(απόσπασμα από το βιβλίο του
The Bolshevik Myth –
Ο Μπολσεβίκικος Μύθος, κεφ. 33)
Έχοντας μάθει ότι η Έκτακτη Επιτροπή (ΣτΜ: Η Τσε-Κα) έχει στην κατοχή της παλιά αρχεία της αστυνομίας, επισκέφτηκα τον Μπούροβ, τον πρόεδρο (predsedatel) της Τσε-Κα. Πολύ ψηλός και φαρδύς, με τραχιά χαρακτηριστικά και κοφτή συμπεριφορά, μου έδωσε την εντύπωση ενός χωροφύλακα της εποχής των Ρωμανόφ. Μιλούσε με έναν απότομο, διατάζοντα τόνο, απέφευγε τη ματιά μου, και φαινόταν να ενδιαφέρεται πιο πολύ για το μεγάλο Σιβηριανό σκυλί που στεκόταν δίπλα του παρά για την αποστολή μου. Απέφυγε να μου δώσει άδεια να εξετάσω τα αρχεία του Τρίτου Τμήματος, αλλά υποσχέθηκε να επιλέξει κάποιο υλικό για το οποίο θα ενδιαφερόταν το Μουσείο, και μου ζήτησε να τον καλέσω την επόμενη μέρα.
Ο τρόπος του δεν ήταν πειστικός, και δεν τον πίστεψα και πολύ όταν με διαβεβαίωνε ότι θα στηρίξει την προσπάθειά μου. Το ακόλουθο πρωινό η γραμματέας του με ενημέρωσε ότι ο Μπούροβ ήταν πολύ απασχολημένος για να υλοποιήσει το αίτημά μου, αλλά θα μπορούσα να τον δω στην Επαναστατική Ειδική Ανακριτική Επιτροπή, όπου μια δίκη ήταν σε εξέλιξη.
Στην εξέδρα της Ειδικής Ανακριτικής Επιτροπής, τρεις άνδρες κάθονταν σε ένα πάγκο καλυμμένο με κόκκινο πανί, και ο τοίχος πίσω ήταν διακοσμημένος με λιθογραφίες του Λένιν και του Τρότσκυ. Σε ένα μικρό τραπέζι κάτω απ’ την εξέδρα βρίσκονταν ο κατηγορούμενος, ένας λιγνός νεαρός με μικροσκοπικό μουστάκι, και κοντά σ’ αυτόν ένας ηλικιωμένος, ο δικηγόρος του. Ο Μπούροβ, με το τεράστιο σκυλί στα πόδια του, λειτουργούσε σαν εισαγγελέας της κυβέρνησης. Στους πάγκους κάθονταν οι μάρτυρες, και στρατιώτες βρίσκονταν στους διαδρόμους για να διατηρούν την τάξη.
Ο κρατούμενος κατηγορούνταν για «αντεπαναστατικές δραστηριότητες», κατηγορία που του προσάπτει μια νεαρή γυναίκα επειδή την είχε «αποκηρύξει σαν Κομμουνίστρια στους Λευκούς». Οι μάρτυρες ανακρίθηκαν πρώτα από την υπεράσπιση, μετά από τον εισαγγελέα και τους δικαστές. Φάνηκε απ’ τις καταθέσεις τους ότι ο κατηγορούμενος και η κοπέλα που τον κατηγορούσε είχαν ζήσει μαζί στο ίδιο σπίτι και είχαν στενές σχέσεις. Η διαδικασία τράβηξε μ’ ένα κοιμισμένο και αδιάφορο τρόπο μέχρι που ο εισαγγελέας της υπεράσπισης προσπάθησε να δείξει ότι η γυναίκα, τώρα μέλος της Τσε-Κα, είχε προηγουμένως μια ανυπόληπτη ζωή. Ο Μπούροβ σιγά-σιγά σηκώθηκε απ’ τη θέση του και δείχνοντας με το δάκτυλό του το δικηγόρο, φώναξε: «Τολμάτε να επιτίθεστε στη φήμη της Έκτακτης Επιτροπής;» Ο δικηγόρος κάλεσε συνεσταλμένα το δικαστήριο για προστασία. Ο προεδρεύων δικαστής, με ψηλές μπότες και κοτλέ σακάκι, που φαινόταν πολύ κουρασμένος καθώς έριχνε κρύο καφέ στην κούπα του, εξέφρασε την επαναστατική του συμπάθεια με τα κοινωνικά θύματα της καπιταλιστικής τάξης που είχε ανατραπεί και επέπληξε το δικηγόρο που επέμενε σε αστικές προκαταλήψεις.
O Μπούροβ εξέτασε τους μάρτυρες της υπεράσπισης σε σχέση με την προηγούμενη ζωή τους και τις τωρινές πολιτικές τους πεποιθήσεις. Αναφέρθηκε στον κρατούμενο με το χαρακτηρισμό «αυτός ο αχρείος αντεπαναστάτης», και συνέχισε αναφέροντας θετικές απαντήσεις σε ερωτήσεις που τέθηκαν από τους ίδιους μάρτυρες. Ένας απ’ τους τελευταίους, μια νεαρή γυναίκα, κατέθεσε για την καλή φήμη του κατηγορούμενου και το μη-κομματισμό του. Φαινόταν φοβισμένη καθώς ο Μπούροβ σηκωνόταν από πάνω της. Την πίεσε με ερωτήσεις, και βρέθηκε σε σύγχυση. Υπό τη διατάζουσα φωνή του Τσεκιστή παραδέχθηκε τελικά ότι ο κατηγορούμενος ήταν αδερφός της.
Ένα ξέσπασμα αγανάκτησης ξέφυγε από το δικαστήριο. Στον πάγκο μπροστά από μένα ένας ηλικιωμένος φώναξε ταραγμένος: «Την τρομοκρατήσατε! Δεν είναι συγγενής του — είναι κόρη μου!» Ο προεδρεύων δικαστής φώναξε: «Σιωπή!» και διέταξε τη σύλληψη του ηλικιωμένου για «συμπεριφορά που προσβάλλει την ανώτατη ειδική ανακριτική επιτροπή».
Στη διάρκεια του μεσημεριανού διαλείμματος βρήκα την ευκαιρία να μιλήσω με τον Μπούροβ. Του επέστησα την προσοχή στο χαρακτήρα της κατάθεσης. Ήταν ανάξια, τόνισα. Οι μάρτυρες εκφοβίστηκαν. Ο Μπούροβ ευχαριστήθηκε. «Δεν μπορούν να παίξουν με μας, και το ξέρουν», είπε, υποδεικνύοντας ότι όλοι οι μη-Κομμουνιστές θεωρούνται φυσικοί εχθροί του Μπολσεβίκικου καθεστώτος.
«Οι καταθέσεις είναι αμφισβητούμενες» επέμεινα. «Θα καταδικαστεί ο κατηγορούμενος;»
«Θα ζητήσω την υψηλότερη ποινή» απάντησε,
χρησιμοποιώντας τον επίσημο όρο για τη θανατική ποινή.
«Αλλά ο άνθρωπος μπορεί να είναι αθώος», διαμαρτυρήθηκα.
«Πώς μπορείς να μιλάς έτσι, tovarishtch;» με επέπληξε. «Μιλάς για αποδείξεις! Γιατί, ο θείος αυτού του τύπου ήταν μεγαλοαστός, μεγάλος τραπεζίτης. Διέφυγε με τους Λευκούς, και όλη του η οικογένεια είναι αντεπαναστάτες. Το καλύτερο πράγμα που έχουμε να κάνουμε μ’ αυτούς είναι να τους «razmenyat» (να τους «αλλάξουμε» — η έκφραση που χρησιμοποιείται στο Νότο για τη συνοπτική εκτέλεση).
Φεύγοντας από την αίθουσα του δικαστηρίου, μπήκα απρόσκλητος σε μια μικρή αίθουσα, όπου δυο γυναίκες κάθονταν σε ένα πάγκο. «Ο Tovarishtch απ’ το κέντρο» μια απ’ αυτές με χαιρέτησε. «Σε είδα στου Μπούροβ χθες».
Προφανώς με πέρασε για κάποιο αξιωματούχο της Μοσχοβίτικης Τσε-Κα, και αμέσως μου μίλησε εμπιστευτικά. Αυτή ήταν που άσκησε την κατηγορία εναντίον του κρατούμενου, είπε. Είχαν συλληφθεί μαζί από τους Λευκούς, και όταν τους πήγαν στο αστυνομικό τμήμα ο κατηγορούμενος ψιθύρισε κάτι σε έναν αξιωματικό. Δεν μπορούσε να ακούσει τι του είπε, αλλά ήταν σίγουρη ότι έγνεψε προς την κατεύθυνσή της. Και οι δύο φυλακίστηκαν, αλλά μετά από λίγο ο άνδρας απελευθέρωθηκε ενώ αυτή θα εκτελούνταν. Πίστευε ότι ο άνδρας αυτός την είχε κατηγορήσει ότι ήταν Μπολσεβίκα — ενώ δεν ήταν εκείνο τον καιρό. Από τότε έγινε Κομμουνίστρια, και τώρα βοηθάει στην καταπολέμηση των αντεπαναστατών, «όπως κι εσύ, tovarishtch,» πρόσθεσε με νόημα.
Το πρόσωπό της, με μια ενόχληση που διαγράφονταν μέχρι τα χείλη της, ήταν χονδροειδές και αισθαντικό. Τα μάτια της έλαμπαν με ένα εκδικητικό φως και τη συνείδηση της εξουσίας. Η συνοδός της, νεαρότερη και πιο χαριτωμένη, της έμοιαζε αξιοθαύμαστα.
«Είστε αδερφές;» Ρώτησα.
«Ξαδέρφες», απάντησε η νεαρότερη κοπέλα. «Η Κάτια λέει ψέματα» ξέσπασε ορμητικά, «ζηλεύει — ο νεαρός την παράτησε — δε νοιαζόταν γι’ αυτή — θέλει να τον εκδικηθεί».
«Σιγά που νοιάζεται για σένα!» τη χλεύασε η άλλη. «Είσαι πιο νέα — αυτό είναι όλο. Και αυτός είναι ένας βρωμιάρης αντεπαναστάτης».
H πόρτα άνοιξε και μια γυναίκα μπήκε μέσα. Φαινόταν πολύ γριά, αλλά η όψη της ήταν εντυπωσιακή και το λυπημένο της πρόσωπο όμορφο μέσα σ’ ένα πλαίσιο χιονισμένου λευκού. «Είσαι μάρτυρας;» η κοπέλα της Τσε-Κα τη ρώτησε. «Έχεις καλεστεί;»
«Όχι, αγαπητή μου» απάντησε χαμηλόφωνα η ηλικιωμένη κυρία. «Ήρθα μόνη μου». Χαμογέλασε καλοπροαίρετα και συνέχισε με μια απαλή, μελωδική φωνή: «Άκουσε αγαπητή μου, είμαι γριά γυναίκα και σύντομα θα πεθάνω. Ήρθα να πω την αλήθεια. Γιατί να προκαλέσεις το θάνατο αυτού του αγοριού;» Κοιτούσε ευγενικά στην Τσεκίστρια. «Σκέψου, αγαπητή μου. Δεν σου έχει κάνει κανένα κακό».
«Δεν έχει;!» απάντησε θυμωμένα η άλλη.
«Αγαπητή μου», ισχυρίστηκε η ηλικιωμένη κυρία, βάζοντας το χέρι της στοργικά στον ώμο της κοπέλας, «περασμένα ξεχασμένα. Νοιαζόταν για σένα και έπαψε να νοιάζεται — αξίζει να πεθάνει, αγαπητή μου; Ε, είμαι γριά και έχω δει πολύ κακό στη ζωή μου. Πρέπει συνέχεια να μισούμε και να σκοτώνουμε—«
«Στο δικαστήριο!» φώναξε ένας στρατιώτης στο δωμάτιο. Και τα δυο κορίτσια ορθώθηκαν ξαφνικά, έστρωσαν τα μαλλιά τους, και βγήκαν έξω.
«Πρέπει πάντα να μισούμε και να σκοτώνουμε;» επανέλαβε η γριά καθώς τις ακολούθησε σιγά-σιγά.
Φωτογραφίες:
1. Ένα εξώφυλλο του βιβλίου
2. Τσεκιστές
3. Αναρχικοί που πήραν άδεια από τη φυλακή για να παρακολουθήσουν την κηδεία του Κροπότκιν
4. Από την κηδεία του Κροπότκιν
5. Το προεδρείο της Τσε-Κα – 1921 (από αριστερά προς τα δεξιά): Yakov Peters, Józef Unszlicht, A. Ya. Belenky, Felix Dzerzhinsky, Vyacheslav Menzhinsky.
Δημοσιεύθηκε από τον Αναρχικό Πυρήνα ΞΑΝΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...