Ακούσαμε πρώτα τον καλπασμό τους στις σκάλες, μετά ακροβολίστηκαν στο μαγαζί αμίλητοι.[1]
«Σηκωθείτε όλοι όρθιοι ρε πούστηδες!» φώναξε ο επικεφαλής τους.
Σηκωθήκαμε. Αυτοί άρχισαν να περνάνε ανάμεσα μας, καθυστερούσαν κιόλας όταν βρίσκονταν από πίσω μας, για να μας σπάσουν τον τσαμπουκά. Άδικος κόπος –ήταν η πρώτη φορά που είχα τόσο στενή επαφή με Ζητάδες κι ανακάλυπτα ότι έφερναν όλοι τους σε δίφυλλες ντουλάπες. Ο κοντότερος -ένα κεφάλι πάνω από μένα. Η Φανή κόντευε να μου στραμπουλίξει το χέρι –καλό ήταν αυτό γιατί με βοηθούσε να κρατηθώ από κάπου.
Οι Ζητάδες ξεδιάλεξαν δυο παιδιά και τα πλάκωσαν στις σφαλιάρες επιτόπου. Περιμέναμε εκεί ακίνητοι, παρακολουθούσαμε. Κάποιος, πιο τολμηρός βγήκε από τη γραμμή του.
«Τι ακριβώς συμβαίνει, δε μας λέτε κι εμάς;» ρώτησε.
Οι Ζητάδες τον κοίταξαν, συνεννοήθηκαν με τα μάτια και τον πλάκωσαν κι αυτόν στις γρήγορες. Όταν βαρέθηκαν να κοπανάνε, τους πήραν σέρνοντας και τους τρεις. Κοιτάζαμε και παρακαλούσαμε να τελειώσει αυτό το πράγμα.
«Ταυτότητες», φώναξε κάποιος από αυτούς που είχανε μείνει πίσω. Συνέχεια