Ήθελε καμιά ώρα ακόμα για να ξημερώσει, μα η μέρα κιόλας άρχιζε. Εδώ δεν χτυπούσε ξυπνητήρι, δεν λαλούσαν κοκόρια. Κάτι τέτοια πράγματα έμοιαζαν τόσο μακρινά, που έφτανα ν’ αναρωτιέμαι αν κάποτε υπήρξαν. Οι άνθρωποι πετάγονταν από τον ύπνο με το σκληρό μεταλλικό ήχο που έκαναν τα κλειδιά καθώς γύριζαν στις βαριές σιδερένιες πόρτες των κελιών. Ο ήχος, πολλαπλασιασμένος, γέμιζε τους μακριούς άδειους διαδρόμους σπάζοντας βίαια την νυχτερινή γαλήνη.
Σιγά-σιγά οι διάδρομοι γέμιζαν και τα βαριά βήματα των κρατουμένων πάνω στο δάπεδο χτυπούσαν εκνευριστικά στ’ αυτιά μου. Συνέχεια