Tag Archives: κοινωνία

Ἡ «ἀναρχικὴ κοινωνία»

Ἕνα καταφανῶς «εὔκολο» συμπέρασμα εἶναι ἡ μορφὴ –ἀλλὰ καὶ τὸ περιεχόμενο– τὸ ὁποῖο θὰ ἀναδειχθῆ μετὰ τὴν δημιουργία συνθηκῶν ἀναρχικῆς διαβιώσεως τῶν ἀνθρώπων. Τὰ ἀνοικτὰ ζητήματα καθ’ ὅσον αφορᾶ τὴν μορφὴν καὶ τὸ περιεχόμενο αὐτὴς τῆς ἐπερχομένης καταστάσεως εἶναι ἀρκετὰ. Δὲν εἶναι, ὅμως, ἀδύνατη ἡ διερεύνησίς τους παρὰ τὶς σκιὲς οἱ ὁποῖες ρίπτονται ἀπὸ τὶς, πολύχρονες μὲν ἐπιπόλαιες δέ, καθ’ ἕξιν καὶ ὄχι κατ’ οὐσίαν τοποθετήσεις ἐπ’ αυτῶν.

Δὲν εἶναι πρόθεσις τοῦ παρόντος κειμένου νὰ δώση ἀπαντήσεις καὶ λύσεις. Αυτὲς θὰ δωθοῦν ἀπό ἀνθρώπους προσηλωμένους στὰ ἀναρχικὰ ἰδεώδη μέσα ἀπὸ συλλογικὲς προσπάθειες κατὰ τὴν πορεία ἐλευθερώσεως. Βεβαίως, γιὰ νὰ καταστῆ δυνατὸ νὰ εὐοδωθῆ αὐτὴ ἡ πορεία ἀπαιτεῖται νὰ ὑπάρχουν σταθερὲς βάσεις, σαφεῖς σκέψεις καὶ μὴ αντιφατικὲς διεργασίες ἐπειδὴ τὸ ἀντιφατικὸ ἔρχεται συνήθως νὰ ἀνατρέψη ὄχι ἁπλῶς μόνον ἕνα τμῆμα, ἀλλά νὰ συμπαρασύρη καὶ τὸ συνολικό οἰκοδόμημα. Ἂς κρατηθῆ αὐτὴ ἡ εἰκόνα τοῦ καταρρέοντος οικοδομήματος διότι μέσω αὐτῆς θὰ γίνη κατανοητὸ τὸ περιεχόμενο τῶν ὅσων πρόκειται νὰ ἀναπτυχθοῦν ἐν συνεχεία.

Συνέχεια

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΡΧΙΚΗΣ ΘΕΩΡΗΣΗΣ: Κοινωνία, κοινότητα, κράτος και ανεξούσια οργάνωση και συμβίωση

«Οι αναρχικοί, δεν είναι ένα απλό όνομα ή μια ταμπέλα μέσα στον κοινωνικό χώρο. Όσοι αποφασίζουν να ακολουθήσουν το δρόμο του αγώνα και της πάλης για την αναρχία θεωρούν πως έχουν επιφορτιστεί με συγκεκριμένες ευθύνες, τόσο αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά. Ας το επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά. Η απελευθέρωση των ανθρώπων δεν είναι ένα νεανικό παιχνιδάκι. Ούτε ένα γεροντικό καπρίτσιο. Πολύ περισσότερο δεν είναι η εκτόνωση κάποιων θυμωμένων για τη θέση που τους επιφύλαξε το σύστημα κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης. Αυτή η υπεύθυνη στάση των αναρχικών έρχεται να καθορίσει τη διαρκή αναζήτηση, την επίμονη προσπάθεια, το ξεκαθάρισμα απόψεων, την εμβάθυνση και την διάδοση των λειτουργικών εμπειριών, το κόψιμο των οποιωνδήποτε ορατών ή αόρατων δεσμών με τις εξουσιαστικές ιδεολογίες και πρακτικές. Πρόκειται για όλα αυτά τα συστατικά που συμπεριλαμβάνονται στην Αναρχική Θεώρηση».
(Γιώργος Βλασσόπουλος, Μάρτιος 2009, Περί πράξης ή οι παρενέργειες του ακτιβισμού)

Η διάκριση και η αποσαφήνιση εννοιών, πιστεύουμε πως είναι μια σημαντική διεργασία, που συμβάλλει στην ατομική και συλλογική ανάπτυξη της απελευθερωτικής πορείας. Δεν είναι, λοιπόν, ζήτημα «καθαρότητας», αλλά μια προσπάθεια επίγνωσης των διαφόρων στοιχείων, που ατομικά και συλλογικά κατακλύζουν και με διάφορους τρόπους αφορούν την καθημερινότητά μας. Η συσκότιση, το πασάλειμμα και η μαζικοποίηση είναι χαρακτηριστικές πρακτικές της εξουσίας για να διατηρηθεί μια πραγματικότητα, που βασίζεται στην ταχύτητα, στην απουσία σκέψης και τελικά στην καθίζηση κάθε εξέλιξης της απελευθερωτικής προοπτικής, συλλογικής και ατομικής.

Αυτή η λογική διαπερνάει ακόμα και κομμάτια της κοινωνίας, που υποτίθεται, πως είναι ενάντια σε κράτος και εξουσία.

Συνέχεια

Για μια ουτοπική κοινωνία

Τα σημάδια είτε σωματικά είτε ψυχικά διεγείρουν τις αναμνήσεις και μας προστατεύουν από την επανάληψη των αιτιών εκείνων που μας οδήγησαν εκούσια ή ακούσια στο βωμό της λογικής και της εξάρτησής μας από άτομα και προκαταλήψεις που δεν ευσταθούν σε συναισθηματικό επίπεδο παρά μόνο στη σφαίρα του παραλογισμού υπέρ της επιβαλλόμενης έννομης τάξης και ζωής που ασκείται στον άνθρωπο πιέζοντάς τον σε καταστάσεις καταστολής του ίδιου του του εαυτού ή ακόμη και των οικείων του.

Οι ατομικές εξεγέρσεις συμβάλλουν στην κατάλυση κάθε κοινωνικής υποταγής. Ξεκινάμε από κάπου για να φτάσουμε κάπου και στη διαδρομή συνειδητοποιούμε πως δεν υπάρχει συγκεκριμένο σημείο που να ικανοποιεί την περιέργειά μας ή να καταστεί αρκετό ώστε να κορέσει την όρεξή μας για περιπέτεια. Η παραίτησή μας από την ικανοποίηση υλικών ή πνευματικών απολαύσεων θα χαρακτηριζόταν ως άρνηση της μη υποφερτής ζωής μας ή ακόμη και το αντίθετο: ως αποδοχή μιας θλιβερής πραγματικότητας την οποία βιώνουμε και από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε.

Υπάρχει τρόπος να ξεφύγει κανείς από τη φτώχεια και τον έλεγχο της ζωής του από παράγοντες άυλους; Πώς άραγε να νιώθει ένας άνθρωπος που καθημερινά έχει να αντιμετωπίσει από τη μία την ανάγκη να δουλέψει για να επιβιώσει και από την άλλη τα δεσμά ενός προγράμματος που του επιβάλλανε χωρίς καν να ερωτηθεί; Πόσο άδικο αλήθεια να προσφέρεις και να μην αναγνωρίζεσαι. Χαρακτηρίζοντας έναν χώρο ως κίνημα αυτομάτως ο πρώτος συνειρμός έχει να κάνει με την κίνηση, επομένως τη ζωή. Στη μακρόχρονη πορεία της ζωής μας συναντούμε άτομα που ενώ διακηρύττουν την ελευθερία και αναγνωρίζονται ως κύριοι εκφραστές και υποστηρικτές της παρατηρούμε πως με την πάροδο των χρόνων αρκετοί από αυτούς «μεταφέρουν» τις απόψεις τους ξανά μέσα σε αυστηρούς ιδεολογικούς κλωβούς επιχειρηματολογώντας πως με αυτό τον τρόπο θα προσελκύσουν κι άλλους «οπαδούς» στον κινηματικό χώρο. Από πότε η ιδεολογία της αναρχίας επιζητά οπαδούς κι όχι συντρόφους; Ή ακόμα καλύτερα, εραστές της αναρχίας; Άτομα που με τις πράξεις τους από τις πιο απλές έως τις πιο δύσκολες αναμορφώνουν μέρα με τη μέρα την ουσία, περιβάλλοντας με αγάπη την οποιαδήποτε κοινή σκέψη γύρω από την αναρχία. Τι σημαίνει τελικά για τον καθένα μας η αναρχία και πώς ολοκληρώνεται πέρα από τη θεωρία; Αρκετοί αρκούνται στη θεωρία φροντίζοντας επιδεικτικά να απέχουν παρασάγγας από την πρακτική εφαρμογή ή υλοποίηση των στόχων. Δεν θα προέτρεπα κανέναν να αποχωρήσει από την κοινωνία που ζούμε ακολουθώντας έναν ασκητικό δρόμο (δίχως επιστροφή). Συνέχεια

Συνελεύσεις, κοινωνία και Δημοκρατία (Δ΄ Μέρος)

Οι συνελεύσεις είτε στο επίπεδο πλατείας Συντάγματος είτε σε αυτό των γειτονιών δεν μπόρεσαν, δεν μπορούν και δεν θα μπορέσουν να δώσουν διέξοδο ώστε να κατορθώσουν οι άνθρωποι να ξεπεράσουν τις υπάρχουσες συνθήκες και δομές κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Ως εργαλεία εξαρτημένα, έχουν αναπόφευκτα εξαρτημένες δυνατότητες.

Όσοι, μάλιστα, προσβλέπουν στην όποιας μορφής συνέλευση ως εκείνο το μέσο που μέσα από τα μικροπροβλήματα ή και ακόμα σοβαρότερα, θα μπορέσουν να «αφυπνίσουν» κοιμισμένες συνειδήσεις βαδίζουν στα θλιβερά μονοπάτια του Λενινισμού, της εξαπάτησης και της αναπόφευκτης περιθωριοποίησής τους από την συνολικότερη απελευθερωτική διεργασία, γεγονός που θα τους δώσει ένα μόνιμο διαμέρισμα στις πολυκατοικίες του ρεφορμισμού.

Η κάθε συνέλευση είναι μια μαζική δομή ένας μαζικός «χώρος δουλειάς», όπου οι εξουσιαστικές οργανώσεις και ιδεολογίες επιβάλλουν και διαμορφώνουν με δημοκρατικές διαδικασίες μια εξουσιαστική νοοτροπία παρόμοια με αυτή των κομμάτων. Απλά, αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η τεχνική. Είναι, άλλωστε, αρκετά παλιά η τριβή ανάμεσα στις πτέρυγες της κομμουνιστικής αριστεράς σχετικά με το ζήτημα του τρόπου καθοδήγησης των μαζικών χώρων.

Η μεταπολιτευτική περίοδος σημαδεύτηκε από αυτή την κόντρα ανάμεσα στην γραμμή της «αυτονομίας» των μαζικών χώρων και των μαζικών οργάνων και στην σκληρή άποψη της κομματικής καθοδήγησης από το λενινιστικό κόμμα νέου τύπου, μέσω παρατάξεων ή μετώπων. Εκείνο, πάντως, που μετρά, για τον εξουσιαστικό συρφετό είναι το αποτέλεσμα, ανεξάρτητα αν αυτό θα προκύψει μέσα από μια αυστηρή κομματική καθοδήγηση ή από μια «χαλαρή» και «αφανή» διαδικασία σχηματισμών, όπως είναι οι συνελεύσεις (κάθε ονομασίας και προδιαγραφών). Συνέχεια

Συνελεύσεις, κοινωνία και Δημοκρατία (Γ΄ Μέρος)

Πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις;

Αν και ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις είναι λίγο πολύ γνωστός, εν τούτοις περνά απαρατήρητος ως προς τον αντίκτυπο που έχει στον κοινωνικό χώρο.

Από τους υποστηρικτές των συνελεύσεων γίνεται λόγος για την ψηφοφορία, με τέτοιο τρόπο ώστε να εμφανίζεται σαν μια ανώδυνη και ωφέλιμη διαδικασία. Εντάσσεται μάλιστα σε έναν από τους τρόπους άσκησης της άμεσης δημοκρατίας, η οποία εμφανίζεται σαν συστατικό της αναρχίας (sic erat scriptum!). Έχουμε αναφερθεί σε άλλα κείμενά μας στο θέμα της άμεσης δημοκρατίας και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Απλά και ξεκάθαρα θυμίζουμε, πως η άμεση δημοκρατία δεν έχει σχέση με την αναρχία και τις διεργασίες που κατατείνουν στην ολική απελευθέρωση.

Θεωρείται, λοιπόν, η ψηφοφορία που γίνεται στις συνελεύσεις ως η πεμπτουσία του τρόπου με τον οποίο «οι πολίτες συμμετέχουν στα κοινά». Οι ψηφοφορίες, μολονότι καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα μπορούν να γίνονται με διαφορετικό τρόπο. όπως: δια βοής, δι’ ανατάσεως των χειρών, δηλαδή με υψωμένο το χέρι και με την κάλπη.

Σε όλες τις περιπτώσεις η πλειοψηφία είναι αυτή που επιβάλλει την γνώμη της και η απόφαση αφορά αυτήν και όχι την μειοψηφία. Εδώ –όπως και σε κάθε είδους αποφάσεις που λαμβάνονται με αυτό τον τρόπο– ισχύει το ερώτημα: Από πού κι ως που η γνώμη της πλειοψηφίας είναι σωστή; Η ορθότητα ή το δίκαιο μιας γνώμης ή άποψης δεν καθορίζεται σε καμία περίπτωση από τον αριθμό αυτών που την υποστηρίζουν. Απλά αυτοί είναι πιο πολλοί και συνεπώς η γνώμη τους περιβάλλεται από την ισχύ που έχουν ή μπορούν να αποκτήσουν, τόσο λόγω του αριθμού τους όσο και από εξωτερικούς (σε άλλες περιπτώσεις) παράγοντες, που τους ενισχύουν. Συνέχεια

Συνελεύσεις, κοινωνία και Δημοκρατία (Β΄ Μέρος)

Τι είναι μια συνέλευση;

Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε πως η συνέλευση είναι μια παλιά συνταγή. Γίνεται το εργαλείο (εθνοσυνέλευση) για την συγκρότηση θεσμών και μηχανισμών, όπως αυτοί που προκύψαν μετά την Γαλλική Επανάσταση και -για να αναφερθούμε στα δικά μας- για την συγκρότηση κράτους στον ελλαδικό χώρο μετά την επανάσταση του 1821, όπως και για την διευθέτηση της διαχείρισης των συμφερόντων της κυριαρχίας για περισσότερο από έναν αιώνα (κατάργηση και επαναφορά της βασιλείας ή καθιέρωση Συνταγμάτων). Η ονομασία Εθνοσυνέλευση ή Συντακτική συνέλευση προσδίδει και το ανάλογο κύρος για την αποδοχή των ψηφισμάτων (νομοθετημάτων) που θα εκδώσει ή θα επικυρώσει. Η χρήση τους γίνεται σε σημεία καμπής για την πορεία της εξουσίας και της κυριαρχίας γενικότερα.

Αυτές οι συνελεύσεις ήσαν ανέκαθεν εργαλεία για την εδραίωση των εξουσιαστικών συμφερόντων.

Τι έχουμε, όμως, να πούμε σε σχέση με αυτό που ονομάζεται λαϊκή συνέλευση;

Θα πρέπει να διευκρινιστεί πως για την καλύτερη κατανόηση του θέματος χρειάζεται να γίνει μια προσπάθεια ώστε να αναζητηθούν οι όροι που το αναδεικνύουν. Συνέχεια

Συνελεύσεις, κοινωνία και Δημοκρατία (A΄ Μέρος)

Ο ορισμός

Αρχικά χρειάζεται να γίνει κάποια διερεύνηση σχετικά με την προέλευση και την σημασία που υπάρχει ή που αποδίδεται με τη χρήση του όρου συνέλευση.

Η συνηθέστερη και πλέον γνωστή διατύπωση αυτού του όρου τον συνδέει με την εκ των προτέρων καθορισμένη συγκέντρωση εργαζομένων, μελών συλλόγων, κομμάτων, σωματείων κ.λπ. Δεν συνδέεται με την σύσκεψη, ούτε με κάποια συζήτηση παρ’ ότι και σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει συγκέντρωση ενός αριθμού ατόμων. Εν τούτοις, κάθε συγκέντρωση ενός ορισμένου αριθμού ατόμων μπορεί να συστήσει μία συνέλευση. Συνεπώς ο όρος είναι ευρύς αλλά και συσταλτικός, χωρά δηλαδή συσταλτική ή διασταλτική ερμηνεία και αποκτά χαρακτηριστικά που ορίζονται είτε εκ των προτέρων (π.χ. σωματείο), είτε κατά την πραγματοποίηση μιας συγκέντρωσης.

Στην πολιτική ορολογία η συνέλευση ταυτίζεται σε πολλές περιπτώσεις με την βουλή, το νομοθετικό σώμα που συνέρχεται και αποφασίζει με προσδιορισμένες πλειοψηφικές διαδικασίες και σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Η λέξη προέρχεται από το συνελεύσομαι, μέλλοντα του ρήματος συνέρχομαι (που σημαίνει έρχομαι ή πηγαίνω μαζί με άλλους σε ένα και το αυτό μέρος. Η αναφορά της λέξης βρίσκεται στον Ηρόδοτο, τον Ευριπίδη και τον Θουκυδίδη. Παρ’ ότι, λοιπόν, υπάρχει η ρηματική διατύπωση σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, το παράγωγο συνέλευση εμφανίζεται ως διατύπωση κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και χρησιμοποιείται τόσο για πρόσωπα όσο και για πράγματα. Στα πράγματα χρησιμοποιείται για να αποδώσει συνδυασμό, ένωση, συναγωγή, τοποθέτηση ομάδας πραγμάτων. Συνέχεια

Από την οπτική της Κοινωνίας

Μια συζήτηση με τον James C. Scott

Ο James C. Scott είναι ένας από τους έντονους επικριτές του υπέρ-νεωτεριστικού σχεδιασμού της ανθρώπινης ανάπτυξης. Πιστεύει ότι η διαδικασία συγκρότησης του κράτους, που οδηγεί σε αυτό που αποκαλεί «ευανάγνωστο» και «προτυποποίηση» της κοινωνίας, προάγει τον έλεγχο και την κυριαρχία αντί για την διαφώτιση και την ελευθερία.

Ο Scott άρχισε την ακαδημαϊκή του καριέρα μελετώντας μικρές αγροτικές κοινότητες στα δάση της Μαλαισίας. Όταν έφυγε από το τροπικό δάσος, πήρε μαζί του μια σειρά από ζωτικής σημασίας παρατηρήσεις σχετικά με το πώς τα εθνικά κράτη οργανώνουν τις κοινωνίες τους.

Το μνημειώδες βιβλίο του, Από την οπτική του Κράτους (1998)[1], έγινε η βάση για μια θεμελιακή και καλοδουλεμένη κριτική του τρόπου με τον οποίο οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί για το προχώρημα της κοινωνίας μπορούν να πάνε εντελώς στραβά: υποχρεωτική κατασκευή χωριών στην Τανζανία, επιστημονική δασοκομία στην Πρωσία, υπέρ-νεωτεριστικοί μέθοδοι στη Βραζιλία, τα πλάνα εκβιομηχάνισης της γεωργίας στην ΕΣΣΔ και η σύγχρονη παραλλαγή της με τους Στόχους Χιλιετούς Ανάπτυξης. Σύμφωνα με τον Scott, όλα αυτά είναι παραδείγματα ορθολογιστικά, ουτοπικής κυανοτυπικής[2] συλλογιστικής, που αποδείχθηκε ολέθρια.

***

Erik Gerritsen: Πώς κατέληξες στο συμπέρασμα ότι η κοινωνία δεν μπορεί να τυποποιηθεί;

James C. Scott: Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου, στη Νοτιοανατολική Ασία βρέθηκα αντιμέτωπος με τις δραματικές αποτυχίες των αναπτυξιακών έργων. Διαπίστωσα ότι οι μέχρι τότε επιτυχείς αγροτικές κοινότητες καταστράφηκαν αμέσως μετά την σχεδιασμένη αναπτυξιακή ενίσχυση από το κράτος και εγώ προσπάθησα να καταλάβω τις βαθύτερες αιτίες αυτών των αποτυχιών.

Για να καταφέρει το κράτος να κάνει πράξη τα φιλόδοξα σχέδιά του έπρεπε να αλλάξει και να επέμβει στις δομές με κάθε τρόπο, δημιουργώντας ένα ορισμένο είδος κοινωνίας που θα μπορούσε έπειτα να χειριστεί. Έπρεπε να δημιουργήσει πολίτες με ταυτότητες. Πολίτες με ονόματα που θα μπορούσε να καταγράφει, γνωρίζοντας τις διευθύνσεις τους και κτηματογραφώντας τους. Συνέχεια

Η «πτώχευση» του 1893 και ο πλούτος των «κοινωνιών μοιράσματος»

ptoxefsiΣτην καπιταλιστική αμερική, λέγεται ότι, δεν σε ρωτάνε τι δουλειά κάνεις αλλά πόσα παίρνεις. Η ζωή των κατοίκων σε μεγάλο βαθμό περιστρέφεται γύρω από το χρήμα και οι αναφορές στην οικονομία είναι πάμπολλες. Αργήσαμε αλλά εν τέλει, η ελλάδα έγινε αμερική, οι οικονομικοί όροι μπήκαν στο καθημερινό λεξιλόγιο σε επίπεδο πανεπιστημιακό. Ας όψονται αι βουλαί των αρχόντων…

Αλλά, εν τέλει, τί είναι οικονομία; Ετυμολογικά προέρχεται από το οίκος+νέμω και αφορά τη διαχείριση των καταστάσεων στα πλαίσια ενός νοικοκυριού. Η έννοια του νοικοκυριού έχει μεγαλύτερη και πολύμορφη σημασία, απ’ ότι συνήθως πιστεύεται. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία μπορούμε να ορίσουμε ως οικονομία: ένα σύνολο ανθρώπων που αλληλεπιδρούν και λαμβάνουν αποφάσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν τα αναγκαία μέσα για τη διαβίωσή τους. Σήμερα αυτός ο ορισμός φαντάζει παρμένος και δοσμένος σε μια άλλη εποχή. Διότι ούτε σύνολα ανθρώπων αλληλεπιδρούν, ούτε αυτά λαμβάνουν αποφάσεις και φυσικά δεν εξασφαλίζουν τα αναγκαία για τη διαβίωσή τους. Στην ύπαρξη και λειτουργία του κράτους υπάρχουν στεγανά που δεν διαφοροποιούνται με την πάροδο του χρόνου (άσκηση εξουσίας/πολιτικής, επιβολή φόρων κλπ) αλλά αντίθετα μπορούμε να πούμε ότι ενισχύονται. Αν, όμως, πιστέψουμε τους πρόσφατους και σύγχρονους διαχειριστές κρατών και τραπεζών, οικονομία είναι, έτσι όπως βιώνεται σήμερα, η δημοσιονομική πειθαρχία, ο περιορισμός του κράτους στην οικονομία, η ρευστότητα των τραπεζών. Η οικονομία τους δεν έχει σχέση με τη διαχείριση των φυσικών πόρων αλλά με τη διαχείριση χαρτοφυλακίων, ομολόγων, μετοχών, «κρίσεων» και «πτωχεύσεων».

Τo ελληνικό κράτος δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που «πτωχεύει». Έχουν ακολουθήσει και άλλες πτωχεύσεις, κυρίως κατά το 19ο αι. Παρουσιάζει, πράγματι, ενδιαφέρον να δούμε τις συνθήκες και τις αντιδράσεις κρατών και οργανισμών που υπήρχαν κατά την περίοδο των τότε «πτωχεύσεων». Τον τρόπο που έδρασαν οι πιστωτές, όπου εμφανίζονται πολλές ομοιότητες με τη παρούσα κατάσταση. Η «πτώχευση» που θα μας απασχολήσει κυρίως είναι εκείνη του 1893, με την συνακόλουθη εμπλοκή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ) το 1898. Σύμφωνα με την Σοφία Λαζαρέτου, (Από την πτώχευση στην ύφεση, εκδ. Gutenberg,2013) με τον όρο «Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο» εννοούμε τον έλεγχο της διαχείρισης των οικονομικών του κράτους, των εσόδων και των δαπανών του από μια πολυμερή επιτροπή εκπροσώπων των διεθνών δανειστών του με σκοπό την εξασφάλιση της αποπληρωμής των ξένων δανείων. Η επιβολή του ΔΟΕ στην ελλάδα το 1898 δεν αποτέλεσε μοναδική περίπτωση οικονομικού ελέγχου στην εγχώρια και διεθνή οικονομική ιστορία. Είχαν προηγηθεί τα παραδείγματα της σύστασης τριμερούς επιτροπής από γαλλία, γερμανία, ιταλία μετά τη πτώχευση της τυνησίας το 1869, της αιγύπτου το 1876 και της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1881. Η τελευταία είχε κηρύξει στάση πληρωμών το 1876, αλλά εν τέλει εισήλθε στο Συμβούλιο για τη Διαχείριση του Οθωμανικού Χρέους. Στον ελλαδικό χώρο η πρώτη φορά που συστήθηκε επιτροπή διεθνούς ελέγχου ήταν τον Φεβρουάριο του 1857. Με μοχλό πίεσης την παρουσία στρατευμάτων από Βρετανία και Γαλλία, δημιουργήθηκε ειδική επιτροπή ελέγχου και υπόδειξης μέτρων για την αποπληρωμή του ληξιπρόθεσμου χρέους. Ιστορικά, η αρνητική απόφαση μιας χώρας σχετικά με την αποπληρωμή των υποχρεώσεων της λαμβάνει δυο μορφές: αθέτηση ή επαναδιαπραγμάτευση. Η επαναδιαπραγμάτευση αποτέλεσε το πιο συνηθισμένο γεγονός κινδύνου πτώχευσης χώρας μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, ενώ πριν από αυτόν συνηθέστερη ήταν η αθέτηση πληρωμών. Ο λόγος αυτής της διαφοροποίησης είναι οι τράπεζες. Πριν από τον πόλεμο τα κράτη δανείζονταν μέσω της έκδοσης ομολογιακών δανείων, ενώ μετά μέσω τραπεζικού δανεισμού. Όμως η Σοφία Λαζαρέτου θέτει το ερώτημα: Γιατί οι πτωχευμένες χώρες σχεδόν πάντοτε αποπλήρωναν τα χρέη τους; Για να απαντήσει παρακάτω: Η ιστορική εμπειρία του 19ου αι. παρέχει πλούσια παραδείγματα (…)η απειλή του μόνιμου αποκλεισμού από τις διεθνείς χρηματαγορές(…), μέσω άμεσων οικονομικών κυρώσεων και ναυτικών αποκλεισμών, όπως η «διπλωματία των κανονιοφόρων». Και συνεχίζει: Η μείωση αυτή (ενν. του διμερούς εμπορίου) ήταν εξαιρετικά σημαντική και μακροχρόνια όταν η πτώχευση συνοδευόταν από εξαιρετικά αυστηρές κυρώσεις, όπως ο έλεγχος της εσωτερικής πολιτικής από τους δανειστές ή στρατιωτικού τύπου επεμβάσεις, με σκοπό τον παραδειγματισμό των άλλων υπερχρεωμένων χωρών και τη συμμόρφωση προς αποφυγή μελλοντικών περιστατικών πτώχευσης (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας). Στην εποχή του Χρυσού Κανόνα, η «τιμωρία» της χώρας με πτώχευση ήταν υπερβολικά βαριά ενώ ο συμβιβασμός σχεδόν πάντοτε συνοδευόταν από τη σύσταση με νόμο μιας διεθνούς επιτροπής οικονομικού ελέγχου. Είναι ξεκάθαρο και σαφές, λοιπόν, ότι ο παραδειγματισμός και η τιμωρία δεν είναι ούτε μια νέα εφαρμογή ούτε εμφανίζεται επιλεκτικά. Ανέκαθεν οι πιστώτριες χώρες ασκούσαν την ίδια απαρέγκλιτη πολιτική και κανένας εξουσιαστής δεν μπορεί να εμφανίζεται και να δηλώνει ότι τα «μνημόνια» του 2010 είναι πρωτοφανή στην οικονομική ιστορία. Το αντίθετο μάλιστα. Όπως ο φερόμενος ως σημερινός παραδειγματισμός των άλλων υπερχρεωμένων χωρών δεν είναι μια «γερμανική επίδειξη ηγεμονίας» αλλά μια βαθύτατη κυρίαρχη κρατική στάση που έρχεται από παλιά και συνεχίζεται. Η οικονομική ιστορία των δανειστών έχει να επιδείξει πολλά πρόσωπα τύπου Σόυμπλε ή Μέρκελ, ανέκαθεν υπήρχαν και θα υπάρχουν, όσο υπάρχουν εξουσιαστικές σχέσεις.

Έχει ενδιαφέρον να δούμε το περιβάλλον και τις ομοιότητες που προβάλλουν οι «πτωχεύσεις» του 1893 και 2010 του ελληνικού κράτους. Ασφαλώς και τότε οι κρατικές οντότητες ήταν διαφορετικών ταχυτήτων με τις ισχυρές/κέντρο να ορίζουν και τις αδύναμες/περιφέρεια να ακολουθούν. Οι χώρες στην περιφέρεια του συστήματος, αποφασίζοντας την σύνδεσή τους με μια λέσχη ισχυρών οικονομιών νομισματικής σταθερότητας, υιοθετούν το κοινά αποδεκτό από τη λέσχη νομισματικό μέσο που θα τους εξασφαλίσει άνετη πρόσβαση σε φθηνά δανειακά κεφάλαια. Αυτό φυσικά δεν γίνεται χωρίς κόστος, αφού επιβάλλουν αυστηρά προγράμματα εσωτερικής υποτίμησης, κάτι που εφαρμόστηκε και προ του 1893 και προ του 2010. Επί πλέον, η δεκαετία του 1880 μπορεί να χαρακτηριστεί ως περίοδος ευφορίας, με υπερβάλλουσα διεθνή ρευστότητα, που επέτρεψε την άνετη και φθηνή χρηματοδότηση. Οι πιστώτριες χώρες παρείχαν αφειδώς κεφάλαια διεθνώς με χαμηλά επιτόκια, συχνά χωρίς εγγυήσεις, τροφοδοτώντας μια «φούσκα» ομολόγων, μετοχών και γης. Ακριβώς η ίδια πολιτική εφαρμόστηκε εντός και εκτός ελλαδικού χώρου και κατά τη τελευταία σύγχρονη περίοδο (μετά-Μάαστριχτ εποχή), ίδια «πετυχημένη» συνταγή θα μπορούσε να πει κάποιος. Που ταυτόχρονα παρουσιάζει και άλλες ομοιότητες όπως ότι το 1890 είχαμε τη πτώχευση της Αργεντινής, το 1891 της Πορτογαλίας, υποτίμηση δολαρίου και τραπεζική κρίση και πανικό σε Αυστραλία και Ιταλία την περίοδο 1892-93. Ένα επί πλέον κοινό χαρακτηριστικό είναι και η καταβολή πάγιας ετήσιας δόσης των 39,6εκ. δραχμών για τριάντα χρόνια στους πιστωτές του 1898 ενώ σήμερα έχει οριστεί ένα σύστημα σταθερών ετήσιων πληρωμών περίπου 9 δισ. από το 2016 έως το 2046.

Οι διαπραγματεύσεις του ελληνικού κράτους κατά τη πτώχευση του 1893 κράτησαν με τους δανειστές πέντε χρόνια. Κάθε φορά που κατέληγαν σε αδιέξοδο, ξεκινούσαν πάλι έπειτα από πρωτοβουλία της πτωχευμένης χώρας, αλλά από δυσμενέστερη αφετηρία. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 ήταν απόρροια της «διπλωματίας των κανονιοφόρων», που κατέληξε στην εκδίκαση πολεμικών αποζημιώσεων στην τουρκία και στην εφαρμογή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Μετά και την διεξοδική καταγραφή των κοινών στοιχείων που υπάρχουν μεταξύ των «πτωχεύσεων» 1898 και 2010, δεν υπάρχει χώρος ούτε για συνωμοσιολογίες ούτε για τυχαιότητες καταστάσεων αλλά για πιστή εφαρμογή διαχρονικά βασικών αρχών διεθνών οικονομικών σχέσεων μεταξύ κρατών. Οι εποχές μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές και σε ζητήματα οικονομίας και διαχείρισης, αλλά παρ’ όλα αυτά οι βασικοί κανόνες του παιχνιδιού δεν έχουν αλλάξει.

Εάν, λοιπόν, ο κάθε άνθρωπος πιστεύει ότι του ταιριάζει να στέκεται μπροστά στην τηλεόραση και να κρέμεται από τα χείλη του κάθε Τσίπρα και του κάθε Βαρουφάκη, για το πόσο, ή μη, μάγκες εμφανίστηκαν στους «ευρωπαίους», και πόσο καλοί διαπραγματευτές είναι, τότε ο κατήφορος δεν έχει τελειώσει ακόμη. Ένας κατήφορος που οδηγεί στη θλίψη της εναπόθεσης «ελπίδας», με τις «ανάσες αξιοπρέπειας» να συν-γελούν με τις «ανάσες ελευθερίας». Μια θλίψη που γίνεται μεγαλύτερη όταν αναλογιζόμαστε το πόσο απλά, ήρεμα και όμορφα ζούσαν κάποτε οι άνθρωποι. Χωρίς να εξωραΐζονται οι καταστάσεις, αλλά μελετώντας τον τρόπο που σκέφτονταν και δρούσαν οι άνθρωποι στις προ-εξουσιαστικές κοινωνίες, μπορούμε να δούμε ποια είναι η πραγματική οικονομία. Ποιοί ήταν οι πραγματικοί οικονομολόγοι και διαχειριστές των φυσικών πόρων της σπάνιδος. Μια διαχείριση, που για να είμαστε ακριβείς, έφτανε στα πλαίσια της κοινότητας μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες, παρ’ ότι εντασσόταν στην επικράτεια ενός κράτους. Χωρίς να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η κεντρική εξουσία ενίσχυσε το θεσμό των κοινοτήτων, καθώς αυτό διευκόλυνε τη συγκέντρωση των φόρων, μπορούμε να πούμε ότι ο βαθμός διείσδυσης του κράτους ποίκιλλε μεταξύ γεωγραφικών περιοχών. Στο πλαίσιο της οικονομικής και παραγωγικής λειτουργίας της κοινότητας, τα μέλη της προσπαθούσαν με τα μέσα που διέθεταν να τιθασεύσουν τα στοιχεία της φύσης και ν’ αξιοποιήσουν το φυσικό περιβάλλον, το οποίο τους περιέβαλε. Έτσι, συνεργάζονται και αναπτύσσονται κοινωνικές σχέσεις, καλλιεργώντας ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους και η αλληλεγγύη να είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των σχέσεων που τους ενώνουν.

Αλλά εάν οι κοινότητες παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον σίγουρα μεγαλύτερα διδάγματα μπορούμε να λάβουμε από τις κυνηγετικές-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες, οι οποίες διαθέτουν οικονομίες βασισμένες στην άμεση, κυρίως, απόδοση. Η ισότητα μεταξύ των μελών γίνεται πράξη με την πρόσβαση όλων στους φυσικούς πόρους, μέσα από διαδικασίες που εμποδίζουν την αποταμίευση και τη συσσώρευση και επιβάλλουν το μοίρασμα. Ο Τζέημς Γούντμπερν ταξινομεί τις κυνηγετικές-συλλεκτικές κοινωνίες σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στα συστήματα άμεσης απόδοσης και στα μακροπρόθεσμης απόδοσης. Στην πρώτη, οι συλλέκτες καταναλώνουν τα τρόφιμα που συγκεντρώνουν την ίδια μέρα ή χωρίς πρόγραμμα στη διάρκεια των επόμενων ημερών. Στη δεύτερη κατηγορία υπάρχουν έντονα συνθήκες αποθήκευσης καθώς και αναγνώρισης δικαιωμάτων πάνω σε ορισμένα προσφιλή μέσα. Συγκρίνοντας τις δυο κατηγορίες, στην πρώτη εμφανίζονται οι εξισωτικές κοινωνίες, αν και με διαφορετική ένταση και εύρος. Σε αυτές τις κοινωνίες οι άνθρωποι δεν απολαμβάνουν δικαιώματα αποκλειστικής χρήσης πάνω στα εδάφη και τους φυσικούς πόρους. Καθένας έχει άμεση πρόσβαση σε τροφή, νερό και εργαλεία, με το μοίρασμα του κρέατος να είναι υποχρεωτικό. Οι κοινωνίες αυτές διακρίνονται από την έλλειψη προσώπων εξουσίας και την ύπαρξη ισοτιμίας μεταξύ των δυο συζύγων/συντρόφων. Να τονίσουμε εδώ ότι και τα μέλη κοινωνιών άμεσης απόδοσης ενδέχεται να αποθηκεύσουν ορισμένα είδη που είναι εποχικά, αλλά αυτό γίνεται σε μικρή κλίμακα και επί πλέον είναι κάτι που δεν τους αρέσει. Προτιμούν το μοίρασμα από τη συσσώρευση. Η κοινωνικότητα βασίζεται στο μοίρασμα και επ’ ουδενί στη συσσώρευση που αποδοκιμάζεται. Απαιτώντας από τους ανθρώπους να μοιράζονται περισσότερο από ότι το να παράγουν περισσότερο, προβάλλοντας μια άλλη ηθική.

Δεν είναι ούτε κυνηγοί χρήματος ούτε κυνηγοί αποπληρωμής φόρων και χαρατσιών αλλά συλλέκτες της τροφής, της ύψιστης αξίας που αυτή έχει για την επιβίωση αλλά και για την υγεία των ανθρώπων. Η συλλογική αυτή δράση δημιουργεί ισότιμες σχέσεις μεταξύ των μελών, μεταξύ των συζύγων. Οι παρατηρούμενες από ανθρωπολόγους και σήμερα ομάδες ανθρώπων που ζουν με αυτά τα χαρακτηριστικά, έχουν να μας προσφέρουν απτά παραδείγματα και καταστάσεις συμπεριφοράς. Το πως επιλύουν τα προβλήματα από φυσικά γεγονότα, την προσαρμοστικότητα τους και την ευστροφία τους σε σχέση με τα ζητήματα που αφορούν τη ζωή. Αλλά, όπως έχουμε ξαναπεί η μελέτη και ανάλυση αυτών δεν γίνεται για να κοπιαριστούν ιδέες και εφαρμογές, που έτσι και αλλιώς δεν μπορούν δια της αντιγραφής να έχουν την οποιαδήποτε τύχη. Αλλά για να αντλούνται τα χρήσιμα εκείνα συμπεράσματα που μας βοηθούν να φτιάχνουμε το μονοπάτι προς την ελευθερία, πατώντας όσο το δυνατόν λιγότερα αγκάθια. Δεν χρειαζόμαστε για να ζήσουμε τη περιττή γνώση των PSI, των σπρέντς, των δομημένων ομολόγων και λοιπών άλλων κατασκευασμάτων, αλλά την απλότητα της κοινότητας με τον πλούτο των σχέσεων που αναπτύσσονται.

Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας

Πηγές:
Από την πτώχευση στην ύφεση, Σοφία Λαζαρέτου, εκδ. Gutenberg, 2013.
Κοινωνίες Μοιράσματος, Πολιτειακές εκδόσεις

Από την αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 147, Μάρτιος 2015

Το ξέσπασμα της οργής στην αγγλική πρωτεύουσα

Τρεις μπάτσοι τραυματίστηκαν χθες όταν τους παρέσυρε ένα όχημα στο Chingford Mount. Οι ταραχές συνεχίζονται παρά τις ευσεβείς προσπάθειες των ΜΜΕ να τις παρουσιάσουν σαν σποραδικά χτυπήματα συμμοριών που θέλουν να κλέψουν. Συνέχεια

Τι βλέπει ο Παπαχελάς από το παράθυρο του;

Ας τον αφήσουμε να μας πει ο ίδιος στην πρώτη παράγραφο του κεντρικού άρθρου της «Καθημερινής»: (10/02/2011)

«Κοιτάζω τώρα έξω από το παράθυρό μου και βλέπω τον πλούτο: μια εκπληκτική παραλία σ’ ένα από τα πιο μαγικά σημεία του κόσμου, η οποία παραμένει, βασικά, αναξιοποίητη. Άλλοτε καταλαμβάνεται από καταυλισμούς τσιγγάνων, συνήθως είναι βρώμικη και εγκαταλελειμμένη».

Ασφαλώς και είναι έγκλημα να συμβαίνουν τέτοια «αίσχη» μπροστά στα μάτια του διαβόητου Παπαχελά. Όμως δεν είναι οι τσιγγάνοι το πρόβλημα του –πάντα πολιτικά ορθού– Αλέξη.

Στην δεύτερη κιόλας παράγραφο έχει ήδη προτείνει τη λύση (φυσικά την πώληση ή εκμίσθωση, ή «αξιοποίηση») και μάλιστα έχει κατορθώσει να χωρέσει και την σχετική επιχειρηματολογία προς τους εθνικά «ανησυχούντες».

Με χαριτωμένη αφέλεια εξηγεί: «λες και αν πουλήσεις τον Άγιο Κοσμά θα τον πάρει κάποιος με ρυμουλκό, θα βάλει ξένη σημαία και θα τον αποσπάσει από την ελληνική κυριαρχία. Ό,τι και να αξιοποιηθεί, ό,τι και να πουληθεί εδώ θα μείνει, θα δώσει δουλειές σε Έλληνες, θα φέρει φόρους και άλλα έσοδα στον ελληνικό κορβανά που είναι άδειος και την πολυπόθητη ανάπτυξη».

Εδώ όμως πρέπει να διακόψουμε για λίγο τις οπτασίες του Παπαχελά για να διευκρινίσουμε κάτι σημαντικό. Κανείς δεν θα είχε αντίρρηση να πουληθούν εδώ και τώρα όλα τα υπουργεία, οι στρατιωτικές βάσεις, τα αστυνομικά τμήματα, το μέγαρο Μαξίμου, τα γραφεία των κομμάτων, τα τηλεοπτικά κανάλια ή το Κοινοβούλιο. Στα πλαίσια της αξιοποίησης του «εθνικού πλούτου», θα μπορούσαν (θεωρητικά) να υπενοικιάζονται, σε τρίτες χώρες, οι πολιτικοί, οι κομματάρχες, οι συνδικαλιστές και οι «σοφοί» αυτής της χώρας.

Είναι κρίμα που η αξία των παραπάνω είναι μηδαμινή.

Ο διευθυντής της Καθημερινής ξέρει τι γράφει. Γνωρίζει ότι ο πραγματικός πλούτος δεν είναι τα ντουβάρια και η άσφαλτος αλλά αυτά που η φύση, απλόχερα δίνει στα δημιουργήματά της. Το λέει και ένας ξένος φίλος του που “αγαπάει την Ελλάδα”: «Αυτό που δεν καταλαβαίνετε», είπε στον Παπα-Hellas, «εσείς οι Έλληνες είναι τι πλούτο έχετε στα χέρια σας που μπορείτε να τον αξιοποιήσετε ή και να τον πουλήσετε χωρίς ποτέ να φύγει ως αξία από τη χώρα σας. Το αντίθετο».

Μήπως για αυτόν ακριβώς τον πλούτο μεθοδεύεται ο αφανισμός της ελληνικής κοινωνίας;

Δημοσιεύτηκε από την Συσπείρωση Αναρχικών

Τροφή και ανθρώπινες κοινωνίες

Έχουμε ήδη αναφερθεί σε κείμενο μας αναφορικά με τα βιοκαύσιμα (βλέπε εδώ) και τις επιπτώσεις που αυτά επιφέρουν στα τρόφιμα. Σε άλλο κείμενο ο John Zerzan (βλέπε και εδώ) σε συνέντευξη του απαντούσε σε καίρια ζητήματα πολιτισμού/τεχνολογίας, ανθρωποκεντρική/βιοκεντρική προσέγγιση κ.ά. που ήδη έχουν απασχολήσει και ανοίξει σημαντικές συζητήσεις στον διεθνή αναρχικό χώρο.

Παράλληλα, οι υπέρμαχοι της Κοινωνικής Οικολογίας (με κυριότερο εκφραστή τον Μπούκτσιν) τοποθετούνται απέναντι τόσο στις παραδοσιακές ανθρωποκεντρικές θεωρίες που αναγνωρίζουν απόλυτη ηθική αξία μόνο στον άνθρωπο, όσο και στις βιοκεντρικές οικολογικές τάσεις που υποστηρίζουν ότι όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί έχουν εγγενή ηθική αξία. Συνέχεια

ΥΠΟ «ΔΟΚΙΜΗ» ΓΙΑ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΟΣΟΙ ΕΠΙΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΕ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ

«Όταν επιτίθεσαι σε έναν αστυνομικό, σημαίνει ότι δεν έχεις ενταχθεί στην κοινωνία», δήλωσε ο Κλοντ Γκεάν, προσωπάρχης του γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί, προσθέτοντας ότι «πρέπει, λοιπόν, να δώσεις κάποιες αποδείξεις».

«Υπό δοκιμή», λοιπόν, όσοι γάλλοι πολίτες κρίνονται «ένοχοι» για επιθέσεις εναντίον αστυνομικών. Συνέχεια