«Την αυγή του επόμενου πρωϊνού οι Καρχηδόνιοι αφοσιώθηκαν στην περισυλλογή των λαφύρων και στην παρατήρηση των αποτελεσμάτων της σφαγής, τα οποία ακόμη και για τα μάτια ενός εχθρού ήταν συγκλονιστικό θέαμα. Σε όλο το πεδίο κείτονταν Ρωμαίοι στρατιώτες, νεκροί κατά χιλιάδες, ιππείς και πεζοί ανάμεσα, καθώς οι εναλλασσόμενες φάσεις της μάχης ή κάποια προσπάθεια διαφυγής τους είχε σωρεύσει όλους μαζί. Εδώ κι εκεί άνδρες τραυματισμένοι, βουτηγμένοι στο αίμα, που είχαν ανακτήσει τις αισθήσεις από την πρωινή ψύχρα, θανατώνονταν συνοπτικά με ένα χτύπημα, καθώς έκαναν κάποια προσπάθεια να ανασυρθούν μέσα από τα πτώματα. Άλλους τους έβρισκαν ακόμη ζωντανούς, με τους τένοντες πίσω από τους μηρούς και τα γόνατα, κομμένους. Γύμνωναν τον λαιμό ή το λαρύγγι τους εκλιπαρώντας όποιον ήθελε να δείξει οίκτο να χύσει και το ελάχιστο αίμα που τους απέμενε. Μερικοί είχαν θάψει το κεφάλι τους στο χώμα· προφανώς είχαν σκάψει τρύπες και αλείφοντας το πρόσωπό τους με χώμα, είχαν αυτοκτονήσει με ασφυξία».
Τίτος Πατρίκιος, περιγραφή της επομένης της μάχης των Καννών το 216 π.χ., όπου «θριάμβευσαν» οι Καρχηδόνιοι υπό την ηγεσία του Αννίβα

«Το τρομακτικό θέαμα του πεδίου της μάχης, οι σωροί των νεκρών και των τραυματισμένων και συνάμα το βάρος στο κεφάλι του, τα νέα ότι κάπου είκοσι στρατηγοί που τους γνώριζε καλά ήταν ανάμεσα στους νεκρούς και τους τραυματίες και η αίσθηση της ανικανότητας του κάποτε ανίκητου στρατού του, άφηναν μιαν απροσδόκητη εντύπωση στον Ναπολέοντα, που του άρεσε να βλέπει τους νεκρούς και τους τραυματίες μιας μάχης, γιατί έτσι, όπως νόμιζε, αποδείκνυε το ακατάβλητο πνεύμα του. Την ημέρα εκείνη, το φρικτό θέαμα στο πεδίο της μάχης νίκησε το ακατάβλητο πνεύμα του, που το θεωρούσε τη μεγαλύτερη αρετή και απόδειξη μεγαλοσύνης».
Λέων Τολστόι, Πόλεμος και Ειρήνη