Το Γυμνό Σώμα από την Αρχαιότητα ως τους σύγχρονους πολιτισμούς (Μέρος Β΄)

Το Γυμνό Στην Αρχαία Ελλάδα

Αιώνες αργότερα, το πάθος του Φαραώ Akhen-Aton για την ολιστική ζωή ασκείται με ενθουσιασμό από τους αρχαίους Έλληνες. Αν και πολλοί πολιτισμοί έχουν αναγνωρίσει τη συμβολή των αρχαίων Ελλήνων στην νομοθεσία, την πολιτική, τη λογοτεχνία, την τέχνη και τη φιλοσοφία, δεν έχουν διασωθεί πολλά στοιχεία που να εξηγούν αν η επιλογή της γύμνιας των αρχαίων ελλήνων ήταν για πρακτικούς λόγους ή για λόγους ενδεδειγμένης εμφάνισης. Το ένδυμα τόσο της ανώτερης όσο και της κατώτερης τάξης στην ελληνική κοινωνία ήταν, σύμφωνα με τη χαρακτηριστική απλότητα και την ευθύτητά της ελληνικής φιλοσοφίας, ένα πτυχωτό ένδυμα που θα μπορούσε να αφαιρεθεί μέσα σε ένα δευτερόλεπτο. Ακόμη και τα πιο φανταχτερά φορέματα σχεδιασμένα και για τα δύο φύλα, με κοσμήματα ή μεταλλικά κλιπ στον ώμο, έγιναν από ένα ενιαίο κομμάτι όμορφου πτυχωτού υφάσματος.

«Όταν ένας Έλληνας ήθελε να χορέψει ή να εργαστεί, απλά γλιστρούσε έξω από τα ρούχα του και συνέχιζε. Ήταν το φυσικό πράγμα που έπρεπε να κάνει, και κανείς δεν ήταν δυσαρεστημένος από… την όψη ενός γυμνού ανθρώπου που χόρευε ή εργαζόταν. Οι αρχαιολόγοι έχουν βρει πολλά αγγεία να απεικονίζουν εντελώς γυμνούς καλλιτέχνες σε φεστιβάλ και εργάτες στα χωράφια», γράφει ο Anthony J. Papalas στο άρθρο του Ελληνική στάση απέναντι στο γυμνό.[1]

Οι ιστορικοί αναγνωρίζουν αυτή τη στάση των αρχαίων ελλήνων απέναντι στο γυμνό σώμα, κυρίως όταν γράφουν για την προπόνηση των αθλητών που ελάμβανε χώρα στο Ελληνικό Γυμνάσιο. Η ίδια η λέξη γυμνάσιο βασίζεται στη ρίζα της λέξης γυμνός, το γυμνάσιο ορίζεται, ως εκ τούτου, ως ένα μέρος όπου μπορεί κανείς να ασκηθεί γυμνός.

Ενώ το γυμνό ήταν τόσο κοινό στις απαρχές του ελληνικού αθλητισμού και της γλυπτικής ώστε ιστορικά δεν μπορούσε να αγνοηθεί, οι ιστορικοί τείνουν να υποβαθμίζουν ή να αγνοούν τα θρησκευτικά και φιλοσοφικά θεμέλια του γυμνισμού στην ελληνική ζωή. Για παράδειγμα, το ελληνικό γυμνάσιο σπάνια παρουσιάζεται ως τόπος γενικής εκπαίδευσης, ενώ στην πραγματικότητα, ήταν ακριβώς αυτό. Ο Paul LeValley, σε ένα άρθρο του στο περιοδικό των γυμνιστών Clothed with the Sun προσφέρει μια πιο ακριβή εικόνα.

«Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να σκεφτούν κανέναν υψηλότερο φόρο τιμής στους θεούς τους παρά να τους μιμηθούν – να γίνουν όσο πιο θεϊκοί γίνεται, τόσο ψυχικά όσο και σωματικά. Σημασία είχε ολόκληρο το άτομο: το καλά ανεπτυγμένο μυαλό στο καλά ανεπτυγμένο σώμα. Ο Απόλλωνας, ο θεός του αθλητισμού, ήταν επίσης και ο θεός της μουσικής. Στην πραγματικότητα, οι αθλητές εκπαιδεύονταν με τη μουσική. Στα γυμναστήρια σύχναζαν φιλόσοφοι, όπως ο Σωκράτης. Σχεδόν κάθε μεγάλη σχολή της ελληνικής φιλοσοφίας είχε την έδρα της σε ένα γυμναστήριο… Καθώς η ελληνική θρησκεία παρήκμασε και αντικαταστάθηκε από τη φιλοσοφία, ο Σωκράτης υποστήριζε συχνά το γυμνό ως μια μορφή ειλικρίνειας».[2] Είναι σαφές από τα ανωτέρω ότι οι αρχαίοι Έλληνες αναζήτησαν την ισορροπία – με στόχο τους τη χρυσή τομή στις ατομικές επιτυχίες, καθώς και σε θέματα του κράτους.

Ο Papalas στο προαναφερθέν άρθρο περιγράφει μια τυπική μέρα για τον Έλληνα μαθητή. «Αρχίζει με ασκήσεις με γυμνό σώμα, μετά από αρκετές ώρες δραστηριότητας και οδηγίες σχετικά με το σώμα, πάει στην τάξη του λουσμένος, τις περισσότερες φορές γυμνός, επειδή στο ήπιο κλίμα της Ελλάδας δεν χρειάζονταν ρούχα, εκτός από κάποιες ασυνήθιστα κρύες μέρες του χειμώνα… Οι παιδοτρίβες και οι σχολάρχες προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια ισορροπία μεταξύ του μυαλού και του σώματος. Ο μαθητής, ως εκ τούτου, όφειλε να καταβάλει την ίδια προσπάθεια τόσο στην πρόοδο της φυσικής κατάστασης, όσο και στην πρόοδο της ψυχικής».[3]

Ο Περικλής, ο διάσημος Έλληνας πολιτικός, στρατηγός και αθλητής, είπε ότι οι άνδρες θα πρέπει να εργαστούμε αρμονικά για «την τέλεια ομορφιά του σώματός μας και για τις αντρικές αρετές της ψυχής μας… Είμαστε λάτρεις της ομορφιάς χωρίς να χάνουμε την επιθυμία για απλότητα, και λάτρεις της σοφίας χωρίς να χάνουμε το ανδροπρεπές σθένος».[4]

Ο Δαρείος, ο βασιλιάς των Περσών, επικαλούμενος την έκθεση ενός κατασκόπου που έστειλε να παρατηρήσει τους Έλληνες στην προετοιμασία για τη μάχη, έβγαλε το λάθος συμπέρασμα από τη στάση τους απέναντι στο γυμνό και τη δημοκρατία, ότι οι Έλληνες ήταν αδύναμοι.

Ο κατάσκοπος επέστρεψε στο Δαρείο με μια διήγηση για το πώς οι Έλληνες περνούν τον χρόνο τους τριγυρίζοντας γυμνοί «ή κάθονται, ημίγυμνοι, να ακούν ηλίθιους με γελοίες ιδέες για την ελευθερία και την ισότητα για κάθε πολίτη».[5] Βάσει αυτών των πληροφοριών, ο Δαρείος ανάμενε ότι οι Έλληνες θα είναι ένας εύκολος στόχος, αλλά το γέλιο του μετατράπηκε σε φόβο και θλίψη, όταν ο περσικός στρατός εκδιώχθηκε ως τη θάλασσα στη μάχη του Μαραθώνα από καλά εκπαιδευμένους αντιπάλους.

Αν και οι άνδρες στην αρχαία Ελλάδα είχαν μια εξαιρετική εκπαίδευση ως πολίτες (με την προφανή εξαίρεση των αρρένων δούλων), οι γυναίκες δεν είχαν το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης του γυμνασίου. Αυτή η ανισότητα δικαιολογείτο από τη συλλογιστική ότι οι γυναίκες είχαν λιγότερη ανάγκη για εκπαίδευση επειδή δεν είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε αστικές υποθέσεις, μαζί με τους άνδρες. Τέτοιες διακρίσεις, όμως, μειώθηκαν βαθμιαία για ορισμένες ομάδες γυναικών.

Ανάμεσα στις κατακτήσεις από τις γυναίκες της Σπάρτης ήταν η δημιουργία γυναικείων αθλητικών αγώνων. Κατά τη διάρκεια αυτών των αγώνων, οι γυναίκες αθλούνταν γυμνές, όπως ήταν η πρακτική και για τους άνδρες. «Ο ελληνικός θαυμασμός για το ανθρώπινο σώμα και τη βούληση για επίδειξη του ήταν στενά συνδεδεμένη με την ελληνική ειλικρίνεια και την ευφυΐα. Κανείς δεν σκέφτηκε πως ήταν λάθος τα νεαρά κορίτσια στη Σπάρτη να πηγαίνουν γυμνές στους δημόσιους χορούς και τις λιτανείες. Οι νέοι άνδρες που συγκεντρώνονταν για να τις δουν σε αυτές τις εκδηλώσεις δεν έδειχναν επιθυμία ή λαγνεία. Ο Πλούταρχος (ο έλληνας βιογράφος και ιστορικός), έγραψε ότι η εμφάνιση αυτών των Κορασίδων έγινε δεκτή με θαυμασμό, σεβασμό και χωρίς ντροπή».[6]

Τελικά, το γυμνό, έγινε επίσης μέρος της παράδοσης των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι αρχαίοι ιστορικοί δείχνουν ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες προέρχονταν ήδη από το 1100 π.Χ.. Ως διαγωνισμοί στα πλαίσια συνθήκης ειρήνης που ενέκριναν οι βασιλιάδες των πόλεων της Πίσας, της Ηλείας και της Σπάρτης. Οι αγώνες πήραν το όνομά τους από την κοιλάδα της Ολυμπίας, όπου διεξάγονταν. Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία, πραγματοποιήθηκαν το 776 π.Χ.. Τουλάχιστον από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν ειδικά αφιερωμένοι στους Έλληνες θεούς.

Οι αθλητές από τη Σπάρτη είναι οι πρώτοι ιστορικά που θα απορρίψουν τα ρούχα, καθώς προπονούνται για τους αγώνες. Είναι δυνατόν αυτό να συνέβη ήδη από τον έβδομο αιώνα π.Χ.. Δεδομένου ότι αυτοί οι πρωτοποριακοί αθλητές κέρδισαν ένα ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό των βραβείων, επειδή το σώμα τους δεν περιορίζονται από τα ρούχα, και οι άλλοι Έλληνες αθλητές άρχισαν να μιμούνται τη γύμνια των Σπαρτιατών. Στη συνέχεια, το γυμνό ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της Ολυμπιακής Παράδοσης μέχρι το 393 μ.Χ., όταν ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Θεοδόσιος, ο επονομαζόμενος Μέγας, απαγόρευσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, γιατί τους θεωρούσε παγανιστικές τελετές. Τα γυμνάσια και ό,τι πρέσβευαν, στη συνέχεια αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση. Δεν διεξήχθησαν μέχρι το 1896, περίπου 1.500 χρόνια αργότερα, όπου οι Ολυμπιακοί Αγώνες αναβίωσαν, αλλά χωρίς γυμνό!

«Η ομορφιά στους Έλληνες ήταν η ίδια η ουσία του ανδρισμού. Η τέλεια ισορροπία του μυαλού και του σώματος ακολούθησε την αρχαία ελληνική πίστη στο «Μηδέν Άγαν», που σημαίνει «μηδέν υπερβολή», και στο «καλός και αγαθός (δηλ. «όμορφος και ενάρετος») που ήταν η Λυδία λίθος και το μυστικό της υπεροχής της αρχαίας Ελλάδας για περισσότερα από πεντακόσια χρόνια».[7]

Το γυμνό στην Αρχαία Ινδία

Είναι πλέον γνωστό ότι η κοινωνική γυμνότητα στην αρχαία Ελλάδα είχε ενθαρρυνθεί από την ύπαρξη γυμνού μεταξύ των αγίων ανδρών της Ινδίας. Για παράδειγμα, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος άκουσε τις αφηγήσεις για τους γυμνούς ασκητές στην Ινδία, έστειλε τον Ονησίκριτο, έναν Έλληνα φιλόσοφο, να ερευνήσει για τους Γυμνοσοφιστές (ένα όνομα που δόθηκε από τους Έλληνες σε αυτούς τους γυμνούς φιλόσοφους). Τα ευρήματα του Ονησίκριτου πρέπει να εντυπωσίασαν και να γέμισαν με περιέργεια τον Αλέξανδρο, γιατί στη συνέχεια ταξίδεψε στην Ινδία (το 326 π.Χ.) για να συναντηθεί με μια ομάδα γυμνοσοφιστών, και η συνάντηση αυτή οδήγησε στη συνέχεια σε άλλες ανταλλαγές μεταξύ των δύο τόπων.[8]

Ο Πύρρος από την Ηλεία, ιδρυτής της φιλοσοφίας του σκεπτικισμού, σπούδασε με τους Γυμνοσοφιστές και στην επιστροφή του στην Ηλεία, εφάρμοζε τις διδασκαλίες τους, συμπεριλαμβανομένου και του γυμνισμού.[9] Περαιτέρω, όταν τα ελληνικά στρατεύματα βρέθηκαν στην Ινδία, οι στρατιώτες συμμετείχαν σε πολλές θρησκευτικές εορτές που συνοδεύονταν από γυμνές αθλητικές δραστηριότητες. Για πολλούς αιώνες μετά, γίνονταν περιστασιακές αναφορές στους Έλληνες αθλητές που αγωνίζονταν στην Ινδία, ότι ήταν και γυμνοί και ντυμένοι με διαφανή υφάσματα.

Στην εποχή του Αλεξάνδρου (356-323 π.Χ.), υπήρχε μια σειρά από ασκητικές αιρέσεις στην Ινδία, των οποίων τα μέλη περιφέρονταν γυμνά ως μέρος της πνευματικής τους πειθαρχίας.

Η μεγαλύτερη αίρεση, η Ajivikas, απαιτούσε την πλήρη γύμνια των μαθητών της. Η ομάδα αυτή διήρκεσε περίπου δύο χιλιάδες χρόνια πριν από τη πλήρη εξάλειψη της. Ο Βούδας ήταν ένας γυμνός ασκητής προτού ιδρύσει τη δική του θρησκεία, και έχει υπονοηθεί ότι έβαλε τους οπαδούς του να φορούν ράσα, κυρίως για να τους διακρίνουν από τις άλλες αιρέσεις.[10]

Σήμερα, οι περισσότεροι από τους γυμνούς αγίους άνδρες της Ινδίας σχετίζονται με την Jains, τα μέλη μιας μεγάλης ινδικής θρησκείας που ίδρυσε το 500 π.Χ. ο Μαχαβίρα, που επέμεινε στην πλήρη γύμνια των μοναχών ως μέρος του όρκου τους να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια. Με τον καιρό υπήρξε μια διάσπαση σε αυτή την ομάδα, καθώς η γύμνια ήταν μια δυσκολία για όσους οπαδούς της Jains ζούσαν στις ψυχρότερες βόρειες περιοχές της Ινδίας. Αυτοί οι βόρειοι φόρεσαν ράσα και έγιναν γνωστοί ως Suetambaras ή τέσσερα «λευκά ράσα», ενώ οι νότιοι στη συνέχεια αναφέρονται ως Digambaras, ή «ντυμένοι με τον ουρανό». Οι Jains έχουν πολλούς οπαδούς στην Ινδία σήμερα.[11]

Ο Paul LeValley, στο άρθρο του «Αρχαία Ινδία», συγκρίνει τους Έλληνες με τους Γυμνοσοφιστές: «Οι λόγοι που δώσανε για τον γυμνό ασκητισμό τους ή τους γυμνούς αθλητές τους ήταν εντυπωσιακά όμοιοι… Έκαναν λόγο για απόδοση… Κάθε γνωστή ομάδα γυμνών ινδών ασκητών εξήρε τις αξίες της απλής ζωής που το γυμνό ενθαρρύνει, ο νομοθέτης της Σπάρτης, υποστήριξε το γυμνό μεταξύ των πολιτών του για τον ίδιο λόγο… επί πλέον και για λόγους υγείας… Οι Γυμνοσοφιστές εξήραν το γυμνό ως μέθοδο οικοδόμησης της αντοχής, όπως και οι Έλληνες». Ένας άλλος λόγος που προβάλλεται το γυμνό ήταν ότι προωθείται «η ανεξάρτητη σκέψη και η αυτοπεποίθηση…».

Ο LeValley αναφέρει περαιτέρω, ότι «ο Μαχαβίρα επέπληξε τους Έλληνες, οι οποίοι περιορίζουν ως επί το πλείστον τη γύμνια τους στο γυμναστήριο, ότι είναι λιγότερο ασφαλείς από τους ινδούς ασκητές. Ο Μαχαβίρα αναφέρεται συχνά στο γυμνό ως μέθοδο απελευθέρωσης από τα δεσμά… να νιώθεις ικανοποίηση χωρίς ρούχα…».[12] Ινδοί και Έλληνες συμφώνησαν ότι η γύμνια αντιπροσώπευε μια κατάσταση καθαρότητας και εντιμότητας.

Ο LeValley επισημαίνει, επίσης, την διαφορά μεταξύ των δύο πολιτισμών, όπως η Ελληνική έμφαση στην ομορφιά του ανθρώπινου σώματος, ένα θέμα πολύ μικρότερης σημασίας στην θρησκευτική φιλοσοφία της Ινδίας. Οι Γυμνοσοφιστές της Ινδίας αναφέρονται στη γύμνια τους, ως «βήμα προς την επίτευξη της ενότητας με ολόκληρο το σύμπαν, ή moksha («η ευδαιμονία του διαφωτισμού»)», ενώ οι Έλληνες θεωρούν το γυμνό ως βάση και έκφραση της ολότητας του ατόμου και της κοινωνίας των πολιτών. Οι Έλληνες δίνουν, έτσι, μεγαλύτερη έμφαση στη διασκέδαση, τη μουσική, το χορό και τη σωματική ευχαρίστηση.

«Ίσως η μεγαλύτερη αξία που και οι δύο ομάδες είχαν κοινή», συνεχίζει ο Levalley, «… ήταν η ένωση του ινδικού ασκητισμού και των Ελλήνων αθλητών με την ιδέα της ειρήνης».[13] Η βάση για την Ολυμπιάδα, για παράδειγμα, ήταν να φέρει σε επαφή εχθρικές Ελληνικές πόλεις-κράτη για τον ειρηνικό συναγωνισμό και τη φιλία, ενώ οι Jains, από την πλευρά τους, ασκούσαν τη μη βία (ahimsa) και τη χορτοφαγία. Ως σήμερα, μερικοί Jains κρατούν αυτές τις αρχές σε μια ακραία μορφή, φορώντας πάντα στη μύτη και το στόμα μάσκες, ώστε να προστατεύονται τα έντομα από την τυχαία παγίδευση. Ο Γκάντι βάσισε το πολιτικό και κοινωνικό κίνημα μεταρρύθμισης σε αυτή την πρακτική των Jains της μη βίας (ahimsa).

Κατά τη διάρκεια της Βρετανικής κατοχής της Ινδίας, η πρακτική της γύμνιας τους είχε σε μεγάλο βαθμό περιοριστεί. Ωστόσο, τώρα που υπάρχει μια ανεξάρτητη Δημοκρατία της Ινδίας, οι Jains μπορούν και πάλι απρόσκοπτα να ασκούν την θρησκευτική πρακτική της γύμνιας. Στην Ινδία σήμερα, μερικές γυναίκες έχουν ενταχθεί επίσης στις τάξεις των γυμνών ασκητών Jains.

Οι Σακκά, μια αίρεση Hindu της Ινδίας, έχουν μεταδώσει τις δικές τους παραδόσεις για το γυμνό στη σύγχρονη Ινδία μέσα από τις χιλιάδες των γυμνών γλυπτών που παραμένουν στους τοίχους της πόλης Khajurako. Χτισμένος περίπου το 1000 μ.Χ., ο ναός στο Khajurako προβάλλει τις αξίες των Σακκά στον σύγχρονο επισκέπτη με μια αμεσότητα που δεν αφήνει τίποτα στη φαντασία. «Δεκάδες χιλιάδες μορφές ανθρώπων και ζώων χορεύουν χαρούμενα πάνω και γύρω από την πρόσοψη των κτιρίων αυτών… Οι βασιλιάδες και οι κοινοί άνθρωποι απεικονίζονται σε χαρούμενη σεξουαλική ένωση, εντελώς γυμνοί εκτός από τα κοσμήματα που φορούν –χάντρες, βραχιόλια– και από την υπόλοιπη διακόσμηση… Η ομορφιά του σώματος εξυψώνεται, αλλά επιδεικνύεται κιόλας. Και, εφ’ όσον η σεξουαλική λειτουργία είναι κι αυτή μέρος του σώματος, εξυψώνεται και αυτή».[14]

Ο ναός Khajurako δεν αποτελεί μεμονωμένο παράδειγμα μεγάλης ανοχής στον γυμνισμό στην αρχαία Ινδία. Άλλοι ινδικοί ναοί, όπως τα ιερά στην Konarak και την Ellora, εμφανίζουν επίσης άκρως ρεαλιστικά ερωτικά γλυπτά. Οι παραστάσεις αυτές, προφανώς, δεν θεωρούνταν άσεμνες από τους ανθρώπους που έζησαν την εποχή που δημιουργήθηκαν. Η αμεσότητα της όψης τους και η τοποθέτησή τους σε κεντρικούς δημόσιους χώρους δείχνει ότι ήταν ένα ουσιαστικό μέρος της ζωής της κοινότητας, μέρος του ιστού της κοινωνικής, εκπαιδευτικής και θρησκευτικής ζωής τους.

Ο ιστορικός τέχνης Mulk Raj Anand συζητά σχετικά με αυτά τα δημόσια ερωτικά γλυπτά στο βιβλίο του Kama Kala, για να εξηγήσει τις διαφορές μεταξύ ανατολικής και δυτικής νοοτροπίας σχετικά με το ανθρώπινο σώμα και τη σεξουαλικότητα. Μιλώντας για αυτόν τον εορτασμό της ζωής, λέει: «Υπάρχει μια αμοιβαία απόλαυση που δεν προκαλεί γέλιο, αλλά ευλάβεια… η λατρεία του ήλιου εκδηλωνόταν με την ενέργεια που φέρνει τα ανδρόγυνα μαζί… Οι ανδρικές και γυναικείες μορφές εκφράζουν έτσι την δυαδικότητα που επιθυμεί ο Ανώτατος Θεός, τα γήινα σύμβολα της ανδροπρέπειας και της αναπαραγωγής. Και ακριβώς όπως η ανθρώπινη αγάπη μας θεωρείται σύμβολο της μεγάλης αγάπης του Ανώτατου Θεού, έτσι η χαρά της φυσικής Ένωσης εκφράζει την απεριόριστη χαρά της θεότητας στη δημιουργία».[15]

Ο Mulk Raj Anand σημειώνει ότι το σεξ έχει οδηγηθεί σε «κρυμμένες γωνιές» στη δύση. Πιστεύει ότι οι σύγχρονες τάσεις της σεμνοτυφίας που προέρχονται από τη δυτική θρησκευτική διδασκαλία είναι ένα ατυχές μέρος του δυτικού πολιτισμού γενικότερα και δεν επιτρέπουν την απόλαυση ή την ανοιχτή συζήτηση για την τρυφερότητα της πρακτικής της συνουσίας.

Ενώ οι σύγχρονοι ινδοί ξεναγοί δεν μπορούν να αποφύγουν να δείχνουν αυτά τα γυμνά γλυπτά του Khajurako, της Konarak και της Ellora σε τουρίστες από άλλες χώρες, έχει αναφερθεί από πολλούς παρατηρητές ότι δεν είναι άνετοι με αυτό. Είναι προφανές ότι η ελευθερία του σώματος που απεικονίζεται στη δημόσια τέχνη των αρχαίων ναών δεν έχει ενσωματωθεί στον δυτικόστροφο τρόπο ζωής της σύγχρονης Ινδίας.

(Συνεχίζεται)

[1] Anthony J. Papalas, «Ελληνική Στάση Απέναντι στο Γυμνό», Γυμνή Περιπέτεια # 13 (Λος Άντζελες: Elysium, Inc, 1967).

[2] Paul LeValley, «Αρχαία Ινδία» Ντυμένοι με τον Ήλιο, Vol.6.4 (Oσκός, Ουισκόνσιν: The Naturists, Inc, Χειμώνας, 1986-1987).

[3] Papalas, όπ. προηγ.

[4] Lynn Poole and Gray Pool, Ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων (New York: Ivan Obolensky Publishers, 1963).

[5] Στο ίδιο.

[6] Papalas, όπ. προηγ.

[7] Poole, όπ. προηγ.

[8] LeValley, όπ. προηγ.

[9] Henry deHoratey, όπ. προηγ.

[10] LeValley, όπ. προηγ.

[11] Στο ίδιο.

[12] Στο ίδιο.

[13] Στο ίδιο.

[14] Murray Wren, «Η Κοινωνική Ιστορία υπό το Πρίσμα των Γυμνιστών», Γυμνή Περιπέτεια # 9 (Λος Άντζελες: Elysium, Inc, 1966).

[15] Mulk Raj An and, Kama Kala (Nagel Publishers, 1959), (από μια κριτική βιβλίου στην Evergreen Review για την οποία γίνεται αναφορά στη Γυμνή Ζωή # 2), (Λος Άντζελες: Elysium, Inc, 1961).

 

Both comments and trackbacks are currently closed.