ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΡΧΙΚΗΣ ΘΕΩΡΗΣΗΣ: Κράτος, έθνος, πατρίδα, πατριωτισμός

«Οι αναρχικοί, δεν είναι ένα απλό όνομα ή μια ταμπέλα μέσα στον κοινωνικό χώρο. Όσοι αποφασίζουν να ακολουθήσουν το δρόμο του αγώνα και της πάλης για την αναρχία θεωρούν πως έχουν επιφορτιστεί με συγκεκριμένες ευθύνες, τόσο αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά. Ας το επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά. Η απελευθέρωση των ανθρώπων δεν είναι ένα νεανικό παιχνιδάκι. Ούτε ένα γεροντικό καπρίτσιο. Πολύ περισσότερο δεν είναι η εκτόνωση κάποιων θυμωμένων για τη θέση που τους επιφύλαξε το σύστημα κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης. Αυτή η υπεύθυνη στάση των αναρχικών έρχεται να καθορίσει τη διαρκή αναζήτηση, την επίμονη προσπάθεια, το ξεκαθάρισμα απόψεων, την εμβάθυνση και την διάδοση των λειτουργικών εμπειριών, το κόψιμο των οποιωνδήποτε ορατών ή αόρατων δεσμών με τις εξουσιαστικές ιδεολογίες και πρακτικές. Πρόκειται για όλα αυτά τα συστατικά που συμπεριλαμβάνονται στην Αναρχική Θεώρηση».
(Γιώργος Βλασσόπουλος, Μάρτιος 2009, Περί πράξης ή οι παρενέργειες του ακτιβισμού)

Η έννοια πατρίδα και πατριωτισμός δίνουν μια ψεύτικη αίσθηση ιδιοκτησίας σε σχέση με τον χώρο ή την περιοχή που γεννιούνται κάποιοι άνθρωποι, έννοιες οι οποίες, δυστυχώς, συγχέονται με το φυσιολογικό δέσιμο μ’ έναν ορισμένο τόπο, την αγάπη και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, τις μνήμες, τα συναισθήματα, τις ανθρώπινες σχέσεις και τους ισχυρούς δεσμούς που αναπτύσσονται στο πέρασμα του χρόνου. Πρόκειται για έννοιες που αποσυνδέουν τους ανθρώπους από τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες και επιθυμίες με τέτοιο τρόπο, ώστε να οδηγούμαστε στην ταύτιση και ενοποίηση των συμφερόντων καταπιεστών και καταπιεζόμενων, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων. Ως γνήσιος πατριωτισμός θεωρείται η συνειδητή σύμπραξη με το πολιτικό σώμα, αλλά και η προσκόλληση στα προγονικά επιτεύγματα, καθώς και η μετάδοσή τους στις επόμενες γενεές.

Οι υποτελείς, όμως, δεν επιλέγουν και δεν αποφασίζουν για τις ζωές τους, δεν ζουν σε συνθήκες ελευθερίας, αλλά, αντίθετα, σε συνθήκες καταδυνάστευσης. Αυτές τις συνθήκες διασφαλίζει το κράτος ως, πρωτίστως, εκείνο το σύστημα θεσμών και μηχανισμών, που διαχωρίζονται από την υπόλοιπη κοινωνική ζωή με σκοπό να επιβάλλουν την τήρηση της τάξης.

Έθνος θεωρείται, σε γενικές γραμμές, μια κατάσταση με βάση την οποία επιχειρείται να προσδιοριστεί ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων, οι οποίοι τρέφουν αισθήματα συμπάθειας και αλληλεγγύης σύμφωνα με κάποια κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, είτε υπαρκτά είτε επινοημένα· μια κοινότητα χαρακτήρα η οποία υποστηρίζεται ότι πηγάζει από μια κοινότητα πεπρωμένου. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα άθροισμα ανθρώπων το οποίο στην πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη ανομοιογένεια (γένος, φυλή, γλώσσα κ.ά.). Προκειμένου, μάλιστα, να διαχωριστεί ή, όπως γίνεται συνήθως, να κατοχυρωθεί η διαφοροποίησή του από ένα άλλο μεγάλο σύνολο ανθρώπων, αναζητείται ένα κοινό στοιχείο που πιθανόν υπάρχει μέσα σ’ αυτό ή κατασκευάζεται.

Όπως έχουμε γράψει παλαιότερα, «Άσχετα, λοιπόν, από τα όσα προσπαθούν να υποστηρίζουν και να κάνουν θεωρίες, οι διάφοροι υποστηρικτές της ιδεολογίας της κυριαρχίας, το έθνος στην πραγματικότητα είναι ένα λάστιχο που τεντώνεται ή μαζεύεται ανάλογα με τα συμφέροντα των κατασκευαστών και χειριστών του. Θα πρέπει ακόμα να τονιστεί πως δεν έχει καμία σημασία, στη βάση και την προοπτική της κοινωνικής κι ατομικής απελευθέρωσης, η αποδοχή και αναγνώριση της έννοιας του έθνους. Το έθνος σαν μια ακαθόριστη συνεύρεση μεγάλων και ανομοιογενών μεταξύ τους ομάδων ανθρώπων δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνο του στοιχείο αντιπαλότητας. Η αντιπαλότητα του «έθνους», ενεργοποιείται μέσω της τεχνικής της κυριαρχίας, της πολιτικής» (Αναρχική Θεώρηση, τχ. 8-9, Εθνικισμός, Διεθνισμός, Αντιεθνικισμός, Ιούνιος 1994).

Ο εθνικισμός είναι εκείνη η ιδεολογία, που ενσαρκώνει την πολιτική αυτονομία της μοναδικότητας ενός έθνους, μιας υποτίθεται άφθαρτης και αιώνιας οντότητας, ενώ η απουσία του από την ιστορία εμφανίζεται ως αποτέλεσμα ενός λήθαργου, που προκαλείται ή ενθαρρύνεται από τους εχθρούς του. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, «τα έθνη μπορεί να έχουν διανύσει μια μακραίωνη ιστορία, πριν φθάσουν στον προορισμό τους –δηλαδή το σχηματισμό τους σε κράτη». Μ’ άλλα λόγια, με τον τρόπο αυτό υποδεικνύεται ευθέως, ότι αυτή η προ-κρατική περίοδος είναι στην πραγματικότητα «προ-ιστορική» και από την σκοπιά αυτή φαίνεται πως η αληθινή ιστορία του έθνους αρχίζει μόνον όταν αυτό αποκτήσει το κράτος του. Το ψεύδος είναι ολοφάνερο, καθώς ταυτόχρονα (!!!) αναγνωρίζεται μια «προ-πολιτική» ενότητα και ομοιογένεια, αλλά και πεποίθηση ότι το έθνος υφίσταται χάριν της μοναδικής του πολιτισμικής ταυτότητας, η οποία μάλιστα είναι ασυμβίβαστη προς όλες τις υπόλοιπες. Η προβολή μιας αδιαίρετης έννοιας του έθνους, παρ’ ότι θεωρείται αδιαμφισβήτητη, την ίδια στιγμή κλονίζεται από την παραδοχή ότι αυτό που το έθνος «ήταν» μπορεί να μην ταυτίζεται με αυτό που «είναι», αλλά ο αγώνας θ’ αποδείξει την συγγένεια τους και θα εξασφαλίσει την ενότητα τους με αυτό που «θα είναι».

Πρέπει να τονίσουμε, σ’ αυτό το σημείο, την λειτουργική θέση που κατέχει για κάθε εθνικισμό το ανακατασκευασμένο παρελθόν, καθώς όχι μόνο ορίζει την έννοια του έθνους στο χρόνο ανακαλώντας συνεχώς και αναπλάθοντας το «περασμένο μεγαλείο», αλλά συντείνει στην προβολή του έθνους στο μέλλον.

Αυτή ακριβώς η «μυθική» λειτουργία είναι μια κατ’ εξοχήν δυναμική λειτουργία, δεν την χαρακτηρίζει ούτε η απάθεια ούτε η αδράνεια. Η εθνικιστική ιδεολογία είναι μια ιδεολογία σε κίνηση, γεγονός που δεν πρέπει ούτε να υποτιμούμε ούτε να υποβιβάζουμε. Η νοσταλγία παρακινεί σε δράση, οι χρόνοι συγχωνεύονται, το ίδιο και οι κώδικες συμπεριφοράς, οι «αλήθειες» του εθνικισμού θεωρούνται δεδομένες και εδραιώνουν την έλευση του μέλλοντος εφ’ όσον το εθνικιστικό σώμα βρίσκεται σε δράση.

Αυτή ακριβώς η παρακίνηση σε δράση συμπλέκεται με την προσήλωση στο εξειδικευμένο παρελθόν, στην παραδοσιακή τάξη πραγμάτων, την νοσταλγία και την εξαφανισμένη ασφάλεια που, εννοείται,  παρείχε η παραδοσιακή κοινότητα.

Ορίζεται, όμως, και πως ορίζεται η «παράδοση» ως υπαρκτή ή ζώσα κατάσταση και όχι ως έννοια ή μνήμη ή νοητική εικόνα; «Η παράδοση θα μπορούσε σχηματικά να οριστεί ότι είναι η απεριόριστη και αυθόρμητη επανάληψη πράξεων, που νομιμοποιούνται και επικυρώνονται το ίδιο αυθόρμητα και φυσικά, επειδή ακριβώς η ανέκαθεν ισχύς τους δεν έχει αμφισβητηθεί. Η υπέρβαση της παράδοσης (η απέκδυση, δηλαδή, του παραδοσιακού χαρακτήρα της κοινωνίας) αρχίζει όταν η παράδοση γίνεται αντιληπτή ως παράδοση. Η παράδοση υπάρχει ως κυρίαρχη κατάσταση μόνον σε εκείνες τις κοινωνίες στις οποίες εκλαμβάνεται με απλό και ασύνειδο τρόπο ότι είναι η προαιώνια και αδιαφιλονίκητη τάξη πραγμάτων. Αλλά η αναδρομική συμπύκνωση αντιλήψεων και πράξεων (ιδεών, ηθών, εθίμων, στάσεων, ενεργειών, κ.λπ.) ως συστατικών της παράδοσης, ο ίδιος ο χαρακτηρισμός ως παραδοσιακών, σημαίνουν αυτόματα πως η ζώσα παράδοση έχει πλέον χάσει την ισχύ της ως το μόνο και αποκλειστικό κριτήριο για την νομιμοποίηση της κοινωνικής ζωής» (Παντελής Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία, Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Παράδοση και εκσυγχρονισμός).

Πράγματι, λοιπόν, η εμφάνιση και η απήχηση του φαινομένου του εθνικισμού κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες δεν μπορεί παρά να ειδωθεί και υπό το πρίσμα της πολυεπίπεδης εκσυγχρονιστικής διαδικασίας.

Η εμφάνιση του εθνικισμού τον 18ο και 19ο αιώνα, ιστορικά, όχι μόνον συνέπεσε αλλά και συμπορεύτηκε με τα αιτήματα για λαϊκή κυριαρχία και ανθρώπινα δικαιώματα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης, κατορθώνοντας, ως αρχή των ομοιογενών πολιτισμικών οντοτήτων (ως θεμελίων της πολιτικής εξουσίας), να αποκτήσει κρατική οντότητα.

Δεν έχουμε αυταπάτες.

Η διαβρωτική δύναμη του εθνικισμού παραμένει τεράστια. Παρά το ότι στηρίζεται ολοφάνερα στο ψεύδος μιας ιδεολογίας, που εμφανίζει τα έθνη να προϋπάρχουν και να αφυπνίζονται για να εδραιωθούν σ’ ένα ήδη ανεξάρτητο κράτος ή να συγκροτηθούν σε κράτος. Παρά το ότι η υποχρεωτική πολιτισμική ενότητα αρχόντων και αρχομένων μοιάζει αδιανόητο να βρίσκεται στα μυαλά και στις καρδιές των ανθρώπων, οι προφήτες του εθνικισμού εξακολουθούν να βρίσκουν ευήκοα ώτα.

«Δεν υπάρχει τίποτα πιο παράλογο και συνάμα πιο βλαβερό, πιο θανατηφόρο για τον λαό από το να υποστηρίζει την πλασματική αρχή της εθνικότητας, σαν το ιδανικό όλων των λαϊκών πόθων», ανέφερε ο Μιχαήλ Μπακούνιν δείχνοντας τον δρόμο της εγκατάλειψης μια για πάντα της ψευδούς αρχής της εθνικότητας, που επινοήθηκε, όπως έλεγε, με σκοπό να συντριβεί η κυρίαρχη αρχή της ελευθερίας.

Η εθνική ομογενοποίηση, η κατασκευή μιας εθνικής ιστορίας, η ιστορία μιας αιώνιας εθνικής υπόστασης οφείλει να εδαφικοποιείται, και τα σύνορα περιφράσσουν πρώτα απ’ όλα αυτό το «έδαφος», από το οποίο αποκλείονται τα «ξένα» σώματα. Μικρή σημασία έχει εάν τα σύνορα τα υπερασπίζονται επιθετικοί ή, οι λεγόμενοι, ήπιοι εθνικισμοί. Ούτε το γεγονός αυτό αναιρείται από την χαλάρωση των κριτηρίων εθνικής ένταξης χάριν της πολυπολιτισμικότητας ή όταν, λόγου χάριν, ορισμένα κριτήρια, όπως η γλώσσα ή το χρώμα του δέρματος, παραμερίζονται.

Το πρόβλημα του εθνικισμού σαφώς ανακύπτει μόνον όταν τα κράτη θεωρούνται δεδομένα και απαραίτητα: «Πρέπει, λοιπόν, να υπογραμμίσουμε ότι το πρόβλημα του εθνικισμού κατά κανόνα ανακύπτει μόνο σ’ έναν κόσμο στον οποίο τα κράτη θεωρούνται δεδομένα και απαραίτητα, κι αυτό είναι κάτι που δεν ισχύει για όλη την ανθρωπότητα. Εάν όμως το κράτος δεν είναι οικουμενικό φαινόμενο, σίγουρα ούτε ο εθνικισμός είναι. Απλούστατα δεν ισχύει η θέση ότι οι άνθρωποι σ’ όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους, ήθελαν τα σύνορα των κοινωνικών μονάδων να συμπίπτουν με τα σύνορα των πολιτισμών ή, για να το πούμε κατά το πλησιέστερο προς το δικό τους ύφος, ότι ήθελαν να είναι με τους δικούς τους, αποκλείοντας τους «άλλους». Αντίθετα, οι άνθρωποι παρά πολύ συχνά έζησαν σε μονάδες οι οποίες παραβίαζαν αυτή την αρχή και στις περισσότερες περιπτώσεις αποδέχθηκαν αυτή τη παραβίαση χωρίς διαμαρτυρία ή αντίσταση, χωρίς μάλιστα καμία επίγνωση ότι παραβίαζαν μια ζωτική, υποτιθέμενα  οικουμενική αρχή» (Ernest Gelner, Εθνικισμός, Πολιτισμός, Πίστη και Εξουσία).

Οφείλουμε να είμαστε ξεκάθαροι.

Για εμάς δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί» εθνικισμοί, βλαβερές και «αβλαβείς» εθνικιστικές αξιώσεις και αιτιάσεις, και ως εκ τούτου δεν δεχόμαστε την μαρξική θέση περί της εμφάνισης του εθνικισμού ως μέρος «της κίνησης της ιστορίας» και ως «αναγκαίο στάδιο στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας»: «[…] μια που το προλεταριάτο πρέπει πριν απ’ όλα να πάρει την πολιτική εξουσία, να υψωθεί σε εθνική τάξη και να συνταχθεί ακόμα σε έθνος, μένει και το ίδιο ακόμα εθνικό, όχι βέβαια με το νόημα που δίνει στη λέξη τούτη η αστική τάξη» (Κομμουνιστικό Μανιφέστο).

Η διγλωσσία, βέβαια, είναι δεδομένη, όταν χρειάζεται να πεισθούν ορισμένοι δύσπιστοι. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση συντείνει η τεχνητή διάκριση, που διαφοροποιεί τον εθνικισμό από τον πατριωτισμό, σύμφωνα με την οποία ο πατριωτισμός εκφράζει τον λαό ή την εργατική τάξη, ενώ ο εθνικισμός εκφράζει την αστική τάξη ή την άρχουσα τάξη κλπ.

Σημασία, λοιπόν, από αναρχικής σκοπιάς, δεν έχει ο αγώνας ενάντια σε ένα επιμέρους στοιχείο της ιδεολογίας της κυριαρχίας (τον εθνικισμό ή το μιλιταρισμό), σε μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή των κυρίαρχων, αλλά στο σύνολο των δομών και θεσμών, ειδάλλως άθελα μας παίρνουμε μέρος στην ενδοεξουσιαστική διαπάλη για το λύσιμο διαφορών ή την διευθέτηση αντιθέσεων, οι οποίες δεν μας αφορούν. Άλλο τόσο δεν μας αγγίζουν οι προτροπές για «κοινωνική ειρήνη» λόγω «εθνικών κινδύνων», ούτε φυσικά τα γενικά και αόριστα κελεύσματα για «ειρήνη».

Δεν πολεμούμε, λοιπόν, τις ακραίες εκδοχές του εθνικισμού, για να αποδεχθούμε τις «αβλαβείς» του όψεις (π.χ. του θεσμικού πατριωτισμού), για να δικαιολογήσουμε ή να υπερασπιστούμε το δικαίωμα της «αυτοδιάθεσης και αυτοκαθορισμού των λαών» και το δικαίωμα ύπαρξης ή συγκρότησης νέων κρατών σ’ έναν κόσμο εθνών-κρατών.

Μ’ άλλα λόγια, δεν έχει σημασία εάν το δηλητήριο του εθνικισμού χύνεται σε «μικρές» ή μεγάλες δόσεις, ούτε με ποιες προθέσεις, αλλά οι καταστροφικές συνέπειες για τις κοινωνίες εξαιτίας της αφοσίωσης προς αυτόν.

Μπορεί, όπως λέγεται, η εθνικιστική ιδεολογία να υποφέρει από μια διάχυτα ψευδή συνείδηση, μπορεί οι μύθοι της να αντιστρέφουν κατάφωρα την πραγματικότητα, αλλά η επιρροή της παραμένει τεράστια, ακόμη και εκεί που φαντάζει έωλη.

Οι ένθερμοι θιασώτες της «Παγκοσμιοποίησης» ανησυχούν τάχα για τα «προβλήματα» που προκαλούν οι προστατευτισμοί του αποκαλούμενου νέο-εθνικισμού, που υποτίθεται έρχεται σε αντίθεση, λόγου χάριν, με την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τη θέσμιση ευρωπαϊκής υπηκοότητας, τη συγκρότηση ευρωπαϊκής συνείδησης, ευρωπαϊκής ταυτότητας, ενός κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού με κοινές παραδόσεις, ρίζες, αξίες, σύμβολα, κοινό προορισμό, κοινή πνευματική κληρονομιά κ.ο.κ.. «Ποιος θα πεθάνει για την Ευρώπη», αναρωτιούνται, εάν δεν αφομοιωθεί η «νέα ευρωπαϊκή ταυτότητα»;

Μ’ άλλα λόγια, όχι μόνον δεν εξοβελίζονται τα βασικά γνωρίσματα του εθνικισμού, όπως η αφοσίωση και η ταύτιση, αλλά ακριβώς στα εθνικιστικά πρότυπα αναζητείται η συνέχεια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στην εθνικιστική διαδικασία αναζητείται η εξέλιξη, ενώ χαρακτηριστικό είναι το επιχείρημα περί δημιουργίας ευρωστρατού, ο οποίος θα εξασφαλίσει και θα επιταχύνει την πολιτική ολοκλήρωση ακριβώς στα πρότυπα συγκρότησης ενός εθνικού κράτους.

Διαρκής κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενδυνάμωση της εθνικής αφήγησης, κοινωνική πειθάρχηση

Η πρόσφατη κρατική διαχείριση της υγειονομικής «κρίσης» είναι αναμφισβήτητα διδακτική. Η εθνική αφήγηση των όρων διαχείρισης συμπλέχτηκε με τις κατευθυντήριες γραμμές υπερεθνικών οργανισμών (ΠΟΥ, ΕΕ κ.ά.) με μοναδικό τρόπο. Η κήρυξη ενός παγκόσμιου πολέμου ενάντια στον «αόρατο εχθρό» (covid-19) επέτρεψε ταυτόχρονα την κήρυξη ενός παγκόσμιου στρατιωτικού νόμου, τον ταυτόχρονο εγκλεισμό δισεκατομμυρίων ανθρώπων με δυστοπικούς όρους, ένα πείραμα μαζικής πειθάρχησης, δίχως προηγούμενο, με κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής να επηρεάζεται με πρωτόγνωρο τρόπο.

Η επικαιροποίηση της κήρυξης ενός παγκόσμιου πολέμου μ’ αφορμή την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ξεκαθάρισε, πρώτα απ’ όλα, ότι οι πολεμικές κοινωνίες θα παραμείνουν ως τέτοιες επ’ αόριστον, εν όσω εξελίσσεται η παγκοσμιοποιημένη «νέα κανονικότητα» αλληλοδιαδεχόμενων και αλληλοσυμπλεκόμενων «κρίσεων» υγειονομικών, ενεργειακών, επισιτιστικών, πολεμικών, προσφυγικών, πληθωριστικών κ.ο.κ.. Η ψηφιακή επιτήρηση μπορεί να μην ανακαλύφθηκε τώρα, ωστόσο η γιγάντωσή της είναι η νέα κανονικότητα. Οι αμφισβητίες έχουν το στίγμα του χειρότερου εχθρού, του χειρότερου προδότη, αφού απεκδύονται τον μανδύα της συγκατάβασης και της δουλοφροσύνης.

Η καπιταλιστική κρεατομηχανή δούλευε πάντα, αλλά, τώρα πια, ποιος θα έχει την έγνοια για τους «αναλώσιμους» του χθες, αφού δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα ούτε για πολλούς από τους μέχρι πρότινος, με κάθε τρόπο, βολεμένους;!…

Αυτή ακριβώς η διαρκής κατάσταση συναγερμού, η συνεχής επιφυλακή για να αντιμετωπισθεί το χειρότερο, η κοινωνική εμπέδωση της «αναγκαιότητας» του πολέμου ανεξάρτητα από το κόστος, απαιτεί την εθνική ομοψυχία, πρώτα απ’ όλα, για την διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης και της διαφύλαξης του πολιτισμικού παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος για τις κοινωνίες και τους πληθυσμούς της Δύσης.

Αυτή ακριβώς η πολιτισμική επιβίωση, που προβάλλεται ως ζήτημα ζωής και θανάτου, αποδεικνύεται δήθεν από την προβολή στοιχείων πολιτισμικής αντίθεσης Δύσης και Ανατολής. Η άνευ προηγούμενου εκστρατεία αποβολής της Ρωσίας από τον ευρωπαϊκό χώρο, πρώτα απ’ όλα, διεξάγεται σ’ αυτό το πεδίο.

Συσπείρωση Αναρχικών

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.231, Νοέμβριος 2022

Both comments and trackbacks are currently closed.