Το ζήτημα της βίας κάθ’ εαυτό, αλλά και εν προκειμένω οι προεκτάσεις του σε σχέση με τους πολύμορφους απελευθερωτικούς αγώνες, είναι αναμενόμενο να επανέρχεται ως γόνιμος προβληματισμός, μιας και αποτελεί αναφαίρετο συστατικό του κοινωνικού απελευθερωτικού αγώνα. Δεν είναι, λοιπόν, λίγες οι φορές που διαβάζουμε σε κείμενα αναρχικών περί «απελευθερωτικής βίας». Στο σημείο αυτό, εντοπίζουμε μια σοβαρή παρανόηση, που, αν και για κάποιους ίσως ομοιάζει ασήμαντη, θεωρούμε πως είναι απαραίτητο να επιχειρηματολογήσουμε, για να ξεδιαλύνουμε το εν λόγω ζήτημα με τον τρόπο που εμείς πιστεύουμε.
Δεν υφίσταται, λοιπόν, απελευθερωτική βία, παρά βία που είναι σε θέση να προωθήσει την πολύμορφη και συνολικά απελευθερωτική διεργασία. Με άλλα λόγια, η βία δεν μπορεί να λειτουργήσει από μόνη της απελευθερωτικά. Τι θέλουμε να πούμε όμως μ’ αυτό; Αν η βία –και συγκεκριμένα η αντικρατική στην περίπτωση των κοινωνικών αγώνων– απελευθέρωνε τους αγωνιζόμενους ανθρώπους και βεβαίως, μαζί με αυτούς και το σύνολο της σκλαβωμένης κοινωνίας, τότε το μόνο που θα είχαν να κάνουν οι αγωνιζόμενοι θα ήταν να ξεπεράσουν εαυτούς και αλλήλους στη επίδειξη βίας. Ισχύει όμως κάτι τέτοιο; Θα μπορούσε μια δραματική αύξηση στον πήχη της βίας, να οδηγήσει σε απελευθερωτικούς παραδείσους την κοινωνία; Δεν υπάρχει, φυσικά, τέτοια περίπτωση. Αν ίσχυε ο παραπάνω συλλογισμός, τότε, οι άνθρωποι θα είχαν ήδη απελευθερωθεί. Για παράδειγμα, οι μετέχοντες τόσο στην γαλλική, όσο και στη ρωσική κοινωνική επανάσταση, δεν φείδονταν σε επίδειξη βίας –απελευθερωτικής και αντικοινωνικής, αλλά στο παρόν κείμενο μας ενδιαφέρει η πρώτη– απ’ τους επαναστατημένους προς τους κρατιστές και τους έμψυχους μηχανισμούς τους. Αλλά, ας μην αναζητήσουμε ακροθιγώς απαντήσεις στην ιστορία και μόνο. Τα παραδείγματα και απ’ τους κοινωνικούς αγώνες του σήμερα δεν στερούνται σημασίας, αλλά αντιθέτως αποτελούν αναβλύζουσα πηγή για όσους θέλουν να εμπλουτίσουν και να μεγαλώσουν το διαυγές ποτάμι της αναρχικής θεώρησης. Συνέχεια