Ο Γυμνασιάρχης προχώρησε μπροστά φώναξε τ’ όνομα μου και με κάλεσε να βγω απ’ την γραμμή και να πάω κοντά του.[…] Αυτός, πολύ σοβαρός, άνοιξε το σακουλάκι κι άδειασε πάνω στο βρεγμένο πλακόστρωτο κάτι μεγάλα, άσπρα και μυτερά χαλίκια. Μετά με διέταξε να γονατίσω πάνω στα χαλίκια και ο γυμναστής ήρθε και μ’ έσπρωξε επίτηδες για να με ζοχαδιάσει.[…] Στην συνέχεια ο γυμναστής μ’ άρπαξε από πίσω και με ακινητοποίησε και πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται, ο Γυμνασιάρχης τράβηξε απ’ την τσέπη του ένα μεγάλο μπαρμπέρικο ψαλίδι και μου ’ριξε μια γερή μασητή ψαλιδιά ψηλά στο μέτωπο και μου ’φαγε όλο το κοκοράκι.[1]
Νίκος Νικολαΐδης, «Γουρούνια στον Άνεμο»