Tο πείραμα του Στάνφορντ (Μέρος Α΄)

Το κείμενο αυτό αναφέρεται σ’ ένα πείραμα που έγινε πριν από 40 χρόνια. Τον Αύγουστο του 1971, αποφασίστηκε από το πανεπιστήμιο του Στάνφορντ στην Καλιφόρνια η πραγματοποίηση ενός πειράματος. Εννέα άνθρωποι θα έπαιζαν το ρόλο των φυλακισμένων και άλλοι εννέα θα είχαν το ρόλο των δεσμοφυλάκων.

Πρόκειται για ένα πείραμα που επιβεβαίωσε με τον πιο κραυγαλέο τρόπο πως οι εξουσιαστικές σχέσεις μεταμορφώνουν τους ανθρώπους. Μετατρέπουν τους μεν ανθρωποφύλακες σε μη ανθρώπινα όντα, τους δεν έγκλειστους σε ανδράποδα. Πρόκειται για ένα πείραμα που, ενώ είχε προγραμματιστεί να διαρκέσει δώδεκα μέρες, διακόπηκε μόλις στις πρώτες έξη ημέρες εξ αιτίας των ανεξέλεγκτων επιπτώσεων και καταστάσεων που προέκυψαν.

Το πείραμα αυτό, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε από τους εξουσιαστές, επιβεβαιώνει αυτό που οι αναρχικοί υποστηρίζουν, βασισμένοι στην πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης: Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΣΕ ΒΑΣΑΝΙΣΤΕΣ, ΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΑ ΚΤΗΝΗ. Δεν είναι λοιπόν οι άνθρωποι από τη φύση τους εγκληματίες ή βασανιστές. Οι εξουσιαστικές σχέσεις και η συνέπεια στην εφαρμογή των εξουσιαστικών κανόνων πραγματοποιούν, στις περισσότερες περιπτώσεις, μια ποιοτική μεταβολή, όπου το μόνο που απομένει είναι τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά.

Ας σημειωθεί πως τα περισσότερα «ρεάλιτυ σόου» έχουν τις ρίζες τους σ’ αυτό το πείραμα, όπου ο εγκλεισμός γίνεται «παιχνίδι» και η παρατήρηση των συμπεριφορών πλούσιο πεδίο ερευνών από τους επιστήμονες και τους μηχανισμούς της κυριαρχίας που αυτοί υπηρετούν. Χρησιμοποιούνται στην κατεύθυνση της αλλοίωσης και εκμηδένισης της ανθρώπινης ύπαρξης και στον εθισμό της κοινωνίας στις «αρετές» των βασανιστηρίων και της απανθρωποποίησης…

***

Ένα ήσυχο κυριακάτικο πρωινό κάποιου Αυγούστου, ένα περιπολικό διέσχισε τους δρόμους του Palo Alto στην Καλιφόρνια και συνέλαβε κάποιους φοιτητές για παράβαση του Ποινικού Κώδικα αρθρ. 211 (ένοπλη ληστεία) και 459 (διάρρηξη). Οι συλλήψεις ήταν μέρος μαζικότερων συλλήψεων. Ο «ύποπτος» συλλαμβάνονταν σπίτι του, όπου του απάγγειλαν τις κατηγορίες που τον βάρυναν και τον ενημέρωναν για τα νόμιμα δικαιώματά του. Αφού τον έψαχναν και του περνούσαν χειροπέδες τον μετέφεραν στο Αστυνομικό Τμήμα με τη σειρήνα του περιπολικού σε λειτουργία. Στο Α.Τ. γινόταν επίσημη εγγραφή στο βιβλίο συμβάντων, τον ενημέρωναν και πάλι για τα «δικαιώματα του», του έπαιρναν τα δακτυλικά του αποτυπώματα και γινόταν επίσημη εξακρίβωση των στοιχείων του. Έπειτα τον μετέφεραν σε ένα κελί, όπου κρατούνταν με τα μάτια δεμένα να αναρωτιέται ποια θα είναι η τύχη του και τι ήταν αυτό που είχε κάνει για να βρεθεί σε αυτή τη θέση. Οι μέθοδοι της αστυνομίας προκαλούν στον συλληφθέντα σύγχυση, φόβο και γενικά είναι απάνθρωπες. Ο αστυνομικός φορά γυαλιά ηλίου, όπως οι ανθρωποφύλακές μας και όπως ο αρχηγός της Εθνικής Φρουράς που εισέβαλλε στη φυλακή της Νέας Υόρκης Attica στη διάρκεια της αιματηρής εξέγερσης του 1971.

Αυτό που είχε συμβεί στους υπόπτους αυτούς είναι πως είχαν απαντήσει σε μια αγγελία τοπικής εφημερίδας η οποία αναζητούσε εθελοντές για μια μελέτη, σχετικά με τις ψυχολογικές επιπτώσεις της ζωής στη φυλακή. Η μελέτη αποσκοπούσε στο να διερευνήσει τις επιπτώσεις στον άνθρωπο, όταν αυτός γίνει κρατούμενος ή ανθρωποφύλακας. Για να γίνει αυτό στήθηκε μια «εικονική» φυλακή και έγιναν παρατηρήσεις πάνω στη συμπεριφορά των εγκλείστων. Οι εθελοντές ήταν πάνω από 70 στον αριθμό και αφού πέρασαν διαγνωστικές συνεντεύξεις και τεστ προσωπικότητας, ώστε να αποκλειστούν όσοι είχαν ψυχολογικά προβλήματα, σοβαρά ιατρικά προβλήματα, ποινικό μητρώο ή ήταν χρήστες ουσιών, έγιναν δεκτοί 24 φοιτητές από τις ΗΠΑ και τον Καναδά οι οποίοι διέμεναν στην περιοχή του Στάνφορντ και ήθελαν να κερδίσουν 15$ την ημέρα. Απ’ όσο διερευνήσαμε η συμπεριφορά τους ήταν φυσιολογική.

Η μελέτη λοιπόν της ζωής στη φυλακή άρχισε με μια ομάδα υγιών, έξυπνων μεσοαστών. Οι νεαροί χωρίστηκαν αυθαίρετα σε δύο ομάδες. Στους μισούς ανατέθηκε ο ρόλος του ανθρωποφύλακα και στους υπόλοιπους ο ρόλος του φυλακισμένου. Πρέπει να σημειώσουμε πως οι δύο ομάδες δεν είχαν αρχικά διαφορές μεταξύ τους.

Για να στηθεί η εικονική φυλακή, ζητήσαμε την βοήθεια έμπειρων συμβούλων. Μεταξύ τους ήταν και ένας πρώην κρατούμενος που είχε περάσει σχεδόν 17 χρόνια στη φυλακή. Αυτός μας κατέδειξε πως είναι να είσαι φυλακισμένος. Μας σύστησε και σε μια ομάδα άλλων πρώην κρατουμένων και ανθρωποφυλάκων, στη διάρκεια ενός κύκλου μαθημάτων που είχε προηγηθεί στο Στάνφορντ, με τίτλο «Η ψυχολογία του εγκλεισμού».

Η φυλακή κατασκευάστηκε στο υπόγειο του κτιρίου όπου στεγάζεται το τμήμα Ψυχολογίας του Στάνφορντ, κλείνοντας τα δύο άκρα ενός διαδρόμου. Ο διάδρομος ήταν η «Αυλή» και ήταν ο μοναδικός εξωτερικός χώρος στον οποίον μπορούσαν οι κρατούμενοι να περπατήσουν, να φάνε ή να ασκηθούν, εκτός από την τουαλέτα όπου βρίσκονταν πιο κάτω και όπου πήγαιναν με δεμένα τα μάτια, για να μην γνωρίζουν δρόμο διαφυγής από τη φυλακή.

Για να κατασκευάσουμε τα κελιά βγάλαμε τις πόρτες από κάποια εργαστήρια και τις αντικαταστήσαμε με πόρτες με σιδερένιες μπάρες, στις οποίες βάλαμε αριθμό κελιού.

Στο ένα άκρο του διαδρόμου υπήρχε μια μικρή οπή, από την οποία μπορούσαμε να βιντεοσκοπούμε τα γεγονότα που διαδραματίζονταν μέσα. Στην μια μεριά του διαδρόμου υπήρχε μια μικρή ντουλάπα, την οποία ονομάσαμε «η Τρύπα», ή απομόνωση. Ήταν σκοτεινή και πολύ περιορισμένη (δύο πόδια πλάτος και δύο μήκος, με ύψος όμως αρκετό, ώστε να μπορεί να σταθεί όρθιος ο κρατούμενος).

Με ένα σύστημα ενδοεπικοινωνίας (intercom) μπορούσαμε να ακούμε κρυφά τι συζητούσαν μεταξύ τους οι κρατούμενοι και επίσης να κάνουμε ανακοινώσεις. Δεν υπήρχαν παράθυρα ή ρολόγια για να μπορούν να υπολογίζουν τον χρόνο, πράγμα που αργότερα οδήγησε σε παραισθήσεις σχετικά με τον χρόνο.

Τώρα η φυλακή ήταν έτοιμη να υποδεχτεί τους «υπόπτους», οι οποίοι είχαν συλληφθεί και βρισκόντουσαν στα κρατητήρια του Α.Τ. του Palo Alto.

Με δεμένα τα μάτια και σε κατάσταση ήπιου σοκ από τις αιφνιδιαστικές συλλήψεις από την αστυνομία, οι κρατούμενοι μπήκαν σ’ ένα αυτοκίνητο και οδηγήθηκαν στην «Φυλακή του Στάνφορντ» για τα περαιτέρω. Έμπαιναν στη φυλακή ένας-ένας. Ο φύλακας τους χαιρετούσε και τους ανακοίνωνε τη σοβαρότητα των παραπτωμάτων τους και της νέας τους κατάστασης ως φυλακισμένων.

Ο κάθε κρατούμενος έπρεπε να γδυθεί ώστε να τον ψάξουν ενδελεχώς. Έπειτα τον ψέκαζαν με ένα ειδικό σπρέι, καθώς υποθετικά μπορεί να ήταν φορέας μικροβίων ή να είχε ψείρες.

Η διαδικασία αυτή είχε στόχο εν μέρει να τους υποβιβάσει και εν μέρει να διασφαλιστεί ένα επίπεδο υγιεινής.

Η διαδικασία αυτή ήταν παρόμοια με τις σκηνές του Danny Lyons από αυτές τις φυλακές του Τέξας.

Έπειτα, έδιναν στον κρατούμενο μία φόρμα ή γυναικείο φουστάνι που έφερε στο μπρος και στο πίσω μέρος τον αριθμό ταυτότητας του κρατούμενου. Η ένδυσή τους περιορίζονταν σ΄ ένα μοναδικό κομμάτι. Επίσης δεν επιτρέπονταν να φορούν εσώρουχο. Στο δεξιό αστράγαλο κάθε κρατούμενου ήταν περασμένη μια βαριά αλυσίδα η οποία δεν έβγαινε ποτέ. Για υπόδημα φορούσαν πλαστικές παντόφλες και κάλυπταν τα μαλλιά με ένα σκουφί από νάιλον κατασκευασμένο από γυναικείο καλσόν.

Πρέπει να διευκρινίσουμε πως προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε μια λειτουργική προσομοίωση της φυλακής όχι μια αληθινή φυλακή. Οι πραγματικοί άντρες κρατούμενοι δεν φορούν φουστάνια, όμως αισθάνονται υποβιβασμένοι και ευνουχισμένοι. Ο στόχος μας ήταν να προκαλέσουμε παρόμοιες επιπτώσεις άμεσα, υποχρεώνοντας τους να φορέσουν φουστάνι χωρίς εσώρουχο. Πράγματι, μόλις κάποιοι από τους κρατούμενους ντύθηκαν με αυτή την περιβολή, άρχισαν να περπατούν και να κάθονται διαφορετικά, και να στέκονται διαφορετικά -περισσότερο σαν γυναίκες παρά σαν άντρες.

Η αλυσίδα στο πόδι, που δεν είναι συνήθης στις περισσότερες φυλακές, χρησιμοποιήθηκε ώστε να υπενθυμίζει στους φυλακισμένους την καταπιεστική ατμόσφαιρα του περιβάλλοντός τους. Ακόμη κι όταν κοιμόντουσαν, οι κρατούμενοι ένιωθαν αυτή την καταπίεση. Όταν γύριζε πλευρό στον ύπνο, η αλυσίδα χτυπούσε στο άλλο πόδι, και ο κρατούμενος αναγκαστικά ξυπνούσε. Έτσι του υπενθύμιζε ότι βρισκόταν ακόμη στη φυλακή, και του ήταν αδύνατο να το σκάσει ακόμη και στα όνειρά του.

Η χρήση των αριθμών ταυτότητας ήταν ένα μέσο ώστε να αισθανθεί ο κρατούμενος ανώνυμος. Τον καλούσαν αποκλειστικά με αυτόν τον αριθμό και μπορούσε να αναφέρεται ο ίδιος και να απευθύνει το λόγο στους συγκρατούμενούς του, χρησιμοποιώντας μόνο αυτόν τον αριθμό.

Η καλύπτρα του κεφαλιού χρησίμευσε ως εναλλακτική λύση στο υποχρεωτικό ξύρισμα στο οποίο υπόκεινται οι κρατούμενοι. Η διαδικασία αυτή, που λαμβάνει χώρα στις περισσότερες φυλακές, καθώς και στο στρατό στοχεύει εν μέρει στο να ελαχιστοποιήσει την προσωπικότητα του κάθε ατόμου, καθώς το στυλ της κόμμωσης ή το μήκος αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας, αλλά και εν μέρει στο να μπουν οι κρατούμενοι στο πνεύμα της φυλακής, όπου πρέπει να συμμορφώνονται με αυθαίρετους, υποχρεωτικούς κανόνες. Η δραματική αλλαγή στην εξωτερική εμφάνιση ενός ατόμου όταν του ξυρίσουν το κεφάλι είναι, για παράδειγμα, ευδιάκριτη.

ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

Οι ανθρωποφύλακες δεν είχαν ειδική κατάρτιση για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται. Αντιθέτως ήταν ελεύθεροι, ως ένα βαθμό, να κάνουν ό,τι θεωρούσαν αναγκαίο ώστε να διατηρήσουν την τάξη στην φυλακή και να αποπνέουν τον σεβασμό στους κρατούμενους. Οι ανθρωποφύλακες έφτιαξαν τους δικούς τους κανόνες, τους οποίους έθεσαν σε εφαρμογή υπό την επίβλεψη του φύλακα David Jaffe, προπτυχιακού φοιτητή στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Τους έγιναν βέβαια συστάσεις σχετικά με τη σοβαρότητα της αποστολής τους και τους πιθανούς κινδύνους που θα αντιμετώπιζαν στην φυλακή, όπως γίνεται και στους πραγματικούς ανθρωποφύλακες όταν αναλαμβάνουν καθήκοντα.

Όπως και οι πραγματικοί κρατούμενοι, οι κρατούμενοι της φυλακής μας ανέμεναν κάποια κακομεταχείριση, καθώς και παραβίαση της ιδιωτικής τους ζωής, αλλά και άλλων δικαιωμάτων, καθώς και την ελάχιστη ανάλογη διατροφή, όλα αυτά βέβαια με την συναίνεση τους.

Αυτή είναι η περιβολή των ανθρωποφυλάκων. Όλοι ήταν ντυμένοι με πανομοιότυπες χακί φόρμες, είχαν περασμένη στο λαιμό μια σφυρίχτρα και κρατούσαν κλομπ, τα οποία είχαμε δανειστεί από την αστυνομία. Επίσης φορούσαν ειδικά γυαλιά ηλίου, μια ιδέα την οποία δανείστηκα από την ταινία «Cool Hand Luke». Τα γυαλιά ηλίου με καθρέπτη δεν επέτρεπαν στους κρατούμενους να βλέπουν τα μάτια των ανθρωποφυλάκων τους ή να καταλαβαίνουν τα συναισθήματά τους, γεγονός που βοήθησε ακόμη περισσότερο στη διατήρηση της ανωνυμίας τους. Μελετούσαμε φυσικά όχι μόνο τη συμπεριφορά των κρατουμένων, αλλά και των φυλάκων, οι οποίοι έπαιζαν τον ρόλο του ισχυρού.

Ξεκινήσαμε το πείραμα με εννέα φύλακες και εννέα κρατούμενους. Τρεις φύλακες έκαναν τρεις οχτάωρες βάρδιες, ενώ οι κρατούμενοι βρίσκονταν στα κελιά τους καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου. Οι υπόλοιποι ήταν σε αναμονή, σε περίπτωση που χρειάζονταν. Τα κελιά ήταν πολύ μικρά, με μόλις τρία ράντζα, στα οποία μπορούσαν να κοιμηθούν ή να καθίσουν και ελάχιστο χώρο για οτιδήποτε άλλο.

ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Στις 2.30 τη νύχτα, οι ανθρωποφύλακες ξυπνούσαν τους κρατούμενους με καταιγισμό από σφυρίγματα για να γίνει καταμέτρηση. Οι καταμετρήσεις είχαν στόχο να εξοικειώσουν τους κρατούμενους με τον αριθμό ταυτότητάς τους. Γίνονταν πολλές φορές την ημέρα και συχνά και την νύχτα. Κυρίως όμως παρείχαν την δυνατότητα στους φύλακες να ασκήσουν εξουσία στους κρατούμενους. Στην αρχή οι κρατούμενοι δεν καταλάβαιναν την σοβαρότητα των καταμετρήσεων αυτών. Προσπαθούσαν να δείξουν ότι είναι ανεξάρτητοι. Και οι φύλακες, όμως, είχαν μια δυσκολία στο πώς να επιβληθούν. Έτσι άρχισε μια σειρά αντιπαραθέσεων μεταξύ τους.

Η επιβολή ασκήσεων (πους-απς) ήταν μια συνήθης σωματική τιμωρία που χρησιμοποιούσαν οι ανθρωποφύλακες, για να τιμωρήσουν παραβιάσεις των κανόνων ή ανάρμοστη συμπεριφορά -μια τιμωρία μάλλον απλή και μικρή. Αργότερα όμως μάθαμε πως τα πους – απ ήταν μια μορφή τιμωρίας στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως δείχνεται και από το σχέδιο ενός πρώην κρατούμενου εκεί, του Alfred Kantor. Αξίζει να σημειώσουμε πως ένας από τους φύλακες ανέβαινε στη πλάτη του φυλακισμένου στη διάρκεια της άσκησης ή έβαζαν άλλους κρατούμενους να το κάνουν αυτό.

ΕΠΙΒΟΛΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ

Καθώς η πρώτη μέρα πέρασε χωρίς κάποιο γεγονός, ήμασταν τελείως απροετοίμαστοι για την εξέγερση, η οποία ακολούθησε την επομένη το πρωί. Οι κρατούμενοι έβγαλαν τα νάιλον σκουφιά τους, έσκισαν τους αριθμούς ταυτότητας και οχυρώθηκαν μέσα στα κελιά τους βάζοντας τα κρεβάτια μπροστά στις πόρτες. Τι έπρεπε να γίνει; Οι φύλακες είχαν θυμώσει πολύ, καθώς οι κρατούμενοι άρχισαν να τους βρίζουν και να τους καταριούνται κι αυτοί. Η πρωινή βάρδια εκνευρίστηκε με την βραδινή βάρδια η οποία είχε δείξει επιείκεια. Το τι έπραξαν έχει ενδιαφέρον.

Αρχικά, επέμειναν στο να έρθουν ενισχύσεις. Οι τρεις που ήταν σε αναμονή στα σπίτια τους, καθώς και οι φύλακες της βραδινής βάρδιας, έμειναν για να ενισχύσουν την πρωινή βάρδια. Αποφάσισαν να απαντήσουν στη βία με βία.

Πήραν έναν πυροσβεστήρα και τους απομάκρυναν από την πόρτα (οι πυροσβεστήρες βρίσκονταν εκεί για λόγους ασφαλείας).

Οι φύλακες μπήκαν βίαια σε κάθε κελί, έγδυσαν τους κρατούμενους, έβγαλαν τα κρεβάτια έξω, έβαλαν τον υποκινητή της εξέγερσης στην απομόνωση και γενικά κακομεταχειρίστηκαν και τρομοκράτησαν τους κρατούμενους.

ΕΙΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ

Η εξέγερση κατεστάλη προσωρινά, τώρα όμως οι ανθρωποφύλακες αντιμετώπιζαν ένα νέο πρόβλημα. Εννέα φύλακες οπλισμένοι με γκλομπ φυσικά και μπορούν να καταστείλουν μια εξέγερση εννέα κρατουμένων, όμως δεν γινόταν να υπάρχουν εννέα φύλακες ανά πάσα στιγμή. Ο προϋπολογισμός της φυλακής δεν επέτρεπε αυτού του είδους την αναλογία. Τι θα γινόταν; Ένας ανθρωποφύλακας βρήκε μια λύση. Πρότεινε να χρησιμοποιηθούν ψυχολογικές μέθοδοι αντί για σωματικές. Οι ψυχολογικοί μέθοδοι κατέληξαν στο στήσιμο ενός κελιού με ειδικά προνόμια.

Ένα από τα τρία κελιά σχεδιάστηκε ώστε να είναι κελί για προνομιούχους. Οι φύλακες έδωσαν στους τρεις κρατούμενους που είχαν τη μικρότερη συμμετοχή ειδικά προνόμια. Πήραν πίσω τα ρούχα τους, τα κρεβάτια τους και τους επέτρεψαν να πλυθούν και να βουρτσίσουν τα δόντια τους. Στους άλλους δεν επετράπη τίποτε από όλα αυτά. Μάλιστα οι προνομιούχοι έφαγαν ειδικό φαγητό παρουσία των υπολοίπων, οι οποίοι είχαν χάσει το δικαίωμα να τρώνε για ένα διάστημα. Η επίπτωση ήταν να σπάσει η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατούμενων.

Μετά από μισή μέρα, οι φύλακες πήραν κάποιους από τους «καλούς» και τους έβαλαν σε μη προνομιούχα κελιά και κάποιους από τους «κακούς» και τους έβαλαν στο προνομιούχο κελί, προκαλώντας σύγχυση σε όλους ανεξαιρέτως τους κρατούμενους. Οι κρατούμενοι που είχαν πρωτοστατήσει στην εξέγερση άρχισαν να πιστεύουν ότι οι κρατούμενοι του προνομιούχου κελιού πρέπει να είναι καταδότες και ξαφνικά οι κρατούμενοι άρχισαν να δυσπιστούν ο ένας με τον άλλον. Ο πρώην κρατούμενος, ο οποίος μας συμβούλευε, μας ενημέρωσε ότι μια παρόμοια ψυχολογική μέθοδος χρησιμοποιείται από τους πραγματικούς ανθρωποφύλακες στις αληθινές φυλακές, ώστε να σπάσουν τις συμμαχίες μεταξύ των κρατουμένων. Για παράδειγμα, ο ρατσισμός χρησιμοποιείται ώστε να στρέψουν τους μαύρους, τους μεξικάνους και τους αγγλόφωνους, τον έναν εναντίον του άλλου. Στην πραγματικότητα στην αληθινή φυλακή ο κίνδυνος για τους κρατούμενους προέρχεται κυρίως απ’ τους συγκρατούμενούς τους. Χρησιμοποιώντας το διαίρει και βασίλευε οι ανθρωποφύλακες δημιουργούν εντάσεις μεταξύ των κρατούμενων, διώχνοντας την ένταση από πάνω τους.

Η εξέγερση των κρατουμένων έπαιξε επίσης καταλυτικό ρόλο στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των ανθρωποφυλάκων. Ξαφνικά, η φυλακή μας δεν ήταν πια ένα πείραμα, μια απλή προσομοίωση. Οι φύλακες έβλεπαν πια τους κρατούμενους σαν ταραχοποιούς που ήθελαν να τους βλάψουν, που μπορούσαν πράγματι να τους προξενήσουν κάποιο κακό. Σε ανταπάντηση σε αυτή την απειλή οι φύλακες άρχισαν να αυξάνουν τον έλεγχο, την επιτήρηση και την επιθετικότητα.

Κάθε συμπεριφορά των κρατούμενων ελέγχονταν εντελώς και αυθαίρετα από τους φύλακες. Ακόμη και η επίσκεψη στην τουαλέτα είχε γίνει ένα προνόμιο, το οποίο μπορούσε ο φύλακας να επιτρέψει ή να αρνηθεί στον κρατούμενο ανάλογα με τα κέφια του. Πράγματι, μετά τις 10 που έσβηναν τα φώτα, οι κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να κατουρήσουν ή να αφοδεύσουν σ’ ένα κουβά που υπήρχε μέσα στο κελί. Περιστασιακά οι φύλακες δεν επέτρεπαν το άδειασμα των κουβάδων, έτσι ώστε η δυσάρεστη οσμή να κάνει το περιβάλλον ακόμη πιο ανυπόφωρο.

Οι ανθρωποφύλακες ήταν ιδιαιτέρως σκληροί με τον υποκινητή της εξέγερσης, τον κρατούμενο αριθ. 5401. Ήταν καπνιστής και τον έλεγχαν, κανονίζοντας την δυνατότητά του να καπνίσει. Αργότερα μάθαμε λογοκρίνοντας την αλληλογραφία των κρατουμένων πως ήταν στην πραγματικότητα ακτιβιστής. Είχε λάβει μέρος στη μελέτη μας, ώστε να ξεσκεπάσει τα κακώς κείμενα της έρευνάς μας, καθώς πίστευε πως ήταν εργαλείο του ιδρύματος για να προσπαθήσει να ελέγξει τους ακτιβιστές φοιτητές. Μάλιστα είχε σχεδιάσει να πουλήσει την ιστορία σε μια εφημερίδα του underground χώρου, όταν το πείραμα θα είχε τελειώσει. Πάντως, ένιωσε στο πετσί του τον ρόλο του κρατούμενου, τόσο που ήταν περήφανος για την εκλογή του ως αρχηγός της Επιτροπής Παραπόνων των Κρατουμένων του Στάνφορντ, όπως έγραφε στη φίλη του.

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΥ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΤΗΚΕ

Ο κρατούμενος αριθ. 8612, άρχισε να νιώθει ισχυρές συναισθηματικές διαταραχές, να έχει μη δομημένη σκέψη, να κλαίει ανεξέλεγκτα και να νιώθει οργή με λιγότερες από 36 ώρες στο πείραμα. Παρ’ όλ’ όλα αυτά, σκεφτόμασταν ήδη όπως οι αρχές μιας φυλακής και πιστέψαμε πως προσπαθούσε να μας κοροϊδέψει, ώστε να τον αφήσουμε ελεύθερο.

Ο κύριος σύμβουλός μας τον ανέκρινε και του πρόσαψε πως ήταν πολύ αδύναμος, και του είπε πως αυτή η κακομεταχείριση δεν ήταν τίποτα σε σχέση με αυτά που περνάνε οι κρατούμενοι στις φυλακές του San Quentin λόγου χάριν. Του έκανε δε την πρόταση να γίνει καταδότης. Σε αντάλλαγμα δεν θα τον κακομεταχειρίζονταν. Είπε πως θα το σκεφτόταν.

Στην επόμενη καταμέτρηση. Ο κρατούμενος αριθ. 8612 είπε στους υπόλοιπους: «Δεν μπορείτε να φύγετε. Δεν μπορείτε να τα παρατήσετε». Αυτό έστειλε ένα παγερό μήνυμα και όξυνε την αίσθησή τους, ότι ήταν πράγματι κρατούμενοι. Τότε ο εν λόγω κρατούμενος άρχισε να συμπεριφέρεται σαν παλαβός, ούρλιαζε, καταριόταν και τον έπιανε μια ανεξέλεγκτη οργή. Μετά από κάποιο διάστημα αποφασίσαμε ότι όντως είχε πρόβλημα και τον ελευθερώσαμε.

ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ

Την επόμενη μέρα, αποφασίσαμε να υπάρχει κάποια ώρα για επισκεπτήριο. Ανησυχούσαμε πως όταν οι γονείς θα έβλεπαν τις δύσκολες συνθήκες της φυλακής μας θα επέμεναν να πάρουν τα παιδιά τους στο σπίτι. Για να αντιπαρέρθουμε μια τέτοια εξέλιξη φροντίσαμε να μετατρέψουμε την δυσάρεστη φυλακή μας σε ένα περιβάλλον το οποίο να μοιάζει ευχάριστο και ευεργετικό. Βάλαμε τους φυλακισμένους να πλυθούν, να ξυριστούν και να καλλωπιστούν, τους βάλαμε να καθαρίσουν και να γυαλίσουν τα κελιά τους, τους βάλαμε να φάνε ένα γερό δείπνο, βάλαμε μουσική να ακούγεται μέσω της ενδοεπικοινωνίας και βάλαμε και μια ελκυστική πρώην μαζορέτα, την Susie Phillips, να χαιρετά τους επισκέπτες στην είσοδο.

Όταν καμιά δωδεκαριά επισκέπτες έφθασαν, καλοπροαίρετοι απέναντι σε μια καινοτόμα, διασκεδαστική νέα εμπειρία, τους βάλαμε με σύστημα να υποστούν διάφορες διαδικασίες, όπως να εγγράψουν τα ονόματά τους ή να περιμένουν μισή ώρα. Ακόμη τους είπαμε πως μόνο δύο επισκέπτες επιτρέπονταν ανά άτομο, για μόλις 10 λεπτά και με την επιτήρηση του φύλακα. Πριν την είσοδό τους θα έπρεπε να συζητήσουν με τον ανώτατο διευθυντή την υπόθεση του γιου τους. Φυσικά, οι γονείς διαμαρτυρήθηκαν για τους αυθαίρετους κανόνες αυτούς όμως, περιέργως πώς, τους ακολούθησαν. Έτσι σαν καλοί μεσο-αστοί έπαιξαν κι αυτοί τον ρόλο τους στο πείραμά μας.

Ορισμένοι γονείς, όταν είδαν πόσο κουρασμένα και στρεσαρισμένα ήταν τα παιδιά τους, ενοχλήθηκαν. Όμως, η αντίδρασή τους ήταν να χρησιμοποιήσουν το σύστημα, έτσι ώστε να κάνουν αίτηση στον διευθυντή για να βελτιώσει τις συνθήκες κράτησης του παιδιού τους. Όταν μια μητέρα μου είπε πως δεν είχε ξαναδεί το παιδί της σε χειρότερη κατάσταση, της απάντησα παίρνοντας το βάρος από τις κακές συνθήκες και ρίχνοντάς το στον γιο της. «Τι πρόβλημα έχει το παιδί σας; Δεν κοιμάται καλά;» Έπειτα στράφηκα στον πατέρα και του είπα «Τι γίνεται, δεν νομίζετε πως ο γιος σας μπορεί να το αντέξει αυτό

Μου απάντησε: «Μα πως, είναι πολύ σκληρό παιδί, ένας αρχηγός». Και γυρνώντας στη μάνα της είπε: «Πάμε γλυκιά μου, χάσαμε ήδη αρκετό χρόνο». Και σε μένα «Θα σας δούμε στο επόμενο επισκεπτήριο».

Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 33, 1 Δεκεμβρίου 2004

Το Δεύτερο Μέρος ΕΔΩ

Both comments and trackbacks are currently closed.