Το πρωί έφυγε από το σπίτι του όπως όλα τα άλλα πρωινά. Φίλησε τη σύντροφό του και την κορούλα του, κάνοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια να μην προδοθεί και αφήσει και φανεί κάτι από τα σφοδρά συναισθήματα που συντάραζαν την ψυχή του. Και το κατάφερε.
Μόνο για μια στιγμή, εκεί στο κατώφλι της πόρτας, κόντεψε να χάσει τον αυτοέλεγχό του, όταν η Μαρία τον ρώτησε τι φαγητό θα ήθελε να του φτιάξει το βράδυ. «Έχει μείνει λίγο λαρδί από την Κυριακή, θέλεις να σου το κάνω με φασόλια που σ’ αρέσει;», είπε, κι εκείνον τον έπνιξε ένα κύμα συγκίνησης, που ανέβηκε ορμητικό από τα σωθικά του. Έγνεψε καταφατικά αντί για άλλη απάντηση, ανίκανος να προφέρει έστω και μια λέξη χωρίς να ξεσπάσει σε κλάματα. Της έκανε αντίο με το χέρι κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.
Στάθηκε ένα λεπτό στο κεφαλόσκαλο να συνέλθει, σκούπισε τα μάτια του που είχαν πλημμυρίσει δάκρυα. «Καημενούλες μου, τι θ’ απογίνετε;» αναστέναξε. Κατέβηκε αργά τα σκαλοπάτια και βγήκε στο δρόμο. Ο καιρός ήταν μουντός και φυσούσε ένα ελαφρό αλλά παγωμένο αεράκι. Σήκωσε τα πέτα του χιλιοφορεμένου ντρίλινου πανωφοριού του, έβαλε τα χέρια στις τσέπες και κίνησε. Δεν πήρε όμως την κατεύθυνση για τη δουλειά του ως συνήθως, παρά κατηφόρισε προς το ποτάμι. Πέρασε στην αντίπερα όχθη και βάδισε κατά μήκος της προκυμαίας με κατεύθυνση το μέγαρο της Βουλής. Όχι πολύ μακριά από εκεί είχε νοικιάσει την προηγούμενη ένα δωμάτιο σε ένα μικρό ξενοδοχείο και είχε εναποθέσει τα σύνεργά του. Συνέχεια