«Πράγματι μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι οι απειλές είναι περισσότερο αποτελεσματικές από τις υποσχέσεις ως κινητήρια δύναμη για να συμμορφωθεί ο Άλλος. Αυτό ως ένα βαθμό οφείλεται στο γεγονός ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτοί που απειλούν θεωρείται ότι είναι πιο ισχυροί και ότι ασκούν μεγαλύτερο έλεγχο από αυτούς που υπόσχονται, επειδή τα μηνύματά τους περιέχουν περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτό που ενδεχομένως θα συμβεί». (Η Διευθέτηση της Κοινωνικής Σύγκρουσης, Τζεφρεϋ Ροεμπιν – Ντην Προειτ – Σουνγκ Χη Κιμ)
Οι τεχνικοί της εξουσίας (επομένως και της διαπραγμάτευσης) γνωρίζουν και βασίζονται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι, στους οποίους επιβάλλονται, συνήθως επιλέγουν να αποφύγουν μια ενδεχόμενη απώλεια που χαρακτηρίζεται ως βαρύτατη, μια απώλεια που οι πιθανότητες να συμβεί υπολογίζονται ως σημαντικές, παρά να διεκδικήσουν την παραμονή στο υπάρχον δυσάρεστο και ανεπιθύμητο καθεστώς ή μια μικρή (και αμφίβολη) αμοιβή. Μ’ άλλα λόγια, οι άνθρωποι σ’ αυτές τις περιπτώσεις πείθονται αποκλειστικά και μόνο με την χρήση απειλών, να υποβάλλουν οικειοθελώς την παραίτησή τους από τις όποιες φιλοδοξίες είχαν εκφράσει, γιατί αυτό θα είναι προς το συμφέρον τους…
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της Berenberg Bank Christian Schulz, «είναι αναπόφευκτο ότι τον Ιούλιο θα απαιτηθεί κι ένα τρίτο πακέτο βοήθειας. Με την Ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους προς την ελληνική κυβέρνηση, οι όροι του νέου πακέτου θα είναι σκληροί και η επίβλεψή τους πολύ στενή. Συγκριτικά με το τι θα πετύχαινε, υποθετικά, ο κ. Σαμαράς εάν επανεκλεγόταν, ο κ. Τσίπρας αποτελεί, αναμφίβολα, καταστροφή. Πλησιάζει η ώρα της κρίσης; Χθες η ΕΚΤ διατήρησε ίδιο το επίπεδο της ρευστότητας έκτακτης ανάγκης (ELA), μόλις για δεύτερη φορά από τον Φεβρουάριο, γεγονός που αιφνιδίασε. Οι εκροές καταθέσεων αυξήθηκαν στα 300 εκατ. ευρώ την ημέρα από 100 εκατ. ευρώ που ήταν μέχρι την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με αναφορές του ελληνικού Τύπου». (28-5-2015)
Η χρήση των απειλών σ’ αυτές τις περιπτώσεις για τους εξουσιαστές δεν είναι ένα περιστασιακό εργαλείο, αλλά η αιχμή του δόρατος στην προσπάθειά τους να καταστήσουν, τελικά, ιδιαίτερα επαχθείς τους όρους επιβολής. «Ένα Grexit θα αντανακλούσε μια συλλογική πολιτική αποτυχία. Πέραν όλων θα οδηγούσε στην κοινωνική και οικονομική καταστροφή των Ελλήνων πολιτών», αναφέρουν σε άρθρο τους οικονομολόγοι και πολιτικοί αναλυτές των Eiffel Group and Glienicker Group, το οποίο αναρτήθηκε πριν από περίπου δέκα ημέρες στην ιστοσελίδα του ινστιτούτου Bruegel.
Στόχος, βέβαια, των απειλών, έμμεσων ή άμεσων, δεν είναι να αποφευχθεί η επαπειλούμενη βαρύτατη απώλεια, αλλά να γίνει δεκτή σταδιακά, και όχι μονομιάς, καθώς η όποια αποδοχή της είναι το ζητούμενο και όχι ο τρόπος. Έτσι οι δυσμενείς επιπτώσεις, αυτές καθ’ εαυτές στην πραγματικότητα δεν μετριάζονται, αλλά αντίθετα τείνουν προς την συνεχή επιδείνωση, διότι η σταδιακή επιβολή των νέων όρων καταδυνάστευσης δίνει επί πλέον δυνατότητες σκλήρυνσης εκ μέρους των εξουσιαστών, παρ’ ότι γίνεται με το γάντι.
Σύμφωνα με το Διεθνές Πρακτορείo Ειδήσεων Reuters, «αντίθετα από την προηγούμενη κρίση της Ελλάδας, προ τριετίας, σήμερα επικρατεί η αντίληψη ότι είναι σχεδόν μηδαμινή η έκθεση του τραπεζικού κλάδου και του ιδιωτικού τομέα, διότι έχουν δημιουργηθεί τοίχοι ασφαλείας στον χρηματοπιστωτικό κλάδο για τη θωράκιση του ευρώ, ενώ οι αγορές υποτίθεται ότι έχουν ήδη προεξοφλήσει αυτόν τον κίνδυνο. Κανένας δεν γνωρίζει τις πραγματικές επιπτώσεις μιας κίνησης που δεν έχει επαναληφθεί στο παρελθόν. Επιπροσθέτως, οι επενδυτές έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν αρκετά ήπια τα γεγονότα, που μπορεί να προκαλέσουν τεράστιες επιπτώσεις. Έχει συμβεί ξανά στο παρελθόν. Ενδεικτική ήταν η αντιμετώπιση της χρεωκοπίας της Lehman Brothers από τους επενδυτές, το 2008. Αρχές του 2007, ο δείκτης μεταβλητότητας των αγορών στις ΗΠΑ κυμαινόταν στο ιστορικό χαμηλό των 10 μονάδων. Τον Σεπτέμβριο του 2008 είχε αναρριχηθεί στις 20 μονάδες και εκτοξεύθηκε στις 80 μονάδες μετά την κατάρρευση της τράπεζας».
Όπως είναι γνωστό, η ωμή βία προκαλεί, τουλάχιστον στον κοινωνικό χώρο τον οποίο γνωρίζουμε και αναφερόμαστε, σημαντικές αντιδράσεις, συγκρούσεις και σε ορισμένες περιπτώσεις ανεξέλεγκτες εξεγέρσεις. Η πιθανότητα, λοιπόν, σφοδρών αναταραχών δεν είναι ασήμαντη, γεγονός, που οι διαχειριστές των κρατικών υποθέσεων δεν μπορούν να αγνοήσουν ή να υποτιμήσουν σε κάθε περίπτωση.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η χρονική απομάκρυνση από παρόμοια γεγονότα θεωρείται σταθεροποιητικός παράγοντας, αφού αμβλύνει σε μεγάλο βαθμό τις συλλογικές μνήμες μιας χαμένης πλέον αγωνιστικότητας, επιτείνει την παθητικότητα, την ηττοπάθεια, τις διαθέσεις παράδοσης και τελικά φέρνει πιο κοντά μια κατάσταση εθελοδουλείας. Χάνεται, μ’ άλλα λόγια, η πίστη στις τωρινές ή μελλοντικές δυνατότητες αντίστασης, οι οποίες πλέον αφορούν αποκλειστικά το παρελθόν.
Η ολοένα και αυξανόμενη χρονική απόσταση, λοιπόν, από δυσάρεστες για την εξουσία καταστάσεις, δίνει την δυνατότητα να αυξηθεί η ικανότητα αφομοίωσης σημαντικών τμημάτων του κοινωνικού χώρου με την ευρεία έννοια του όρου, αλλά και με την στενότερη, αφού αναδεικνύονται και οι δυνατότητες οι όποιες επαναστατικές «παρεκκλίσεις» να πάρουν την θέση τους στον αντιπολιτευτικό στίβο.
Οι τεχνικοί της εξουσίας χαρακτηρίζουν, επίσης, ως μια επί πλέον «αρετή» της χρήσης απειλών την δυνατότητα ανάκλησής τους σε κάθε περίπτωση αφού, αν ο «εμπλεκόμενος», παρά τις απειλές που δέχεται, δεν δείχνει καμία διάθεση συμμόρφωσης και τελικά δεν συμμορφώνεται, η μη πραγματοποίηση των απειλών εκ μέρους των ισχυρών θεωρείται δείγμα «ανθρωπισμού» και όχι αδυναμίας.
Σύμφωνα με την ισπανική εφημερίδα El Mundo (29/5), «Πρόκειται να υπάρξει μία πολιτική συμφωνία, η απόφαση έχει ληφθεί ήδη. Σήμερα ήδη υπάρχουν δύο στις τρεις πιθανότητες να υπάρξει συμφωνία εντός των προσεχών ημερών. Πρόκειται να κλείσει η αναθεώρηση του προγράμματος προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκταμίευση κονδυλίων κι εν συνεχεία να προχωρήσουμε στην διαπραγμάτευση του τρίτου προγράμματος».
Η «αναμενόμενη επιτυχία», όμως, δεν πιστώνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις γενικά στο πολιτικό σύστημα ή στους «θεσμούς», αλλά σε επιλεγμένα πρόσωπα της κυριαρχικής ελίτ, που είναι «ανάγκη» να προικοδοτηθούν αναλόγως με την θέση και τον ρόλο, που θα έχουν στην συνέχεια.
Οι «σκληροί», βέβαια, της «διαπραγμάτευσης» (είτε βρίσκονται στο «εσωτερικό» είτε στο «εξωτερικό») είναι απαραίτητοι όσο και οι «μετριοπαθείς». Τα τελευταία «πρόσωπα», όπως φιλοτεχνούνται με προσοχή από τα ΜΜΕ, είναι εκείνα που θα ξεμπλοκάρουν τα «αδιέξοδα», θα δώσουν «νέα πνοή» στις «εξελίξεις», θα γεφυρώσουν «διαφορές», θα «επιταχύνουν» την στιγμή που η «επιβράδυνση» φαντάζει «ολέθρια» και θα επιβάλλουν την «τελική λύση».
Η ανακούφιση, λοιπόν, που θα νιώσουν σημαντικά τμήματα του πληθυσμού από την «συμφωνία», θα πιστωθεί στους «μεγάλους ηγέτες» που θα αποτρέψουν να φθάσουν τα πράγματα στον πολυδιαφημιζόμενο επικείμενο «όλεθρο».
Πως; Αποκηρύσσοντας πρώτα απ’ όλα το «παίγνιο του δειλού» στο οποίο το προηγούμενο διάστημα είχε διαφανεί, ότι συμμετείχαν όλοι οι εμπλεκόμενοι ανεξαιρέτως. Και ποιο είναι αυτό; Το «παίγνιο του δειλού» απαιτεί δύο συμμετέχοντες, που οδηγούν το αυτοκίνητό τους με ιλιγγιώδη ταχύτητα με κίνδυνο να συγκρουστούν μετωπικά. Ηττημένος στο «παίγνιο του δειλού» είναι τελικά αυτός, που την τελευταία στιγμή θα στρίψει το τιμόνι, ώστε να αποφύγει την μοιραία σύγκρουση.
Η «έξοδος» με τέτοιους όρους από μια παρατεταμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν σημαίνει, βέβαια, οποιουδήποτε είδους βελτίωση, όπως ήδη περιγράψαμε, αλλά αντίθετα την εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης στους «νέους» και «άφθαρτους» διαχειριστές.
Η καθεστωτική προπαγάνδα ανανεώνεται «πείθοντας» πλέον τους αγανακτισμένους και θυμωμένους ανθρώπους, ότι η (επί πλέον) βλάβη, που θα επέλθει, είναι πέραν και ακούσια των προθέσεων τους, αφού δήθεν εξάντλησαν κάθε περιθώριο, ώστε να επιτευχθεί ένας «έντιμος» συμβιβασμός». Ισχυρίζονται, μάλιστα, για να γίνουν περισσότερο πιστευτοί, ότι αποτελούσε «αμετάκλητη δέσμευσή» τους στο «παίγνιο του δειλού», να φθάσουν ως το τέρμα (αφαιρώντας προηγουμένως το τιμόνι, ώστε να μην μπορούν να στρίψουν τελικά οι ίδιοι παρά μόνον ο «αντίπαλος»).
Το «τιμόνι», βέβαια, δεν είχε ποτέ αφαιρεθεί από τους «εμπλεκόμενους» και ούτε φυσικά υπήρξε η οποιαδήποτε σκέψη προς αυτήν την κατεύθυνση. Η σύγχυση δεν υφίσταται σ’ αυτές τις περιπτώσεις χωρίς την επιβεβλημένη είσοδο στον λαβύρινθο της παραπλάνησης, απ’ όπου η έστω και πρόσκαιρη έξοδος οδηγεί, δυστυχώς, στην επίσης θετική για την εξουσία κατάσταση, όπου κυριαρχεί το αίσθημα της ενοχής, της ανικανότητας και της συνευθύνης.
Έχει γραφτεί ότι σε πολλούς πολιτισμούς η ενοχή είναι ένας από τους πιο ισχυρούς παράγοντες, που προκαλούν το ενδιαφέρον για τους άλλους και ότι μόνο η κατάθλιψη κάνει τους Αμερικάνους να αισθάνονται περισσότερο δυσάρεστα, ενώ κανένα άλλο αίσθημα δεν φέρνει σε τόσο δύσκολη θέση τους Έλληνες και τους Κινέζους. Πέρα από το προβληματικό μιας τέτοιας γενίκευσης, σίγουρα δεν θα πρέπει να αγνοείται ο βαθμός και οι συνέπειες μιας ενοχικής κατάστασης, που επιχειρείται να επιβληθεί συλλογικά σε έναν πληθυσμό (οι έλληνες είναι τεμπέληδες, χαραμοφάηδες, παράσιτα κ.ο.κ. ή τα εξ αντιδιαστολής ενοχικά συναισθήματα: οι έλληνες έχουν στο DNA την παλικαριά ή την αντοχή και την εξυπνάδα να επιβιώνουν, άρα έχουν διπλή ευθύνη να ξεπεράσουν τις δυσκολίες…).
Η ευθύνη, λοιπόν, που προδιαγεγραμμένα οδηγείται να αναλάβει το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού θα είναι πλέον διπλή, αφού θα προστεθεί το βάρος της ενοχής για την εμπιστοσύνη και την ανοχή που έδειξε στους «νέους» και «άφθαρτους σωτήρες».
Οι «νέοι» σωτήρες της εθνικολαϊκής αριστεροδεξιάς, αφ’ ενός σήκωσαν εξ αρχής το φλάμπουρο της «ηθικής υπεροχής» ενάντια στους προηγούμενους διαχειριστές των κρατικών υποθέσεων και αφ’ ετέρου εμφανίστηκαν ως οι αφοσιωμένοι στον λαό, ως εκείνοι που καλούν τον λαό, ταυτίζονται με τον λαό, συνεγείρουν τον λαό ενάντια στους «εσωτερικούς» και «εξωτερικούς» εχθρούς και κινδύνους που δύνανται να προδώσουν τα εθνικά ιδεώδη. Η από κοινού αυτή δραστηριοποίηση των αριστεροδεξιών φωστήρων της εθνικής σωτηρίας δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με προηγούμενες καταστάσεις.
Σύμφωνα με τον Pierre-Andre Taguieff «ο λαϊκισμός μπορεί με συνοπτικό τρόπο να ορισθεί ως η πράξη του να παίρνει κάποιος δημόσια το μέρος του λαού κατά των ελίτ ή ακόμη και ως λατρεία του λαού, με ποικίλες συνδηλώσεις (λαϊκή κυριαρχία, λαϊκή κουλτούρα, κλπ). Η σημασία του αιωρείται ανάμεσα στην κλήση του λαού και τη λατρεία του λαού. Η κλήση στο λαό αποσκοπεί στην υπέρβαση των μεσολαβήσεων και της προγραμματικής διάστασης: θέλει να είναι άμεση, χωρίς να φιλτράρεται από αντιπροσωπευτικές βαθμίδες. Ως προς αυτό, το λαϊκιστικό ύφος συναντά το ιδεώδες της άμεσης δημοκρατίας. Προσωπική κλήση στο λαό, προϋποθέτει την ύπαρξη χαρισματικού ηγέτη, που μπορεί να πάρει την φιγούρα απλού δημαγωγού ή λαϊκού δικτάτορα. Γι’ αυτό, συχνά ο λαϊκισμός ομοιοκαταληκτεί με βοναπαρτισμό ή αυταρχισμό, όπως στους κλασσικούς λατινο-αμερικανικούς λαϊκισμούς (Τζετούλιο Βάργκας στη Βραζιλία, Χουάν Ντομίνγκο Περόν στην Αργεντινή). Ο πολιτικός λαϊκισμός προϋποθέτει την εξύψωση του λαού, που αντιτίθεται στις ελίτ, είτε στους ξένους ή ακόμη και στην ελίτ και στους ξένους».
Στα καθ’ ημάς, οι αριστεροδεξιοί εθνοσωτήρες τοποθετημένοι στον αντιμνημονιακό πόλο προβάλλουν σαν οι αδιαφιλονίκητοι ιδιοκτήτες της εθνικιστικής ντουντούκας με την οποία κραυγάζουν εναντίον των «προδοτών» και των «γερμανοτσολιάδων», που «πούλησαν» την πατρίδα στους ξένους. Ο ήδη επιδεικνυόμενος αυταρχισμός –απέναντι στην οποιαδήποτε έκφραση αμφισβήτησής τους– από τους πάλαι ποτέ σταλινικούς (το ένα τρίτο των υπουργών του Συριζα ανήκε στο ΚΚΕ) δεν είναι παρά ένα απλό δείγμα των ικανοτήτων τους, που θα έχουμε την «χαρά» να θαυμάσουμε, όταν «σταθεροποιηθούν» στα «πράγματα».
Για την ώρα η μόνη φερεγγυότητα των επαναστατικών προθέσεων των αριστερών συνδαιτυμόνων της νέας διαχείρισης πιστοποιείται (;) από τις σχέσεις με τους «εξτρεμιστές», που φθάνουν εσχάτως με φανερό τρόπο να ενταχθούν στην συμπολιτευόμενες δυνάμεις είτε αναδεικνύοντας τις (πράγματι αξιοθρήνητες) «αντιιμπεριαλιστικές» τους θέσεις και μάλιστα ενάντια στον γερμανικό παράγοντα, ή διαλαλώντας «επαναστατικές πλατφόρμες», που μοιάζουν συντηρητικότερες και από το προεκλογικό πρόγραμμα του Συριζα (μονομερής διαγραφή του ελληνικού χρέους κ.λπ.).
Οι όψιμοι «αντιιμπεριαλιστές» (τραγικά αδιάβαστοι) εμφανίζονται αυτογελοιοποιούμενοι, αφού μόνο τη δεκαετία του 1990 είχαμε παρόμοιες «κρίσεις» στο Μεξικό, τη Νοτιοανατολική Ασία, την Ρωσία, την Τουρκία, και την Αργεντινή, αλλά και προβλεπόμενοι από τον ίδιο τον Λένιν, που όπως φαίνεται θαυμάζουν ιδιαίτερα και ο οποίος φαίνεται δεν δυσκολεύτηκε να τους φανταστεί πολλά χρόνια πριν: «H αποικιακή πολιτική και ο ιμπεριαλισμός υπήρχαν και πριν από το νεότατο στάδιο του καπιταλισμού και μάλιστα πριν από τον καπιταλισμό. Η Ρώμη, που στηριζόταν στη δουλεία, ακολουθούσε αποικιακή πολιτική και εφάρμοζε τον ιμπεριαλισμό. Οι “γενικοί” όμως συλλογισμοί για τον ιμπεριαλισμό, που ξεχνούν ή βάζουν σε δεύτερη μοίρα τη ριζική διαφορά των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, μετατρέπονται αναπότρεπτα στην πιο τιποτένια χυδαιότητα ή σε κομπασμό, όπως η σύγκριση της “μεγάλης Ρώμης με τη μεγάλη Βρετανία”. Ακόμα και η καπιταλιστική αποικιακή πολιτική των προηγούμενων σταδίων του καπιταλισμού διαφέρει ουσιαστικά από την αποικιακή πολιτική του χρηματιστικού κεφαλαίου» (Β.Ι. Λένιν, Ο Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή Αθήνα 2005 σ. 96).
Ο εθνικισμός πάντως που αναδύεται και θα αναδυθεί περαιτέρω, επικουρούμενος από κάθε έκφραση κομμουνιστικού και όχι μόνο σταλινικού τύπου –ιδεολογικής πρώτα απ’ όλα– καταστολής, αμέσως μετά την ανακοίνωση της «συμφωνίας» με τους «δανειστές», θα κάνει να μοιάζει με παιδική χαρά εκείνον της Χρυσής Αυγής.
Δεν είναι, βέβαια, αξιοπερίεργο ότι σε οποιαδήποτε παρόμοιου είδους «αντιιμπεριαλιστική» προσέγγιση της «κρίσης» απουσιάζει παντελώς η οιαδήποτε μνεία (θετική ή αρνητική) στις αναλύσεις, στην παρουσία και στην δράση αναρχικών ομάδων κατά τις «αντιπαγκοσμιοποιητικές» κινητοποιήσεις, που συντάραξαν ολόκληρο τον πλανήτη στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 2000.
Η ανακοίνωση, λοιπόν, της επικείμενης «συμφωνίας» θα είναι το σάλπισμα για την αναδίπλωση του πολιτικού σκηνικού στο σύνολο του. Όλοι θα πάρουν μερίδιο από την πίττα. Από το ΚΚΕ μέχρι την Χρυσή Αυγή. Το ίδιο ισχύει και για τα τεράστια πράγματι κυριαρχικά συμφέροντα που βρίσκονται και εκφράζονται μέσω του ΔΝΤ, της ΕΚΤ, της Κομισιόν, του ΠΟΕ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, αλλά και συμφέροντα κρατών όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία, καθώς και εκείνα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα και, εν γένει, των «αγορών».
Η λήξη του «συναγερμού», έστω και πρόσκαιρα, που θα αφορά την «ελληνική κρίση» θα επιταχύνει τις λεγόμενες γεωπολιτικές εξελίξεις της ευρύτερης περιοχής, που χαρακτηρίζεται Μέση Ανατολή (που ήδη έχει αλλάξει σύνορα) και περιλαμβάνει φυσικά και τα Βαλκάνια, εξελίξεις που θα διατρέχουν κάθε σημείο «φωτιά», κάθε σημείο «κλειδί» για την συγκεκριμένη φάση της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Ο λόγος που διατυπώνουμε αυτή την εκτίμηση δεν έχει να κάνει βέβαια με κανενός είδους ελληνοκεντρισμό, αλλά με την πεποίθησή μας ότι κάθε «εστία ανάφλεξης», είτε με πρόσχημα το οικονομικό, είτε τον επαναπροσδιορισμό των συνόρων στην Μέση Ανατολή, είτε σε περιοχές όπως αυτή της Ουκρανίας, αποδεικνύει ότι ζωτικός χώρος για τους κυρίαρχους αποτελεί ολόκληρος ο πλανήτης, ότι τα συμφέροντα που συγκρούονται και ταυτόχρονα αλληλοκαλύπτονται μεταξύ τους αφορούν κάθε σπιθαμή επιρροής των συνασπισμών που συγκροτούν, πίσω από οποιαδήποτε ονομασία και αν βρίσκονται.
Συσπείρωση Αναρχικών
Δημοσιεύθηκε στην αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 150, Ιούνιος 2015
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...