«Το γκέττο αποτελεί μια μηχανή πολιτισμικής καύσης, που πετυχαίνει τη σύντηξη των διακρίσεων ανάμεσα στα μέλη της περιχαρακωμένης ομάδας και ανεφοδιάζει τη συλλογική υπερηφάνεια ακόμη και αν κατοχυρώνει το στιγματισμό, που περιίπταται πάνω της». Loic Wacquant (Απόβλητοι των Πόλεων)
«Οι αμαρτωλοί θα πάνε στο άσυλο, με τσεκούρια και με φωτιά θα σπάσουν και θα κάψουν τις πύλες του· και θα πάρουν τους δίκαιους και θα τους κάψουν στο κέντρο της πόλης». Σαβοναρόλα, Κήρυγμα του 1491
Η προέλευση του όρου «γκέττο» αναζητήθηκε εκτός των άλλων στην ονομασία μιας περιοχής στη συνοικία Cannaregio της Βενετίας, όπου κατά τον 16ο αιώνα, οι Βενετοί υποχρέωσαν τους Εβραίους να διαμείνουν. Μια περιοχή περιτοιχισμένη με πύλες τις οποίες, όταν νύχτωνε, έκλειναν οι φύλακες, που έλεγχαν την είσοδο και την έξοδο, για να μην κυκλοφορούν οι Εβραίοι ανάμεσα στους Βενετούς.
Σύμφωνα, πάντως, με τον καθηγητή κοινωνιολογίας Loic Wacquant ο όρος δηλώνει επίσης «ένα οριοθετημένο αστικό τμήμα, στο οποίο ισχύουν θεσμοί και ένα σύνολο αντιλήψεων και προτύπων, που αφορούν διαφορετικά τμήματα του πληθυσμού».
Σε μια ενδιαφέρουσα διάλεξή του στην Σχολή Αρχιτεκτονικής του Yale στις 27 Μαρτίου 2009, ο Loic Wacquant μεταξύ άλλων τόνισε ότι «εδώ και τριάντα χρόνια, πολιτικοί και δημοσιογράφοι έχουν ανακοινώσει ότι το ‘‘γκέττο’’ έχει φτάσει στη Γαλλία κι έχουν καταγγείλει, με τρομαχτικούς όρους, την υποτιθέμενη «αμερικανοποίηση» της πόλης. Στην πραγματικότητα, όμως οι κάτοικοι των banlieues παραμένουν βαθιά διχασμένοι ως προς την τάξη, την εθνικότητα, την εθνότητα (μέσα στην εθνικότητα), την ηλικία, και τη γενιά». Συνέχεια