Το Αυλάκι της Καταστολής και τα Αναχώματα της Κοινωνικής Δράσης

Είναι αλήθεια ότι ο λεγόμενος επιχειρησιακός σχεδιασμός των κατασταλτικών δυνάμεων, που αφορά την αντιμετώπιση μιας –για διάφορους λόγους– σημαντικής διαδήλωσης αποτυπώνει, εν μέρει έστω, τις συνολικότερες κρατικές επιδιώξεις σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Μ’ άλλα λόγια, ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί μια μαχητική διαδήλωση ή μια «χαλαρή» ή ειρηνική κινητοποίηση δεν κρίνεται από τις «πρωτοβουλίες θερμόαιμων» αστυνομικών ή μιας διμοιρίας των ΜΑΤ, που «αυθαιρέτησε» ή «υπερέβαλε εαυτόν». Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν έχουν επανειλημμένα καταγραφεί τέτοιες περιπτώσεις. Θα μπορούσαμε μάλιστα να τις διακρίνουμε σε δυο βασικές κατηγορίες. Εκείνες που, όντας τέτοιες, έχουν μια στατική, πρόσκαιρη επίδραση στην έκβαση έκρυθμων ή πολυσύνθετων κοινωνικών καταστάσεων και εκείνες που χρησιμοποιούνται σαν θρυαλλίδα, είτε για την περαιτέρω εκτίναξη της κρατικής βίας, είτε για την σφυγμομέτρηση των κοινωνικών αντανακλαστικών.

Πολλοί διαπράττουν το λάθος ή έχουν ιδεολογικούς λόγους να υποστηρίζουν ότι εάν όσοι διαδηλώνουν δεν έχουν σκοπό να συγκρουστούν με τις κατασταλτικές δυνάμεις, να στήσουν οδοφράγματα ή να προκαλέσουν καταστροφές, λόγου χάρη, σε τράπεζες, υπουργεία κ.ο.κ., τότε εξασφαλίζουν και την μη επέμβαση των κατασταλτικών δυνάμεων. Εννοείται πως κάτι τέτοιο έχει διαψευστεί τόσες και τόσες φορές, που θα ήταν πράγματι χάσιμο χρόνου να επιμείνει κάποιος, ώστε να πείσει για του λόγου το αληθές.

Ας επισημάνουμε, όμως, ότι η λογική αυτή προσκρούει πρώτα απ’ όλα στην προφανή πεποίθηση, όσων θεωρούν ότι πρέπει να διαδηλώνουν με ειρηνικό τρόπο, ότι αυτός ο τρόπος είναι ο πραγματικός κίνδυνος για τους αυθαιρετούντες εξουσιαστές ή γενικότερα αποτελεί τον μόνο αποτελεσματικό δρόμο για την αλλαγή του κόσμου. Μα αν ίσχυε κάτι τέτοιο οι εξουσιαστές, για να υπερασπίσουν την θέση και τα συμφέροντά τους, εκ των πραγμάτων δεν θα ήταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν κάθε φόρα βία ενάντια σ’ αυτούς που ειρηνικά διαδηλώνουν;

Σ’ αυτήν την περίπτωση, –απαντούν οι θιασώτες της παραπάνω άποψης–, το κράτος και οι μηχανισμοί του δυσκολεύονται, επειδή δεν βρίσκουν το πρόσχημα να ματοκυλίσουν μια διαδήλωση, τρομοκρατώντας πλήθος διαδηλωτών που θα προτιμήσουν να απέχουν από την επόμενη κινητοποίηση.

Είναι προφανές το ανιστόρητο αυτής της άποψης. Φθάνει κανείς να φέρει στο μυαλό του γεγονότα, όπως η δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη την δεκαετία του ’60, ενός ανθρώπου που αν μη τι άλλο δεν εξέφραζε με τις απόψεις του την κοινωνική σύγκρουση ή την εξέγερση, αλλά και πληθώρα άλλων παραδειγμάτων, που αφορούν ειρηνικές κινητοποιήσεις διαδηλωτών, που έχουν χτυπηθεί με σφοδρότητα.

Άλλωστε, η «ποιότητα» ή η «ποσότητα» της ειρηνικής κινητοποίησης είναι απροσδιόριστη. Αδιασαφήνιστα, επίσης, είναι και τα χαρακτηριστικά που ορίζουν μια κίνηση ως ειρηνική. Συνεπώς, ανάλογα με τους ορισμούς και τις αναγκαιότητες των πλευρών που έρχονται σε αντιπαράθεση, νοηματοδοτείται ή απονοηματοδοτείται μία κινητοποίηση ως ειρηνική. Θα πρέπει, ακόμη, να σημειωθεί, πως δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν δακρυγόνα ή κλομπ προκειμένου να απομακρυνθούν κάποιοι που πραγματοποιούν καθιστική διαμαρτυρία. Μπορούν να «μετακινηθούν» και με «ειρηνικές» μεθόδους, όπως με το σύρσιμο στο έδαφος. Εκτός, πλέον, κι αν οι μπάτσοι βαριούνται ή οι διαμαρτυρόμενοι είναι πολλοί. Οπότε μπαίνουν σε εφαρμογή τα «μη ειρηνικά» μέσα.

Έχουμε τονίσει και στο παρελθόν –και θα το επαναλάβουμε– ότι η άσκηση βίας εκ μέρους των ποικίλων κατασταλτικών μηχανισμών, που διαθέτει το κράτος, δεν συνεπάγεται a priori και την επίτευξη της καταστολής. Θα μπορούσε μήπως να μιλήσει κανείς για καταστολή μιας πυρκαγιάς, όταν ενώ σβήνει ή περιορίζει μια εστία, ταυτόχρονα δημιουργούνται ή αναζωπυρώνονται πολλές περισσότερες; Η απάντηση και εδώ είναι δεδομένη. Άρα, η άσκηση βίας εκ μέρους των εξουσιαστών αποσκοπεί κάθε φορά και αναλογεί σε συγκεκριμένες επιδιώξεις.

Μπορούν οι κατασταλτικές δυνάμεις να εκμεταλλευτούν άκαιρες ή «άκαιρες» κινήσεις διαδηλωτών και να διαλύσουν μία, κατά τα άλλα, άκρως ανυπόφορη κινητοποίηση για τους κρατούντες; Αναμφίβολα.

Αφορμή για τις σκέψεις αυτές αποτελούν όσα διαδραματίστηκαν κατά την απεργιακή διαδήλωση της 11ης Μάη κυρίως στην οδό Πανεπιστημίου, όπου οι δυνάμεις της τάξης έστειλαν στο νοσοκομείο πάνω από 100 διαδηλωτές, μεταξύ των οποίων πολλοί με σοβαρότατα χτυπήματα στο κεφάλι, ενώ διαδηλωτές, όπως ο Γ. Καυκάς που συμμετείχε στο μπλοκ της Συνέλευσης Αντίστασης και Αλληλεγγύης Κυψέλης-Πατησίων, από τύχη βρίσκονται ακόμη στην ζωή ύστερα από επαναλαμβανόμενα δολοφονικά χτυπήματα που δέχθηκαν στο κεφάλι. Στόχος της επίθεσης ήταν συγκεκριμένα μπλοκ διαδηλωτών, όπως το αναρχικό, που διαλύθηκαν ύστερα από μια σφοδρή επίθεση που καλύφθηκε από ένα πυκνό σύννεφο χημικών.

Είναι γνωστές οι δηλώσεις του αρμόδιου υπουργού Χρ. Παπουτσή περί «δημοκρατικού ελλείμματος» σε «συγκεκριμένες αστυνομικές υπηρεσίες» και οι υποσχέσεις του να μην διστάσει να διαλύσει και να επανασυστήσει ακόμα και τις «δημοφιλέστερες» απ’ αυτές, αξιοσημείωτη και η «επίθεση» που δέχθηκε από το σύνολο των ΜΜΕ επειδή «τα έβαλε» με την αστυνομία σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο. Γνωστές και οι κλήσεις ατόμων να απολογηθούν ως συμμέτοχοι στην δολοφονία τριών εργαζομένων στην Μαρφίν, ή στις εξ ίσου δολοφονικές εμπρηστικές επιθέσεις στο βιβλιοπωλείο Ιανός ή στο Μπαζάρ, όπου οι δράστες είχαν όλη την άνεση να διακρίνουν τον κόσμο που βρισκόταν στο εσωτερικό των «καπιταλιστικών στόχων».

Η διαφήμιση των διώξεων για την Μαρφίν ήταν η πρώτη σαφής ένδειξη ότι το κράτος έφτιαχνε το κλίμα για να επιτεθεί με αγριότητα σε μια διαδήλωση, που έναν χρόνο μετά δεν προοιώνιζε, –σε καμία περίπτωση–, ότι θα εγκυμονούσε μια ανεξέλεγκτη ή έστω κάπως υπολογίσιμη συγκρουσιακή κατάσταση που θα εξέφραζε την κοινωνική οργή.

Μια ημέρα πριν την διαδήλωση και συγκεκριμένα ξημερώματα της Τρίτης 10 Μάη δολοφονείται στο κέντρο της Αθήνας ένας 44χρονος που ετοιμαζόταν να συνοδέψει την έγκυο γυναίκα του στο νοσοκομείο για να γεννήσει, ενώ τα ΜΜΕ φωτογραφίζουν ως δράστες τρεις αλλοδαπούς (δύο εβδομάδες αργότερα συλλαμβάνονται δύο Αφγανοί, ενώ αναζητείται ένας ακόμη πακιστανός), οι οποίοι και του αφαιρούν μια κάμερα προτού τον εγκαταλείψουν μέσα σε μία λίμνη αίματος κάτω από το σπίτι του…

Την ίδια μέρα ξεκινά ένα μεγάλο πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας, κατά το οποίο νεοναζί, έχοντας ως εφαλτήριο το σημείο της δολοφονίας, μαχαιρώνουν και ξυλοκοπούν αλλοδαπούς, ενώ σπάζουν και αρκετά μαγαζιά, κυρίως γύρω από την πλατεία Βικτωρίας και την Γ΄ Σεπτεμβρίου.

Δυστυχώς, όποιος είχε ανοικτά αυτιά αυτές τις ημέρες άκουγε συχνά απ’ ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, αντίθετους μέχρι πρότινος σε τέτοιες πρακτικές, άλλοτε να κουνούν συγκαταβατικά το κεφάλι και άλλοτε να εκδηλώνουν ανοικτά την ικανοποίησή τους από το γεγονός ότι έντρομοι οι αλλοδαποί –δικαίως ή αδίκως– εξαφανίστηκαν έστω για λίγες ημέρες από το κέντρο…

Το κλίμα, λοιπόν, που επικρατούσε την ημέρα της διαδήλωσης της 11ης Μαΐου ήταν ήδη αρκετά επιβαρυμένο και ο δρόμος φαινόταν διάπλατα ανοικτός για την «παραδειγματική» αντιμετώπιση συγκεκριμένων μπλοκ διαδηλωτών, αλλά και γενικότερα, καθώς οι ανακοινώσεις και τα δημοσιεύματα για τα νέα μέτρα λόγω της επαπειλούμενης «πτώχευσης», πλήθαιναν συνεχώς.

Οι διαδηλωτές, που προσέγγισαν πρώτοι τον ευρύτερο χώρο του Συντάγματος, βρέθηκαν μπροστά σε έναν πραγματικό στρατό από διμοιρίες των ΜΑΤ που είχαν αποκλείσει και ήλεγχαν ασφυκτικά κάθε σπιθαμή της περιοχής με έξι (!) κορδόνια μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, με διμοιρίες να βρίσκονται τόσο μέσα στην πλατεία Συντάγματος, αλλά και να έχουν, επίσης, σχηματίσει κορδόνι μπροστά από το Ξενοδοχείο Μ. Βρετάνια, οδηγώντας σε διαδρομές της αρεσκείας τους όσα μπλοκ κατέφθαναν για να διασχίσουν την περιοχή!!!

Μ’ άλλα λόγια, τίποτε δεν θύμιζε την κατάσταση που επικρατούσε ένα χρόνο πριν, όταν εκατοντάδες χιλιάδες οργισμένοι διαδηλωτές είχαν καταλάβει όλο το κέντρο της Αθήνας, προχωρούσαν σε απόπειρες εισβολής στο κοινοβούλιο, συγκρουόμενοι στην ευρύτερη περιοχή με τις κατασταλτικές δυνάμεις.

Είχαμε τονίσει και τότε, ότι οι συμμορίες που έφεραν εις πέρας τις επιθέσεις σε Μαρφίν, Ιανό και Μπαζάρ προσέφεραν ανυπολόγιστες υπηρεσίες στους κρατικούς σχεδιασμούς. Έναν χρόνο αργότερα, η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται με τον χειρότερο τρόπο στην διαδήλωση της 11η Μάη. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα –και μόνο έτσι– μπορεί να διαβαστεί η «αποτυχία» ή η «επιτυχία» της ανηλεούς επίθεσης των κατασταλτικών δυνάμεων στους διαδηλωτές.

Και όσο μας αφορά, δεν έχουμε κανένα λόγο να ξεχάσουμε, ούτε έχουμε κάποιο λόγο να σταθούμε στο πλευρό κανενός που με οιονδήποτε τρόπο στήριξε και συνεχίζει να στηρίζει τους σχεδιαστές αυτών των επιθέσεων και τις λογικές τους.

Εξακολουθούμε να θεωρούμε –και μάλιστα με μεγαλύτερο πείσμα– ότι η συνεκτικότητα και η ουσιαστική καθαρότητα των αναρχικών απόψεων και πρακτικών, όχι μόνο δεν είναι χαμένη υπόθεση, αλλά αποτελεί και την μόνη προοπτική για την έξοδο από τα κάθε είδους κινηματικά βαλτόνερα, όπου η μπόχα είναι προ πολλού ανυπόφορη.

Εάν γενικότερα η κατά περίπτωση βαρύτητα μιας διαδήλωσης μπορεί να αποτελεί δείκτη του κοινωνικού ανταγωνισμού, η διαδήλωση της 5ης Μάη και όσα συνέβησαν με λόγια ή με πράξεις μετά απ’ αυτήν, σημάδεψαν και θα σημαδεύουν για μεγάλο χρονικό διάστημα όσους παραμένουν αναρχικοί. Και αυτή είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να κρυφθεί. Είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να παραμερισθεί ελέω οιουδήποτε πρακτικισμού.

Για τον ίδιο λόγο, αποτελεί απλά φενάκη να προβάλλεται ως στόχος, λόγου χάρη, η αναγκαιότητα ή η συνοχή ενός αναρχικού μπλοκ. Είναι σαν να χτίζει κάποιος παλάτια στην άμμο. Και δυστυχώς, όσοι έχουν καλές προθέσεις θα διαπιστώσουν σύντομα ότι, επειδή τα χλωρά καίγονται μια χαρά μαζί με τα ξερά, κανένας λόγος δεν υπάρχει ώστε να ολιγωρούν, να προτείνουν ή ακόμα χειρότερα να υπομένουν (!!!) την εργαλειακή χρήση συνελεύσεων, που δήθεν αποτελούν την μόνη λύση που μας έμεινε.

Ο στόχος της αποδυνάμωσης των αναρχικών απόψεων και πρακτικών δεν είναι μια κατάσταση που ξεκίνησε λίγο πριν τα γεγονότα της διαδήλωσης της 5η Μάη 2010. Όποιος θέλει πραγματικά να ανατρέξει στους λόγους και στις αιτίες, θα πρέπει να επιστρέψει την περίοδο που ακολούθησε το 2003 μετά τα γεγονότα της συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. στην Θεσσαλονίκη, αλλά και προηγουμένως με όσα σηματοδότησε η λεγόμενη εξάρθρωση της «τρομοκρατίας» το 2002.

Οι αναρχικοί που αναζητούν και θα αναζητήσουν την συνέχεια της δράσης τους, την διάχυση της κοινωνικής απειθαρχίας, που δεν σκοπεύουν να συνδιαχειριστούν ή να διαπραγματευτούν τους όρους της «ήττας» της αριστεράς, ένοπλης ή μη, που δεν θεωρούν αναλώσιμες τις δραστηριότητες που συνθέτουν την πολύμορφη δράση τους, δεν έχουν παρά να ορίσουν οι ίδιοι με ποιον θα συνεργαστούν σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Οι ίδιοι και κανείς άλλος.

Δεν έχουν, λοιπόν, κανέναν λόγο να αποτελούν ούτε το πιο μικρό γρανάζι μιας δικτύωσης που ξεκινάει από το Σύριζα, περνάει από τους κάθε λογής κινηματικούς πόρους, που διατίθενται απλόχερα από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, και φθάνει στα κάθε είδους κινηματικά νεφελώματα αντιεξουσίας, εναλλακτισμού και δήθεν ενός «άλλου» πολιτισμού και «αξιών».

Οι ρίζες υπάρχουν, η υπομονή θα φέρει και πάλι καινούργιους καρπούς…

Συσπείρωση Αναρχικών

Από τη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φύλλο 106, Ιούνιος 2011
Both comments and trackbacks are currently closed.