Μια αλληγορία για τη σχέση της ανθρωπότητας με τον χρόνο, για το τέλος των αφηγήσεων και το πύργωμα της Ιστορίας, όχι πλέον σε αέναους φωτεινούς κύκλους, αλλά σε κουραστικές, οδυνηρές ευθείες· για τον Κρόνο-Χρόνο και τη μανία των ανθρώπων να τον διαιρούν σε μεγάλα ή λιλιπούτεια κομματάκια, για το βάρος του, που οι «θεοί» απίθωσαν έξυπνα στους ώμους μας, ως αντίδωρο για τα θεμέλια της πρώτης αληθινής πόλης.
Τελικά, κοιτάζω τα παιδιά μου και τα βλέπω να μεγαλώνουν με την ίδια κι απαράλλακτη αυταπάτη: ότι αυτοί είναι κάτι ξεχωριστό, ότι αυτοί είναι η ελπίδα του μέλλοντος, ότι αυτοί προορίζονται για κάτι μοναδικό κι ανεπανάληπτο.
Και σκέφτομαι ότι αυτός ο Δίας καλά τα κατάφερε. Τους έπεισε όλους ότι είναι τόσο ξεχωριστοί, που ξέχασαν να ζουν με τους άλλους, ξέχασαν γιατί, υποτίθεται, τους έτρωγα.
Με απεικόνισαν σαν τέρας, για να βεβαιώσουν τις μέλλουσες γενιές ότι καλά έκανε και μου γέμισε πέτρες το στομάχι. Μα από τότε που με ξεγέλασε, τα πράγματα δεν φαίνονται να πηγαίνουν όπως θα ταίριαζε στο φυσικό νόμο. Οι πάντες πασχίζουν για τη δυστυχία τους. Βουλιάζουν στη λάσπη, υποφέρουν από τον αέρα που φυσά, υποφέρουν από τον ήλιο που καίει, πονάνε τα κόκκαλά τους από την υγρασία. Η άνοιξη τούς φέρνει αλλεργίες.
Ποιός θα πίστευε πια, ό,τι παλιά η γιορτή του Κρόνου ήταν υπενθύμιση της ελευθερίας; Ότι ήταν η πιο μεγάλη γιορτή που συμμετείχαν κι οι δούλοι κι οι ρόλοι αντιστρέφονταν; Ποιός θα το πίστευε άραγε; Και τώρα πιστεύουν στους υιούς των θεών. Λατρεύουν τη νεότητα, αλλά δεν ξέρουν τί να την κάνουν. Την κολακεύουν, μόνο και μόνο για να της ρουφάνε την ενέργεια, την ορμή και τη δύναμη. Συνέχεια