Άλμπερτ Ρίτσαρντ Πάρσονς (1848-1887)

ParsonsΆλμπερτ Ρίτσαρντ Πάρσονς (20 Ιουνίου 1848 – 11 Νοεμβρίου 1887) ήταν ένας πρωτοπόρος Αμερικάνος σοσιαλιστής και μετέπειτα εκδότης αναρχικής εφημερίδας, ρήτορας και αγωνιστής για τα εργατικά δικαιώματα. Έφηβος, υπηρέτησε στη στρατιωτική δύναμη των Συνομόσπονδων Πολιτειών της Αμερικής στο Τέξας, κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου. Μετά τον πόλεμο, εγκαταστάθηκε στο Τέξας όπου έδρασε για τα δικαιώματα των πρώην σκλάβων και μετέπειτα υπήρξε αξιωματούχος των Ρεπουμπλικάνων κατά την ανοικοδόμηση. Με τη γυναίκα του Λούσι Πάρσονς πήγε στο Σικάγο το 1873 και δούλεψε σε εφημερίδες. Εκεί έδειξε ενδιαφέρον για τα δικαιώματα των εργατών. Ο Πάρσονς είναι ευρύτερα γνωστός ως ένας από τους τέσσερις ριζοσπάστες ηγέτες του Σικάγο που καταδικάστηκαν για συνωμοσία και κρεμάστηκαν μετά από ρίψη βομβών σε αστυνομικούς στη διάρκεια εργατικής συγκέντρωσης, γνωστή ως «υπόθεση Χεϊμάρκετ».

Τα πρώτα χρόνια

Ο Άλμπερτ Πάρσονς ήταν ένα από τα δέκα παιδιά του ιδιοκτήτη ενός εργοστάσιου υποδημάτων-δερμάτων, που είχε αρχικά έρθει από το Μέιν. Ο Πάρσονς ισχυριζόταν ότι ήταν ο γενάρχης των πρωτοπόρων Άγγλων μεταναστών, με την «πρώτη οικογένεια Πάρσονς» να φτάνει στο Ναρανγκάσετ Μπέι, εκεί που τώρα βρίσκεται η πολιτεία Ρόουντ Άιλαντ, το 1632. Ένας από κοντινούς συγγενείς από την πλευρά της μητέρας του ήταν με τον Τζορτζ Γουάσιγκτον στην Αμερικανική Επανάσταση και πολέμησε στη μάχη του Μπράντιγουάιν. Ήταν επίσης απόγονος του υποστράτηγου Σάμουελ Χόλντεν Πάρσονς της Μασαχουσέτης, ενός άλλου αξιωματούχου στην Επανάσταση, όπως επίσης και ενός λοχαγού Πάρσονς που τραυματίστηκε στη μάχη του Μπάνκερ Χιλ.

Οι γονείς του Άλμπερτ πέθαναν όταν ήταν μικρό παιδί, έτσι μεγάλωσε με τον μεγαλύτερο αδερφό του, Γουίλιαμ Χένρι Πάρσονς (1826-1907), που ήταν παντρεμένος και ιδιοκτήτης μιας μικρής εφημερίδας στο Τάιλερ του Τέξας, την Τάιλερ Τέλεγκραφ. Στα μέσα της δεκαετίας του 1850, η οικογένεια μετακόμισε από το Τάιλερ στο Τζόνσον Κάουντι, μένοντας στην παραμεθόριο για τρία χρόνια. Μετά, μετακόμισαν ξανά στο Τέξας Χιλ Κάουντι, φτιάχνοντας μια φάρμα στην κοιλάδα του ποταμού Μπρέιζος.

Το 1859, στην ηλικία των 11, ο Άλμπερτ έφυγε από το σπίτι του αδερφού του, για να πάει να ζήσει με μια από τις αδελφές του στο Γουάκο του Τέξας. Εκεί παρακολούθησε το σχολείο για περίπου ένα χρόνο, πριν φύγει για να γίνει μαθητευόμενος στην εφημερίδα Γκάλβεστον Ντέιλι Νιους, μια σχέση που ο Πάρσονς χαρακτήρισε «διμερή σύμβαση» για 7 χρόνια, ώστε να μάθει την εκτυπωτική δουλειά.

Εμφύλιος Πόλεμος και Ανοικοδόμηση

Ο ερχομός του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου το 1861 –η Εξέγερση των «Κατόχων Σκλάβων»– όπως την αποκάλεσε αργότερα, οδήγησε τον Πάρσονς να αφήσει αυτό που αποκαλούσε «δαίμονα του τυπογράφου»: τη θέση του «μικρού των ειδήσεων». Όταν έγινε 13 χρονών, ο Πάρσονς πήγε εθελοντής να πολεμήσει για τις δυνάμεις των Συνομόσπονδων Πολιτειών της Αμερικής σε μια άτακτη μονάδα γνωστή ως «Λόουν Σταρ Γκρέις».

Μετά τον πόλεμο, ο Πάρσονς επέστρεψε στο Γουάκο και νοίκιασε ένα χωράφι με καλαμπόκι. Νοίκιασε πρώην σκλάβους να τον βοηθήσουν και μπόρεσε έτσι να πληρώσει την υποτροφία του στο Πανεπιστήμιο του Γουάκο, γνωστό σήμερα ως Μπέιλορ, ένα κολέγιο Βαπτιστών.

Μετά το κολέγιο, εξέδωσε την εφημερίδα Γουάκο Σπεκτέιτορ, την εποχή που συντάχθηκαν τα μέτρα ανοικοδόμησης για την προστασία των δικαιωμάτων των πρώην σκλάβων. Αυτό ήταν ένα κομβικό σημείο στη ζωή του 20χρονου, τότε, Πάρσονς, όπως θυμάται ο ίδιος στα απομνημονεύματά του:

«Έγινα Ρεπουμπλικάνος, και, φυσικά, έπρεπε να συμμετέχω στην πολιτική. Εκτέθηκα, έτσι, στο μίσος και τις ύβρεις πολλών πρώην συντρόφων μου στο στρατό, γειτόνων, και της Κου Κλουξ Κλαν… Οι πρόσφατα απελευθερωμένοι σκλάβοι σε μεγάλο τμήμα της χώρας με έμαθαν και με ηρωοποίησαν σα φίλο και υπερασπιστή τους, ενώ απ’ την άλλη πολλοί πρώην συνεργάτες μου με είδαν σαν πολιτικό αιρετικό και προδότη».

Η εφημερίδα αναγκάστηκε να κλείσει μέσα σ’ αυτή την υπερφορτισμένη πολιτική ατμόσφαιρα.

Το 1869 εργάστηκε στην Χιούστον Ντέιλι Τέλεγκραφ, και λίγο μετά γνώρισε τη μετέπειτα γυναίκα του Λούσι Έλα Γκονζάλεζ (ή Γουάλερ), γνωστή ως Λούσι Πάρσονς, την οποία παντρεύτηκε το 1872, μια ριζοσπαστική πολιτική αγωνίστρια κι αυτή.

Από το 1870 έως το 1873 εργάστηκε σε διάφορες κρατικές υπηρεσίες και το καλοκαίρι του ’73 εγκαταστάθηκε με τη Λούσι στο Σικάγο, λόγω της πίεσης της Κου Κλουξ Κλαν. Στη μητρόπολη, η ζωή του άλλαξε…

Τα χρόνια του Σικάγο

Η Σοσιαλιστική περίοδος (1874-1879)

Στο Σικάγο εργάστηκε σα ρεπόρτερ στους Σικάγο Τάιμς. Το 1874 ενδιαφέρθηκε για την εργασιακή πολιτική, λόγω της προσπάθειας του Συλλόγου του Ταμείου Ανακούφισης και Βοήθειας ώστε να συγκεντρωθούν εκατομμύρια δολάρια για στήριξη των πληγέντων από τη μεγάλη φωτιά του Σικάγο τον Οκτώβριο του 1871. Οι εμπορικές εφημερίδες στήριξαν οικονομικά αλλά καταδίκαζαν την εργατίστικη κριτική του Συλλόγου, τους αποκαλούσαν «Κομμουνιστές» –μια έννοια που είχε πάρει άλλη σημασία μετά την άνοδο και πτώση της Παρισινής Κομμούνας. Ο Πάρσονς άρχισε να ερευνά τις αιτίες αυτής της διαμάχης. Αργότερα, θυμάται ο Πάρσονς, «αυτή η μελέτη με έπεισε ότι τα παράπονα των εργατών ενάντια στην κοινωνία ήταν δίκαια και κατάλληλα» και τον οδήγησε να παραλληλίσει τη μεταχείριση των φτωχών στον αστικό Βορρά με αυτή στο Νότο της ανοικοδόμησης.

Το 1875 αυτός και η γυναίκα του εντάχθηκαν στο Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα Αμερικής (SDP), συμμετέχοντας και σε συνέδρια άλλων εργατικών οργανώσεων και ομιλίες, ενώ κατέβηκε, όπως και η Λούσι, υποψήφιος στις δημοτικές εκλογές.

Ο Πάρσονς ήταν ένας από τους εξέχοντες αγγλόφωνους ομιλητές εκ μέρους του σοσιαλιστικού σκοπού στο Σικάγο τη δεκαετία του 1870. Το 1877 έλαβε χώρα η μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών. Στις 21 Ιουλίου, μια βδομάδα μετά την έναρξη της απεργίας, ο Πάρσονς κλήθηκε να μιλήσει μπροστά σε 30.000 συγκεντρωμένους στην οδό Μάρκετ του Σικάγο. Εκφώνησε ένα δυνατό λόγο στους συγκεντρωμένους εργάτες και τους φίλους του εκ μέρους του Κόμματος των Εργατών –μια πράξη που του κόστισε τη δουλειά του στους Τάιμς.

Καθώς επισκεπτόταν τη γερμανόφωνη Chicagoer Arbeiter Zeitung (Νέα των Εργατών του Σικάγο), προσήχθη από τους μπάτσους και οδηγήθηκε στο Δημαρχείο όπου, μπροστά στον αρχηγό της αστυνομίας και 30 «ευυπόληπτους» πολίτες, κατηγορήθηκε ότι ήρθε από το Τέξας για να «διεγείρει τους εργάτες να εξεγερθούν». Ο Πάρσονς απάντησε ότι προέτρεψε τους εργάτες όχι να απεργήσουν αλλά να εκλέξουν νέους αντιπροσώπους. Εν μέσω κραυγών «Κρεμάστε τον» και «Λυντσάρετέ τον» αφέθηκε να φύγει με τη «συμβουλή» να απομακρυνθεί απ’ την πόλη, κάτι που αρνήθηκε, παρά τις απειλές για τη ζωή του. Η απεργία κατεστάλη βίαια και η τάξη στην πόλη αποκαταστάθηκε.

Η Αναρχική περίοδος (1880-1887)

Με τον ερχομό της επόμενης δεκαετίας, ο Πάρσονς απομακρύνθηκε από τη συμμετοχή στις εκλογές. Όπως θυμάται ο ίδιος: «Το 1880 αποσύρθηκα από την ενεργή συμμετοχή στο πολιτικό Εργατικό Κόμμα, όντας πεπεισμένος ότι ο αριθμός των ωρών που υποχρεώνονται οι εργάτες να δουλεύουν κάθε μέρα, μαζί με τα χαμηλά μεροκάματα που παίρνουν, ισοδυναμούν με τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους ως ψηφοφόρων… Η εμπειρία μου με το Εργατικό Κόμμα με έμαθε επίσης ότι η δωροδοκία, ο εκφοβισμός, η διπλοπροσωπία, η διαφθορά και η τρομοκράτηση ανέπτυξαν τις συνθήκες που έκαναν το λαό των εργατών φτωχό και τους αργόσχολους πλούσιους, και ότι επακόλουθα η κάλπη δεν μπορεί να καταγράψει τη λαϊκή θέληση έως ότου οι υπάρχουσες βιομηχανικές συνθήκες υποτίμησης, φτώχιας και σκλαβιάς δε μεταβληθούν πρώτα».

Ο Πάρσονς δραστηριοποιήθηκε στη διεκδίκηση του 8ωρου. Τον Ιανουάριο του 1880 η «Λίγκα του 8ωρου» έστειλε τον Πάρσονς στο εθνικό συνέδριο στην Ουάσιγκτον. Το 1881, μια νέα οργάνωση ξεπήδησε, οι Διεθνιστές Επαναστάτες Σοσιαλιστές. Ο Πάρσονς ήταν αντιπρόσωπος στο ιδρυτικό συνέδριο της οργάνωσης. Δυο χρόνια μετά, συμμετείχε σαν αντιπρόσωπος και στο συνέδριο του Οκτωβρίου 1883 στο Πίτσμπουργκ, οπότε ιδρύθηκε η Διεθνής Ένωση Εργατών (IWPA – η Μαύρη Διεθνής).

Το φθινόπωρο του 1884 εξέδωσε μια εβδομαδιαία αναρχική εφημερίδα στο Σικάγο, το Συναγερμό. Το πρώτο τεύχος βγήκε στις 4/10/1884, με τιράζ 15.000 φύλλων. Η έκδοση είχε 4 σελίδες και κόστιζε 5 σεντς. Ο Συναγερμός ανέφερε την IWPA σαν εκδότη και προσδιοριζόταν, στη σελίδα 2, σαν «Εβδομαδιαία Σοσιαλιστική Εφημερίδα».

Παρά τη χρήση του μαρξιστικού σλόγκαν «Εργάτες όλων των χωρών ενωθείτε!» στο πρωτοσέλιδο, η εφημερίδα ήταν ξεκάθαρα αναρχική. Σε ένα φύλλο του Νοεμβρίου 1884, ο Πάρσονς γράφει:

«Ο Αναρχικός πιστεύει στην ειρήνη, αλλά όχι σε βάρος της ελευθερίας. Πιστεύει ότι όλοι οι πολιτικοί νόμοι εφαρμόζονται μόνο για να εξαναγκάσουν τους ανθρώπους να κάνουν πράγματα που δε θα τα έκαναν φυσικά, ή αν αφήνονταν ανεμπόδιστοι. Έτσι θεωρεί όλους τους πολιτικούς νόμους σαν παραβιάσεις των νόμων της φύσης, και των δικαιωμάτων των ανθρώπων…

Πιστεύει ότι όλες οι κυβερνήσεις τείνουν σε περισσότερους νόμους, αντί για λιγότερους, και γι’ αυτό όλες οι κυβερνήσεις τελικά γίνονται δεσποτικές».

Τους πρώτους μήνες του 1886 οι εργάτες βρίσκονταν σε αναβρασμό, απεργίες ξεκίνησαν, και πολλές βιομηχανίες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο Πάρσονς κάλεσε για μια κίνηση για «8ωρο με αποζημίωση 10ωρου». «Οι εργάτες σε μερικές βιομηχανίες άρχισαν να το κατακτούν. Καθώς πλησίαζε ο Μάης, η πρώτη μέρα σχεδιάστηκε να γίνει η επίσημη μέρα των απεργιών για το 8ωρο».

lucyΤην 1η Μαΐου 1886, ο Πάρσονς με τη γυναίκα του Λούσι και τα δύο τους παιδιά πρωτοστάτησαν στη διαδήλωση 80.000 ατόμων στη Λεωφόρο Μίσιγκαν, στην πρώτη Πρωτομαγιάτικη πορεία, απαιτώντας εργασία 8 ωρών την ημέρα. Τις επόμενες μέρες 340.000 άτομα ενώθηκαν μαζί τους. Απεργίες ξεκίνησαν σε όλες τις ΗΠΑ. Σε συγκέντρωση στο Σινσινάτι, τις μέρες των απεργιών, ο Πάρσονς μίλησε στο πλήθος. Όλα έδειχναν ότι ο σκοπός θα δικαιωνόταν…

Υπόθεση Χεϊμάρκετ

Ο Πάρσονς μίλησε στην συγκέντρωση της Πλατείας Χεϊμάρκετ στις 4 Μαΐου. Η συγκέντρωση αυτή καλέστηκε για διαμαρτυρία γι’ αυτά που έγιναν λίγες μέρες πριν. Δύο μέρες μετά την Πρωτομαγιά οι μπάτσοι είχαν πυροβολήσει απεργούς στο τεράστιο εργοστάσιο McCormick Reaper, σκοτώνοντας έξι. Ο Αύγουστος Σπάις και άλλοι διοργάνωσαν τη συγκέντρωση στην πλατεία Χεϊμάρκετ ενάντια στη αστυνομική βία. Ο Πάρσονς αρχικά απέφυγε να μιλήσει φοβούμενος ότι θα προκαλούνταν βία επειδή η συγκέντρωση ήταν σε ανοιχτό χώρο, αλλά άλλαξε γνώμη κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης, όταν μιλούσε ο Σπάις. Ο δήμαρχος του Σικάγο ήταν κι εκείνος στο σημείο και παρατήρησε ότι η συγκέντρωση ήταν ειρηνική, αλλά έφυγε όταν άρχισε να βρέχει. Από ανησυχία για τα παιδιά λόγω της αλλαγής του καιρού, ο Άλμπερτ Πάρσονς, η Λίζυ Χολμς, η γυναίκα του Λούσι και τα παιδιά τους έφυγαν για το στέκι του Ζεφ στην οδό Λέικ, και τους ακολούθησαν πολλοί διαδηλωτές. Η συγκέντρωση έληξε γύρω στις 10 το βράδυ και στο τέλος, αφού είχε φύγει ο Πάρσονς και ο κόσμος άρχισε να διαλύεται, μια μεγάλη ομάδα μπάτσων προσπάθησε να διώξει βίαια το πλήθος. Σ’ εκείνο το σημείο πετάχτηκε μια βόμβα στην πλατεία, σκοτώνοντας έναν μπάτσο και τραυματίζοντας άλλους. Έπεσαν πυροβολισμοί, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν άλλα 7 άτομα και πολλά άλλα να τραυματιστούν.

Κανείς δεν ήξερε ποιος πέταξε τη βόμβα αλλά ακολούθησε χάος, καθώς οι μπάτσοι άρχισαν να πυροβολούν κατά του πλήθους. Αρκετοί διαδηλωτές και αστυνομικοί πέθαναν, οι μπάτσοι δέχονταν κυρίως φιλικά πυρά. Ο Πάρσονς έπινε μια μπύρα στου Ζεφ όταν είδε μια λάμψη και άκουσε την έκρηξη και μετά τους πυροβολισμούς.

Κάποιοι αναγνώρισαν τον Ρούντολφ Σνάουμπελτ σαν το άτομο που πέταξε τη βόμβα. Ο Σνάουμπελτ συνελήφθη αλλά μετά αφέθηκε ελεύθερος, ενώ κάποιοι έλεγαν ότι έδρασε σαν προβοκάτορας.

Οι αρχές προσήγαγαν εφτά άτομα τις μέρες μετά τα γεγονότα στο Χεϊμάρκετ. Αυτοί οι εφτά είχαν διασυνδέσεις με το αναρχικό κίνημα και πολλοί πίστευαν ότι αφού προωθούσαν ριζοσπαστικές ιδέες, μπορεί να συμμετείχαν και στη συνωμοσία. Ο Πάρσονς απέφυγε τη σύλληψη και πήγε στο Γαουκέσα του Γουισκόνσιν, όπου και έμεινε μέχρι τις 21 Ιουνίου. Μετά παραδόθηκε όταν ξεκίνησε η δίκη, αλληλέγγυος στους συντρόφους του.

Ο Γουίλιαμ Πέρκινς Μπλακ, δικηγόρος αστικών υποθέσεων, ανέλαβε την υπεράσπιση, παρ’ ότι απομονώθηκε και έχασε τη δουλειά του γι’ αυτή του την επιλογή. Οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι κανείς απ’ τους 8 δεν πέταξε τη βόμβα. Αλλά όλοι κρίθηκαν ένοχοι, και μόνο ο Όσκαρ Νίμπη καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκιση, ενώ οι υπόλοιποι σε θάνατο. Ο Σάμιουελ Φήλντεν και ο Μάικλ Σβαμπ ζήτησαν επιείκεια και οι ποινές τους μετατράπηκαν σε ισόβια κάθειρξη στις 10/11/1887, από τον κυβερνήτη Ρίτσαρντ Τζέιμς Όγκλσμπι, που έχασε σε δημοτικότητα γι’ αυτή του την κίνηση. Αυτοί οι 3 έλαβαν αμνηστία από τον κυβερνήτη του Ιλινόις Τζον Πήτερ Άλτγκελντ, και απελευθερώθηκαν στις 26/6/1893.

Την εβδομάδα πριν την εκτέλεσή του, ο Συναγερμός εκδόθηκε ξανά για πρώτη φορά μετά τα γεγονότα του Χεϊμάρκετ, με ένα γράμμα του Άλμπερτ Πάρσονς στη σελίδα 2, γραμμένο από το κελί 29 των μελλοθάνατων. Στο κείμενό του, ο Πάρσονς ονομάζει τον Ντάιερ Ντ. Λουμ ως συνεχιστή του στην έκδοση και καταθέτει τις τελικές συμβουλές στους υποστηρικτές του:

chikago-8«Τώρα άλλα χέρια αναλαμβάνουν το καθήκον μου σαν εκδότη αυτής της εφημερίδας. Αν και πεσμένος, τραυματισμένος ίσως προς το θάνατο, στη μάχη για ελευθερία, η προϋπόθεση – ο Τύπος – που τα χέρια μου βάσταξαν ψηλά στο μέσο του αγώνα, θα συναντηθεί με άλλα χέρια, και ίσως ξανά και ξανά θα εναλλάσσονται, αν χρειάζεται, ωσότου η πορφυρή σημαία κυματίσει με θρίαμβο πάνω απ’ τους εχθρούς της ειρήνης, της αδελφωσύνης και της ευτυχίας».

«Και τώρα σε όλους λέω: μη διστάζετε. Αφήστε να ξεμπροστιαστούν οι ανισότητες του καπιταλισμού: να εκτεθεί η σκλαβιά του νόμου, διακηρύξτε την τυραννία της κυβέρνησης, καταδικάστε την απληστία, την σκληρότητα, τις εξευτελιστικές πράξεις της προνομιούχας τάξης που ξεσαλώνει διασκεδάζοντας από την εργασία των μισθωτών σκλάβων τους».

Στις 10/11/1887, ο καταδικασμένος κρατούμενος Λούις Λινγκ αυτοκτόνησε στο κελί του με καψύλιο κρυμμένο σε τσιγάρο. Την επόμενη μέρα ο Πάρσονς, ο Αύγουστος Σπάις, ο Αδόλφος Φίσερ και ο Τζορτζ Ένγκελ απαγχονίστηκαν.

Ο Πάρσονς θα μπορούσε να είχε ζητήσει να μετατραπεί η ποινή του σε ισόβια κάθειρξη, αλλά αρνήθηκε να γράψει γράμμα στον κυβερνήτη, επειδή έτσι θα ήταν σαν να παραδέχεται την ενοχή του.

Τα τελευταία του λόγια, λίγο πριν απαγχονιστεί, ήταν: «Θα μπορέσω να μιλήσω, ώ, άνδρες της Αμερικής; Αφήστε με να μιλήσω, Σερίφη Μέισον! Αφήστε τη φωνή του λαού να ακουστεί! Ο…». Αλλά το νεύμα είχε δοθεί και το σκοινί της κρεμάλας έκοψε στη μέση τη φράση του.

Αναρχικός Πυρήνας ΞΑΝΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 127, Μάιος 2013
Both comments and trackbacks are currently closed.