«Όταν μαθεύτηκε η είδηση ότι οι μπάτσοι του Πόρτλαντ είχαν πυροβολήσει θανάσιμα έναν άνδρα στο Hoyt Arboretum, ξέραμε ότι έπρεπε να κάνουμε μια επιλογή: να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να είμαστε ανθρώπινοι, ή να συμμετέχουμε στις ίδιες μας τις δολοφονίες, να κρυφτούμε, να κοιμηθούμε, να ζήσουμε μια ρουτίνα που τελειώνει, για όλους μας, με το θάνατο. Είναι μια επιλογή που την κάναμε τόσες πολλές φορές πριν: από τα μήντια, τους τοπικούς ηγέτες, τους επαγγελματίες ακτιβιστές, τα αφεντικά, τους δασκάλους, τους γονείς, τους φίλους που δε μας πιέζουν να αντιμετωπίσουμε το φόβο μαζί τους. Σκοτώνουμε τους εαυτούς μας με τόση οργή που καταπίνουμε.
Απόψε, δε θα πηγαίναμε για ύπνο με αυτή την ξινή αίσθηση στα στομάχια μας. Απόψε, δώσαμε όνομα σ’ αυτό που νιώθουμε: οργή. Έτσι ξεκίνησαν όλα.
Σε λίγες ώρες αφότου διαδόθηκαν τα νέα, αναρχικοί της πόλης συναντηθήκαμε σ’ ένα πάρκο, και αποφασίσαμε να κάνουμε πορεία προς τον αστυνομικό σταθμό. Όχι στον κεντρικό: εκείνη η γειτονιά θα ήταν νεκρή αυτή την ώρα. Θέλαμε να φωνάξουμε προς την αστυνομία, αλλά και να βρούμε τους γείτονές μας, να μιλήσουμε με άλλους ανθρώπους στην κοινότητά μας, να τους κάνουμε να μάθουν τι έγινε και να τους καλέσουμε στο δρόμο μαζί μας… Δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε να συνεχίζεται αυτό.
Η πορεία έφυγε από το πάρκο και πήγε προς γειτονιά με κατοικίες, διακόπτοντας τη νεκρή νύχτα της Δευτέρας και τη σιωπή των καταναλωτών-εργαζόμενων που ανακάπτουν από μια άλλη δύσκολη μέρα. Φωνάζοντας με όλη μας τη δύναμη…. «και τώρα ένα σύνθημα που όλους μας ενώνει ΜΠΑΤΣΟΙ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!!!»
Σιγά-σιγά άρχισαν να φεύγουν κάδοι μέσα στο δρόμο, αυτοί που προσπάθησαν να τους μαζέψουν γιουχαρίστηκαν. «Αυτό δεν στέλνει κάποιο μήνυμα» έλεγαν. Στη λεωφόρο Burnside, κλείστηκε ο δρόμος κι απ’ τις δυο πλευρές. Άλλοι πήραν πέτρες, ξύλα και μπουκάλια. Ένας είχε ένα σπρέι μαζί του. Όταν πέρασαν από την πρώτη τράπεζα, κάποιοι έσπασαν το ATM της Wells Fargo. Ένα παράθυρο σπάστηκε. Πέτρες και μπουκάλια πετάχτηκαν. Σπάστηκε επίσης η τζαμαρία μιας ασφαλιστικής.
«Οι σειρήνες άρχισαν να βαράνε. Μπροστά βρέθηκε ένα Starbucks. Μια κούρσα: μπορούσαμε να φτάσουμε εκεί πριν φτάσουν τα γουρούνια; Κερδίσαμε. Περισσότερες τζαμαρίες σπάστηκαν.»
Όταν έφτασαν οι μπάτσοι πετάχτηκα ένας κάδος στο μπροστινό περιπολικό. Η οργή είχε ξεχειλίσει.
Μόνο όταν οι μπάτσοι έγιναν περισσότεροι προσπάθησαν πάλι να εμβολίσουν τον κόσμο, ρίχνοντας με σπρέι και χτυπώντας. Οι φωνές του κόσμου δονούσαν την ατμόσφαιρα.
«Φτάσαμε στον αστυνομικό σταθμό και φωνάξαμε στους μπροστινούς μπάτσους, όπως και στα παράσιτα των μήντια που στέκονταν μπροστά με τις κάμερές τους.»
Οι μπάτσοι ακόμα δεν ανακοίνωσαν αν ο νεκρός είναι λευκός ή μαύρος.
«Έξω στο δρόμο!»