Ονειροπαγίδες κατασκεύασαν αρχικά οι Ινδιάνοι Τσιπέουα (ή Οτζίμπουε), που στη γλώσσα τους ονομάζεται asabikeshiinh. Τις κατασκεύαζαν πλέκοντας σε δίχτυ κλωστές από νεύρα μέσα σε στεφάνια από ξύλο ιτιάς, με μια πλέξη που θύμιζε ιστό αράχνης. Τις διακοσμούσαν κυρίως με χάντρες και φτερά. Μετά τις κρεμούσαν πάνω από τα κρεβάτια των παιδιών, για να τα προστατέψουν από τα κακά όνειρα. Με τον καιρό και καθώς το παιδί μεγάλωνε, η ονειροπαγίδα εφθείρετο και εκαταστρέφετο. Υποτίθεται ότι μόνο τα καλά όνειρα μπορούσαν να περάσουν από την κεντρική τρύπα της ονειροπαγίδας, ενώ τα κακά σκάλωναν και έμεναν παγιδευμένα. Στη συνέχεια, τα παγιδευμένα κακά όνειρα θα διαλύονταν με το πρώτο φως της αυγής. Επικρατούσε η αντίληψη ότι τα καλά όνειρα στη συνέχεια πραγματοποιούνταν, αλλά αυτό δεν είναι επιβεβαιωμένο.
Σύμφωνα με την παράδοση των Ινδιάνων Λακότα (Σιού), ο διδάσκαλος της σοφίας Iktomi εμφανίστηκε σε όραμα που είχε ένας πνευματικός αρχηγός των Λακότα, παίρνοντας τη μορφή μιας πολύ σοφής αράχνης. Αρχικά του μίλησε σε μια πνευματική γλώσσα που μόνο οι αρχηγοί των Λακότα κατανοούσαν. Έπειτα καθώς μιλούσε, πήρε το στεφάνι από ιτιά που κατείχε ο αρχηγός, και που ήταν διακοσμημένο με φτερά, χάντρες, τρίχες αλόγου και διάφορες προσφορές, κι άρχισε να υφαίνει σ’ αυτό ένα δίχτυ από την εξωτερική μεριά προς το κέντρο. Του είπε ακόμα, ότι προϋπόθεση για να λειτουργήσει η ονειροπαγίδα είναι η πίστη στο Μεγάλο Πνεύμα.