περιοδικό Επίκαιρα) μέρος του νόμου που έχει καταθέσει ήδη στην βουλή για συζήτηση ο Δένδιας και στο οποίο, μεταξύ των άλλων, προβλέπεται η υποχρεωτική παρουσία στα Αστυνομικά τμήματα την ώρα των διαδηλώσεων όσων έχουν καταδικαστεί για συμμετοχή σε συγκρούσεις, η φυλάκιση όσων καλύπτουν το πρόσωπό τους, η απαγόρευση να φέρουν οι διαδηλωτές αντιασφυξιογόνες μάσκες και η σύλληψη τους για τον λόγο αυτό, η απαγόρευση διαδηλώσεων σύμφωνα με κριτήρια «ανοικτά», όσο πρέπει στην κρίση του αρμόδιου κατά περίπτωση αστυνομικού διευθυντή, η απάλειψη της δυνατότητας υφ’ όρων απόλυσης στα 3/5 της ποινής που έχει επιβληθεί στους καταδικασμένους ως «τρομοκράτες» κλπ. Κατά τα άλλα, η συναίνεση της αριστεράς που δήθεν μάχεται τον νεοναζιστικό κίνδυνο δύσκολα πλέον κρύβεται και στον πλέον ανίδεο. Ας αναζητήσει για του λόγου το αληθές ο καθένας και ας συγκρίνει τις κοινές δηλώσεις τόσο της Παπαρήγα όσο και του Τσίπρα για την αναγκαιότητα παραμονής στο ευρώ παρ’ ότι σε αντίθετη περίπτωση το «παγκόσμιο οικονομικό σύστημα θα ταρακουνηθεί συθέμελα».

Ας ρίξει μια ματιά ο καθένας στις δηλώσεις του ειδήμονα περί τα οικονομικά βουλευτή του Συ.ριζ.α. Γ. Σταθάκη που πρόσφατα στο Βήμα μίλησε για την ανάγκη σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας στα σημερινά δεδομένα ευλογώντας, φυσικά, όλες τις συνέπειες των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων που δήθεν αντιστρατεύεται το κόμμα του. Και μην μας πουν οι διάφοροι καλοθελητές ότι οι θέσεις του Σταθάκη αποτελούν κάποιου είδους «δεξιά παρέκκλιση» στο συριζαίικο επαναστατικό ρεύμα. Ο Σταθάκης απλά επιβεβαιώνει με τις δηλώσεις του την ρότα, για το που, δηλαδή, πλέει η βάρκα της αξιωματικής αντιπολίτευσης καθησυχάζοντας τρόικες, ΔΝΤ, ΕΕ και λοιπούς συγγενείς, στέλνοντας τους το μήνυμα που χρειάζονται για να προχωρήσουν χωρίς επιφυλάξεις σε μιαν ακόμα επέλαση σκληρότατων οικονομικών και όχι μόνο μέτρων. Και σε απλή μετάφραση: «εμείς είμαστε εδώ, αν χρειαστεί, αν υπάρξει στραβοπάτημα, εμείς θα βάλουμε πλάτη, και ως τότε προχωρήστε εσείς και μη σας μέλει, κατά τα άλλα θα πουλάμε ανέξοδα αντίσταση, άντε και να καλύπτουμε πολιτικά τα δικαιώματα των αντιφασιστών». Και ναι, μπορεί η Χ.Α. να μετατρέπεται, εκτός των άλλων, στο μακρύ χέρι του ελληνικού μικροαστισμού που βολεύεται μέσα από τη δράση της νεοναζιστικής ακροδεξιάς, στην αναζήτηση λύσης για τα οικονομικά αδιέξοδα, αλλά μήπως όλοι αυτοί οι ψηφοφόροι προηγουμένως δεν ζεσταίνονταν στις κομματικές αγκάλες δεξιών και αριστερών, δεν γαλουχήθηκαν στα εθνικά ιδεώδη αριστερών και δεξιών πατριωτών; Το κρατικό παραμύθι λοιπόν δεν μας κάνει, όπως και κανένα παραμύθι.

Το δημοκρατικό καθήκον να αντιμετωπιστεί η νεοναζιστική απειλή, έτσι ώστε να παραμένουν ανέγγιχτες οι εξουσιαστικές συνθήκες που την κατασκευάζουν, δεν αποτελεί δικό μας καθήκον. Ο εμφύλιος πόλεμος και η αριστερά που συμμετείχε σ’ αυτόν δεν είναι οι καταβολές μας. Αυτός που συνεχίζει να επελαύνει και να ισοπεδώνει τις ζωές των πιο αδύνατων παραμένει το κράτος και οι μηχανισμοί του.

Οι εξουσιαστές εξακολουθούν να πασχίζουν να κερδίσουν χρόνο. Δεν σκοπεύουν να ανακτήσουν τις δυνατότητες που «έχασαν», αλλά να ισχυροποιηθούν ρυθμίζοντας τους νέους όρους επιβολής. Είναι εύκολο να διακρίνουμε την παγίδα που στήνουν, για μιαν ακόμη φορά, με τις ρητορείες περί ανεπάρκειας «αυτών» των πολιτικών, με την ανεπάρκεια «αυτών» των δικαστών, με την διαφθορά «αυτών» των δημόσιων υπαλλήλων. Παρ’ όλα αυτά η παγίδα λειτουργεί, γεγονός που οφείλουμε να λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας.

Δυστυχώς η κοινωνική οργή σε ένα μεγάλο μέρος της έχει εκτονωθεί μετά την τελευταία εκλογική διαδικασία, τόσο με την εκλογική ενδυνάμωση του Συ.ρι.ζα όσο και με εκείνην της Χρυσής Αυγής και άλλο τόσο με την δυνατότητα σύμπτυξης ΝΔ, Πασοκ, Δημαρ. Με την ψήφιση του νέου μνημονίου θα κλείσει ένας μεγάλος κύκλος, είτε με ελάχιστο κόστος για την εξουσία είτε με τα σημάδια μιας απρόοπτης εξέλιξης. Και ας μην ξεχνούμε, «τότε είναι που αναδύεται ένας τύραννος, όταν εμφανίζεται αρχικά σαν προστάτης».

Συσπείρωση Αναρχικών

Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 121, Νοέμβριος 2012
Both comments and trackbacks are currently closed.