MNHMONIAKOI KAI ANTIMNHMONIAKOI: Η ΑΡΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ Σ’ ΟΛΟ ΤΗΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ

mnimoniakoiO όρος σύγκρουση σημαίνει κατ’ αρχάς τον αγώνα, την μάχη ή την πάλη ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα μέρη. Στην ευρεία της, όμως, έννοια περιλαμβάνει, επίσης, την έντονη διαφωνία, αντιπαράθεση ιδεών, ενδιαφερόντων κτλ. Μπορούμε, λοιπόν, να θέσουμε την σύγκρουση ως «ανοικτή» με την μορφή της φυσικής βίας, της ένοπλης εξέγερσης ή του πολέμου και «κλειστή», όταν αντιλαμβανόμαστε λόγου χάρη τα ψυχολογικά θεμέλια μιας αντιπαράθεσης ή τους όρους με τους οποίους αναπτύσσονται, μέσω αυτής, οι ιδέες;

Κατά την γνώμη μας κάτι τέτοιο μόνο σχηματικά μπορεί να επιχειρηθεί.

Σύμφωνα με τον Ελία Κανέτι, η εσωτερική δυναμική του πολέμου, η δυναμική των αγελών αρχικά εμφανίζεται, όταν από την θρηνητική αγέλη γύρω από ένα νεκρό σχηματίζεται μια πολεμική αγέλη, που θέλει να τον εκδικηθεί, ενώ από την πολεμική αγέλη που νίκησε, σχηματίζεται η πολλαπλασιαστική αγέλη του θριάμβου. Ο Κανέτι παρατηρεί ότι ο πρώτος νεκρός είναι εκείνος που μεταδίδει σ’ όλους τους άλλους το αίσθημα της απειλής, παρ’ ότι δεν μπορεί να υπερτονισθεί η σημασία αυτού του πρώτου νεκρού για την γένεση των πολέμων, αφού οι εξουσιαστές, που επιδιώκουν να προκαλέσουν πόλεμο, ξέρουν καλά ότι πρέπει να βρουν ή ακόμη και να επινοήσουν έναν πρώτο νεκρό.

Πολλές φορές αυτός ο πρώτος νεκρός είναι κάποιος, που δεν είχε σαν πρόσωπο καμία επιρροή, ένας άγνωστος δηλαδή άνθρωπος, που όμως η σημασία του θανάτου (ενός μέλους της ομάδας ή της κοινότητας) έγκειται στο ότι γι’ αυτόν (τον θάνατο) ευθύνονται οι εχθροί.

Η απώλεια, λοιπόν, σε  μεγάλο βαθμό γίνεται αντιληπτή ως απειλή, ως μια ανισορροπία σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση.

Έχουμε επανειλημμένα ασχοληθεί με τις συνέπειες της πολιτικής, των λογικών και των επιδράσεών της στον κοινωνικό χώρο, αλλά και στην ανάπτυξη των λεγόμενων ανταγωνιστικών κινημάτων. Σύμφωνα με τον Simmel (γερμανός σοσιαλιστής και φιλόσοφος, 1858-1918) οι κοινωνικές συγκρούσεις αποτελούν από μόνες τους έναν τρόπο ενοποίησης της κοινωνίας. Με άλλα λόγια ο Simmel υποστηρίζει, ότι παρ’ ότι υφίσταται μια σχέση εναντίωσης, παρ’ όλα αυτά παραμένει σχέση. Έτσι οι κοινωνικές συγκρούσεις αποτελούν ενοποιητικό στοιχείο ακόμα και αν το μέρος που επιβάλλεται (το κράτος) καθυποτάσσει με δυναμικά μέσα τα εμπλεκόμενα μέρη. Υπό αυτήν την έννοια, οι κοινωνικές συγκρούσεις αφ’ ενός εξελίσσονται εν τέλει σε σταθεροποιητικούς παράγοντες και αφ’ ετέρου αποτελούν πολλές φορές το γόνιμο έδαφος στο οποίο θα ευδοκιμήσουν αργότερα κινήσεις εκσυγχρονισμού, μεταρρυθμίσεων, διάδοχων πολιτικών καταστάσεων ή το πεδίο ανάδειξης ικανών εξουσιαστών, που θα αντικαταστήσουν φθαρμένα ή πλέον ανεπαρκή πολιτικά πρόσωπα για να εκπροσωπήσουν εξουσιαστικά συμφέροντα.

Έτσι, η διευθέτηση των κοινωνικών συγκρούσεων είναι αυτή που επιλέγεται ακόμα και όταν η πρώτη εντύπωση που διαχέεται είναι εκείνη της «σφοδρής» σύγκρουσης και της επιθυμίας για πλήρη επικράτηση ενός ή περισσοτέρων εμπλεκομένων. Είναι σαφές, όπως έχουμε υποστηρίξει και στο παρελθόν με κάθε ευκαιρία, ότι για εμάς είναι προβληματική η συμμετοχή των αναρχικών στις κοινωνικές συγκρούσεις χωρίς να υπολογίζονται τα παραπάνω και όχι μόνο.

Μα, θα αναρωτηθεί κάποιος, αυτό δεν γίνεται όταν υπάρχει σαφής αναφορά στον αντιθεσμικό χαρακτήρα λόγου χάρη της αναρχικής δράσης, ή στον αδιαμεσολάβητο χαρακτήρα που διέπει τις παρεμβάσεις τους ή τον τρόπο που οργανώνονται; Είναι προφανές, ότι κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν επαρκεί, αλλά πολλές φορές καλύπτει την ένδεια στην επεξεργασία σοβαρών ζητημάτων που προκύπτουν, τον εναγκαλισμό με την πολιτική, και τις φιλοδοξίες των αναρχιστών να αναγνωριστούν πολιτικά μέσω της κινηματικής εξουσίας που θεωρούν ότι κατοχυρώνουν προωθώντας την αυτοοργάνωση. Η κινηματική εξουσία, βέβαια, δεν νοείται χωρίς κινηματικούς πόρους τους οποίους το κίνημα διεκδικεί μέσω της σύγκρουσης, αλλά και της διαπραγμάτευσης, από την κεντρική ή άλλη εξουσία. Οι διαθέσεις παραχωρήσεων από τους εξουσιαστές είναι γνωστό ότι δεν βασίζονται στα κέφια τους ή αντίστοιχα στην κακή τους διάθεση. Οι λόγοι για τους οποίους επιλέγουν να παραχωρήσουν δικαιώματα, να γίνουν ανεκτικοί στις «νησίδες ελευθερίας», να διαπραγματευθούν με σκληρότητα ή χαλαρότητα, ποικίλουν. Το ίδιο συμβαίνει όταν αποφασίζουν να κάνουν μια ωμή επίδειξη δύναμης για να γίνει απολύτως κατανοητό ποιος είναι το αφεντικό, όταν έχουν απέναντί τους κοινωνικές ή πολιτικές ομάδες που θεωρούν ότι είναι υπό διευθέτηση η προηγούμενη θέση τους.

Ας θυμηθούμε για να γίνουμε πιο κατανοητοί, το ζήτημα του περιβόητου εκδημοκρατισμού που έθετε μεταπολιτευτικά με τέτοια επιμονή η αριστερά και βέβαια το Πα.σο.κ. που λίγο αργότερα ανέλαβε την διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο Charles Tilly (Κοινωνικά Κινήματα 1768-2004) επισημαίνει, ότι ο εκδημοκρατισμός ενεργοποιεί συνήθως ουσιώδεις θεσμούς, οι οποίοι στην συνέχεια προωθούν από μόνοι τους τα κοινωνικά κινήματα: «οι πιο προφανείς και διαδεδομένοι από τους θεσμούς αυτούς είναι οι εκλογικές εκστρατείες, τα πολιτικά κόμματα, τα εργατικά συνδικάτα και διάφορες επαγγελματικές οργανώσεις, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, τα λόμπι και οι κυβερνητικοί φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την υποστήριξη ειδικών τμημάτων  του κοινωνικού σώματος. Γενικώς, τέτοιοι θεσμοί διευκολύνουν τα κοινωνικά κινήματα με την παροχή εκφραστικών μέσων για την κινητοποίησή τους, την καθιέρωση συμμάχων που στηρίζουν τις διεκδικήσεις των κοινωνικών κινημάτων χωρίς την άμεση συμμετοχή στις κινηματικές εκστρατείες, τον εντοπισμό δεκτικών φίλων στο εσωτερικό των κυβερνήσεων και με την κατοχύρωση νομικού προηγούμενου για τις εκστρατείες και τις επιδείξεις ΑΕΠΔ (Αξιοσύνη, Ενότητα, Πολυάριθμο, Δέσμευση)».

mnimoniakoi_1Το ζήτημα του εκδημοκρατισμού τέθηκε από την αριστερά στην κατεύθυνση της συνδιαχείρισης της λεγόμενης μεταπολίτευσης, δηλαδή της ανασυγκρότησης του κράτους των θεσμών και των μηχανισμών του. Η αριστερά πιστοποίησε με κάθε τρόπο ότι τα κοινωνικά κινήματα σ’ αυτήν ακριβώς την τροχιά θα κινούνταν τουλάχιστον όσο περνούσε από το χέρι της και βέβαια όσο μεγαλύτερος ήταν κατά καιρούς ο έλεγχος και η καθοδήγηση που ασκούσε.

Με άλλα λόγια το πρόταγμα του εκδημοκρατισμού εκ μέρους της αριστεράς κουβαλούσε από την πρώτη στιγμή τα διαπιστευτήρια και τις εγγυήσεις για μια αργά ή γρήγορα κοινωνική συναίνεση και ευρεία κοινωνική στήριξη στην έλευση εκείνου του κομματικού σχηματισμού (Πα.σο.κ.) που θα κάλυπτε ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά τις κοινωνικές διεκδικήσεις. Το πέρασμα αυτό ονομάστηκε «Αλλαγή», ξορκίζοντας τους όποιους φόβους διατηρούσαν τμήματα της λεγόμενης συντηρητικής οικονομικής και πολιτικής ελίτ, αλλά και ορισμένοι ξένοι πάτρωνες.

Η «Αλλαγή», αυτή η ομαλή όπως διαφημίστηκε μετάβαση από την προηγούμενη κατάσταση στον «σοσιαλισμό», στηρίχθηκε στις κοινωνικές διεκδικήσεις των προηγούμενων ετών. Εξασφάλισε, όμως, ταχύτατα και ευρεία πολιτική συναίνεση, αφού το πρόταγμα της εθνικής συμφιλίωσης συγκινούσε ιδιαίτερα «παλαιά» και «νέα» οικονομικά τζάκια, αφού έφερνε εκτός των άλλων σαν μποναμά και την εργατική ειρήνη.

Και τι σχέση μπορούν να έχουν όλα αυτά, θα αναρωτηθεί και πάλι κάποιος, με το σήμερα, με την εξέλιξη ή την αποτίμηση των αντιμνημονιακών αγώνων κ.ο.κ.; Πιστεύουμε ακράδαντα ότι αρκετές πολιτικές τεχνικές παραμένουν σε περίοπτη θέση στο οπλοστάσιο των εξουσιαστών. Πιστεύουμε ακόμη ότι οι αντιμνημονιακοί αγώνες θα πρέπει να εξεταστούν με προσοχή, τόσο από τους αναρχικούς όσο και από τους αγωνιζόμενους ανθρώπους που κινούνται έξω από τις κομματικές λογικές και μακριά από κάθε είδους πολιτική.

Μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που έδωσαν το παρόν στις ειρηνικές κυριακάτικες συγκεντρώσεις των «Αγανακτισμένων», δεν μεταβλήθηκαν εν ριπή οφθαλμού σε ένα έστω εν δυνάμει συγκρουσιακό κοινωνικό τμήμα με συγκεκριμένες ή αόριστες απελευθερωτικές προοπτικές. Είναι φανερό, ότι η περίοδος που συνεχίζουμε να διανύουμε έχει την ίδια σημαντική βαρύτητα με την εποχή στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω. Η κοινωνική και οικονομική θέση πολλών ανθρώπων αλλάζει με βίαιο τρόπο και επομένως και η τάση τους να εκπροσωπηθούν πολιτικά μεταβάλλεται ανάλογα.

Μπορούμε, επίσης, κατά την γνώμη μας, πλέον, να μιλήσουμε για μια συμμετρία στην ανάπτυξη των αντιμνημονιακών και των μνημονιακών δυνάμεων. Αυτό φανερώνει σε μεγάλο βαθμό επίσης μια κοινωνική τάση ενίσχυσης της πολιτικής σταθεροποίησης, μέσω της διαπραγμάτευσης, της όποιας πολιτικής ισχύος των μνημονιακών και των αντιμνημονιακών πολιτικών δυνάμεων. Την ίδια στιγμή, πλήθος ανθρώπων απείχαν από τις πρόσφατες επαναλαμβανόμενες εκλογικές διαδικασίες στις οποίες μάλιστα τέθηκαν τόσο έντονα εκβιαστικά διλήμματα: απόλυτη καταστροφή ή απόλυτη καθυπόταξη. Η αφομοιωτική αυτή διαδικασία ανέδειξε, εκτός των άλλων, έναν «συντηρητικό» πατριωτισμό (ενάντια στην προδοσία του μνημονίου) ολοφάνερα χωρίς πραγματική διέξοδο, έστω και από πολιτικής σκοπιάς και ένα πατριωτισμό των ρεαλιστών του μνημονιακού μπλοκ. Η σύγκρουση ανάμεσα τους δεν είναι απλά ανέξοδη αλλά και γελοία. Παρ’ όλα αυτά φαίνεται να προσφέρει μια εκλογική συσπείρωση σε κομματικούς μηχανισμούς όπως λόγου χάρη οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, που βέβαια χαίρουν της στήριξης διόλου ευκαταφρόνητων εκπροσώπων της οικονομικής ελίτ, που διατηρεί τα προνόμιά της και διαπραγματεύεται την θέση της στην εξελισσόμενη κατάσταση. Αυτός, όμως, ο πολυκερματισμός του κοινωνικού χώρου και η βίαιη και ταχεία ανασυγκρότησή του δεν έφερε σε καμία περίπτωση βέβαια το χάος, αλλά την άνευ προηγουμένου ενδυνάμωση πολιτικών φορέων που είτε ήδη υπήρχαν είτε εν τάχει κατασκευάστηκαν χωρίς τις παραδοσιακές διαδικασίες παλαιότερων περιόδων.

Είναι γεγονός, ταυτόχρονα, ότι οι κοινωνικές συγκρούσεις που εκδηλώθηκαν ενάντια στην επιβολή των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων είχαν ιδιαίτερα βίαιο χαρακτήρα. Αποδείχθηκε, όμως, εξ ίσου γρήγορα ότι το γεγονός αυτό όχι μόνο δεν επαρκεί για την περαιτέρω ανάπτυξη καταστάσεων ανταγωνιστικών με τις εξουσιαστικές επιδιώξεις, αλλά, δυστυχώς, όταν επικρατούν η σκληρότητα, η αήθης συμπεριφορά και η διάχυση ενός κατάπτυστου συμμοριτισμού (βλ. περίπτωση Μαρφίν και όχι μόνο…), τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα καταστροφικά για τους αγωνιζόμενους ανθρώπους.

Οι αναρχικοί, όσοι επιμένουν και το εννοούν να αγωνίζονται σαν τέτοιοι, θα πρέπει ανεπιφύλακτα να εγκαταλείψουν με ιδιαίτερη σπουδή τις απόψεις και τις λογικές αυτές. Και μάλιστα, μη κοιτάζοντας πίσω ούτε με φευγαλέες ματιές, γνωρίζοντας ότι οι κινηματικές ενασχολήσεις δεν αποτελούν απλά πρόσκομμα σε μια τέτοια προσπάθεια αλλά ουσιώδη αποτρεπτικό παράγοντα…

Συσπείρωση Αναρχικών

Από τη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 127, Μάιος 2013
Both comments and trackbacks are currently closed.