Το τελευταίο διάστημα επανήλθε στη δημοσιότητα με έντονο τρόπο το ζήτημα των όρων συνέχισης λειτουργίας της ΛΑΡΚΟ. Μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής σιδηρονικελίου στον κόσμο και παράλληλα μια ασύδοτη ρυπογόνος εταιρεία, τόσο στα εδάφη που εξορύσσει, όσο και στο Β. Ευβοϊκό που εναποθέτει παράνομα κατάλοιπα της βιομηχανικής της παραγωγής. Ταυτόχρονα διατηρεί ακόμη μια «πρωτιά», αυτή των δολοφονικών εργατικών δυστυχημάτων.
Η ΛΑΡΚΟ, λοιπόν, ένα δημιούργημα του Π. Μποδοσάκη, της δεκαετίας του ’60, με εργοστάσιο επεξεργασίας στη Λάρυμνα και περιοχές εξόρυξης σε Βοιωτία, Εύβοια και Β. Ελλάδα, προστέθηκε μαζί με άλλες μεταλλευτικές βιομηχανίες της εποχής εκείνης, όπως την ΠΕΣΙΝΕ, στη λεγόμενη «βαριά» βιομηχανία. Παρήγαγε ένα εξαγώγιμο μετάλλευμα και ως εκ τούτου επηρεαζόταν άμεσα από τις διεθνείς οικονομικές καταστάσεις (τιμές, επιτόκια δανεισμού κ.ά.). Τα γκρίζα σύννεφα ήταν ορατά από τη δεκαετία του ’70 τόσο για τη ΛΑΡΚΟ όσο και για άλλες εγχώριες βιομηχανίες και έγιναν καταιγίδα με την είσοδο της ελλάδας στην ΕΕ, όπου οι αγορές άνοιξαν και κανένας προστατευτισμός δεν υπήρχε πια για τις απροετοίμαστες ελληνικές επιχειρήσεις. Οι έλληνες βιομήχανοι μαθημένοι να τρέχουν στο «Κράτος-μπαμπά» όταν έβλεπαν τα δύσκολα, κρατικοδίαιτοι γαρ, ενίσχυαν τις πελατειακές σχέσεις και δομές του πολιτικού συστήματος. Έπαιρναν δάνεια από τις ελληνικές-κρατικές τράπεζες με εντολή υπουργών και προσλάμβαναν απευθείας από τα βουλευτικά γραφεία. Αυτό το μοντέλο που με τόση μαεστρία είχε αναπτύξει το δεξιό κράτος το συνέχισαν οι μετέπειτα κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.