Το δημοσιεύω όπως το βρήκα, δεν μπόρεσα να εξακριβώσω την ακριβή αρχική προέλευσή του. Θα μπορούσα να προσθέσω κι άλλες αράδες, αλλά ήδη αυτές που βρήκα και αναδημοσιεύω είναι γεμάτες από χυμούς πραγματικής ζωής. Τότε, πριν από 40, 45, 50 χρόνια…
«H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε. Ήμαστε μια γενιά σε αναμονή: περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε να περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή. Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί. Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε ταξίδια, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι, σε βανάκια και αγροτικά και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης». Δεν είχαμε ντουλάπια και μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε ώτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσυκλέτες χωρίς δίπλωμα. Οι κούνιες ήταν φτιαγμένα από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες. Συνέχεια