ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΡΧΙΚΗΣ ΘΕΩΡΗΣΗΣ: Κοινωνία, κοινότητα, κράτος και ανεξούσια οργάνωση και συμβίωση

«Οι αναρχικοί, δεν είναι ένα απλό όνομα ή μια ταμπέλα μέσα στον κοινωνικό χώρο. Όσοι αποφασίζουν να ακολουθήσουν το δρόμο του αγώνα και της πάλης για την αναρχία θεωρούν πως έχουν επιφορτιστεί με συγκεκριμένες ευθύνες, τόσο αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά. Ας το επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά. Η απελευθέρωση των ανθρώπων δεν είναι ένα νεανικό παιχνιδάκι. Ούτε ένα γεροντικό καπρίτσιο. Πολύ περισσότερο δεν είναι η εκτόνωση κάποιων θυμωμένων για τη θέση που τους επιφύλαξε το σύστημα κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης. Αυτή η υπεύθυνη στάση των αναρχικών έρχεται να καθορίσει τη διαρκή αναζήτηση, την επίμονη προσπάθεια, το ξεκαθάρισμα απόψεων, την εμβάθυνση και την διάδοση των λειτουργικών εμπειριών, το κόψιμο των οποιωνδήποτε ορατών ή αόρατων δεσμών με τις εξουσιαστικές ιδεολογίες και πρακτικές. Πρόκειται για όλα αυτά τα συστατικά που συμπεριλαμβάνονται στην Αναρχική Θεώρηση».
(Γιώργος Βλασσόπουλος, Μάρτιος 2009, Περί πράξης ή οι παρενέργειες του ακτιβισμού)

Η διάκριση και η αποσαφήνιση εννοιών, πιστεύουμε πως είναι μια σημαντική διεργασία, που συμβάλλει στην ατομική και συλλογική ανάπτυξη της απελευθερωτικής πορείας. Δεν είναι, λοιπόν, ζήτημα «καθαρότητας», αλλά μια προσπάθεια επίγνωσης των διαφόρων στοιχείων, που ατομικά και συλλογικά κατακλύζουν και με διάφορους τρόπους αφορούν την καθημερινότητά μας. Η συσκότιση, το πασάλειμμα και η μαζικοποίηση είναι χαρακτηριστικές πρακτικές της εξουσίας για να διατηρηθεί μια πραγματικότητα, που βασίζεται στην ταχύτητα, στην απουσία σκέψης και τελικά στην καθίζηση κάθε εξέλιξης της απελευθερωτικής προοπτικής, συλλογικής και ατομικής.

Αυτή η λογική διαπερνάει ακόμα και κομμάτια της κοινωνίας, που υποτίθεται, πως είναι ενάντια σε κράτος και εξουσία.

Για παράδειγμα, το πρόταγμα «σκάσε ή δράσε», φαινομενικά, είναι μια απλή και ξεκάθαρη προτροπή για δράση προς τους εξουσιαζόμενους. Πίσω, όμως, από την εμφατικότητα της προτροπής αυτής για δράση, κρύβεται μια βαθιά εξουσιαστική λογική, που προσδίδει  αρνητικό πρόσημο στην σκέψη, άρα και στην γνώση. Η δράση που τοποθετείται πάνω απ’ όλα και μάλιστα χωρίς σκέψη, δίχως αμφιβολία στοχεύει στην διατήρηση της εξουσίας, με το ίδιο ή διαφορετικό χρώμα και αρχές.

Αυτό συμβαίνει, γιατί η δράση από μόνη της, χωρίς την δυνατότητα σκέψης, υποβιβάζει την σημασία που έχει η άποψη, η ανάλυση και η θεώρηση προκειμένου να καθοριστεί  αν ένας αγώνας είναι κοινωνικός, αναρχικός ή έστω απελευθερωτικός. Οι «κουρασμένοι», λοιπόν, από τις συζητήσεις ταξινομούν ιεραρχικά την δράση, από την οποία δεν έχουν τελικά και πολλές απαιτήσεις, με το πρόσχημα της επιτακτικότητας γεγονότων που «τρέχουν».

Ένας κοινωνικός αγώνας μπορεί να αφορά δικαιώματα, παροχές, αυξήσεις, να είναι αντικυβερνητικός ή αντιπολιτευτικός, αλλά δεν μπορεί να ταυτίζεται με τον αντικρατικό, απελευθερωτικό και αναρχικό αγώνα. Εύλογα, βέβαια, μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος, αν τελικά οι αναρχικοί συμμετέχουν σε κοινωνικούς αγώνες και αν είναι κομμάτι αυτού που ονομάζουμε κοινωνία.

Για να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα, θα πρέπει να ξεκαθαριστούν οι έννοιες του κοινωνικού ανταγωνισμού και της κοινωνίας εν τέλει.

Η κοινωνία

Διαπιστώνουμε πως οι κλασικοί θεωρητικοί του αναρχισμού και της Αναρχίας δεν καταπιάνονται σχεδόν καθόλου με την διάκριση των εννοιών της κοινωνίας και των κοινοτήτων και συχνά στα κείμενά τους συγχέονται, με αποτέλεσμα να μιλούν και να γράφουν για την κοινωνία, αλλά ουσιαστικά να περιγράφουν την κοινότητα.

Ο Μιχαήλ Μπακούνιν, για παράδειγμα, θεωρεί την κοινωνία και την κοινωνικοποίηση του ατόμου, αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη και την καλλιέργεια της ανθρωπινότητάς του, χωρίς την οποία θα παρέμενε άγριο θηρίο: «Ξεκινώντας από το στάδιο του γορίλα, ο άνθρωπος φτάνει πολύ δύσκολα στη συνείδηση του ανθρωπισμού του και στην πραγμάτωση της ελευθερίας. Αρχικά δεν μπορεί να έχει ούτε την συνείδηση, ούτε αυτή την ελευθερία. Γεννιέται θηρίο άγριο και υποτάσσεται και εξανθρωπίζεται και χειραφετείται προοδευτικά στους κόλπους της κοινωνίας, που προηγείται αναγκαστικά από την γέννηση της σκέψης, του λόγου και της θέλησης του. Και το κατορθώνει με τις συλλογικές προσπάθειες όλων των παρελθόντων και παρόντων μελών αυτής της κοινωνίας, που, επομένως, είναι η φυσική βάση και αφετηρία της ανθρώπινης ύπαρξής της.[…] ο άνθρωπος ολοκληρώνει την ατομική του ελευθερία ή την προσωπικότητα του με την συμμετοχή των άλλων ατόμων που τον περιβάλλουν και μόνο χάρη στην εργασία του και τη συλλογική δύναμη της κοινωνίας, έξω από την οποία θα παρέμενε, χωρίς άλλο, το πιο ηλίθιο και πιο άθλιο απ’ όλα τ’ αγρίμια που υπάρχουν στη γη».[1]

Σε άλλο κείμενο αναφέρει για την σημασία της κοινωνίας: «Η κοινωνία δεν επιβάλλεται με τους τύπους, επίσημα, αυταρχικά, επιβάλλεται φυσικά και γι’ αυτό βέβαια η επίδρασή της πάνω στο άτομο είναι ασύγκριτα πιο ισχυρή απ’ αυτή του Κράτους. Δημιουργεί και διαμορφώνει όλα τα άτομα που γεννιούνται και αναπτύσσονται στους κόλπους της. Πετυχαίνει να τους διοχετεύσει, από την πρώτη μέρα της γέννησής τους μέχρι τη μέρα του θανάτου τους, όλη την ιδιαίτερη υλική της φύση την πνευματική ηθική. Εξατομικεύεται κατά κάποιο τρόπο μέσα στον καθένα».[2]

Βέβαια, ο ίδιος ο Μπακούνιν, στον ορισμό του για την κοινωνία και στην κριτική που της κάνει, μας δίνει την δυνατότητα να θεωρήσουμε, πως αυτό που εννοούσε παραπάνω για τα οφέλη της κοινωνίας, αφορούσε κοινότητες ανθρώπων, που μπορεί να υπάρχουν και μέσα στην κοινωνία, αλλά διαπνέονται από ελεύθερα στοιχεία και ενάντια προς τις εξουσιαστικές λογικές της κοινωνίας.  

Μιας κοινωνίας, που ο ίδιος θεωρούσε αποτέλεσμα του «σιωπηρού συμβολαίου», παραφράζοντας και εν τέλει απορρίπτοντας αυτό που ο Ζαν- Ζακ Ρουσσώ ονομάζει «κοινωνικό συμβόλαιο», δηλαδή «ένα συμβόλαιο χωρίς λόγια και επομένως χωρίς σκέψη και θέληση»[3], αποφασισμένο, όχι μετά από ελεύθερη συμφωνία μεταξύ ανθρώπων, αλλά επιβαλλόμενο, δηλαδή «ένας σκανδαλώδης παραλογισμός. Ένα εξωφρενικό και συνάμα κακοήθες επινόημα. Μια αισχρή απάτη»[4].

Κριτικάροντας τον Ρουσσώ, αναφέρει, πως άσχετα αν οι αρχές του «κοινωνικού συμβολαίου» φαίνονται στην αφετηρία του αρκετά φιλελεύθερες, «οι συνέπειες λοιπόν του κοινωνικού συμβολαίου είναι ολέθριες, γιατί καταλήγουν στην απόλυτη κυριαρχία του Κράτους»[5].

Έτσι, λοιπόν, η σύναψη του ρουσωϊκού «κοινωνικού συμβολαίου», ή αλλιώς του «σιωπηρού συμβολαίου», όπως σκωπτικά το σχολιάζει ο Μπακούνιν, είναι η αρχή της ανθρώπινης κοινωνίας, δηλαδή «η καθαρή και λογική πραγμάτωση του συμβολαίου με όλες του τις διατάξεις και τις νομοθετικές και πρακτικές συνέπειες. – Είναι το Κράτος».[6] Το αόρατο «σιωπηρό συμβόλαιο» είναι το σύνολο των αρνήσεων των ατομικών ελευθεριών των μελών της κοινωνίας, οι θυσίες τους για το κοινό καλό. Αυτή η άρνηση των ατομικών ελευθεριών στο όνομα του κοινού καλού, είναι το Κράτος. Και όπως ο ίδιος ο Μπακούνιν είχε πει, η ελευθερία είναι αδιαίρετη και όταν κάποιος κόψει ένα κομμάτι από την ελευθερία, αμέσως όλη η ελευθερία συγκεντρώνεται σ’ αυτό το κομματάκι.  

Συνοψίζοντας, διαπιστώνουμε πως ο Μπακούνιν δεν είχε κάνει διάκριση των δύο διαφορετικών εννοιών. Δεν γίνεται κάτι που διαπνέεται από εξουσία, από διατάξεις, νομοθετικές πρακτικές και που αφαιρεί ατομικές ελευθερίες για να υπάρξει το σύνολο, να είναι συγχρόνως και αναγκαίο συστατικό για την καλλιέργεια του ατόμου και την χειραφέτησή του. Θεωρούμε πως, πολύ απλά, αναφέρεται σε κοινότητες ανθρώπων, αφού θεωρεί, πως το Κράτος αλληλοεπιδρά με την κοινωνία και την διαπνέει με ένα σύνολο εξουσιαστικών σχέσεων, πρακτικών και δομών, που εχθρεύονται την ελευθερία με αποτέλεσμα οι εξουσιαζόμενοι να μην έχουν λόγο πάνω σε πράγματα που τους αφορούν.

Και ας διατείνονται για το αντίθετο οι απανταχού δημοκράτες προτάσσοντας την «ελεύθερη» ψήφο όλων των ανθρώπων: «Ένα δημοκρατικό κράτος, που βασίζεται στην καθολική ψηφοφορία, θα μπορούσε να γίνει πολύ απολυταρχικό, πιο απολυταρχικό ακόμα και από το μοναρχικό κράτος, όταν με το πρόσχημα ότι αντιπροσωπεύει  τη βούληση του συνόλου, βαραίνει πάνω στη βούληση και την ελεύθερη κίνηση κάθε μέλους του με όλο το βάρος της συλλογικής εξουσίας».[7]  

Κοινωνικοί αγώνες και ανταγωνισμός

Η κοινωνία περιλαμβάνει ένα τεράστιο σύνολο διαφορετικών στοιχείων και σ’ αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να ειδωθεί ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο. Τα κοινά στοιχεία, που μοιράζονται και αναπαράγουν τα διαφορετικά αυτά κομμάτια, είναι οι σχέσεις εξουσίας, οι δομές και οι μηχανισμοί της κοινωνίας, που είναι αποτέλεσμα, όχι ελεύθερης οργάνωσης των εξουσιαζόμενων, αλλά επιβολής από το κράτος.

Οι σχέσεις εξουσίας με τις οποίες περιβάλλονται, έχουν εμποτιστεί και αναπαράγουν τα κομμάτια της κοινωνίας, οδηγούν με την σειρά τους στον εσωτερικό κοινωνικό ανταγωνισμό μεταξύ τους, και έχουν ως συνέπεια, οι εκδηλώσεις, που αφορούν τον ανταγωνισμό του κράτους με κομμάτια του κοινωνικού συνόλου, να μένουν μόνο σε μια επιφανειακή διεκδίκηση δικαιωμάτων-παροχών, διατηρώντας τις σχέσεις εξουσίας, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να γίνονται επικίνδυνες και ανεξέλεγκτες για το κράτος, γιατί δεν είναι αυτός ο σκοπός τους.

Για παράδειγμα, στις αντιμνημονιακές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, είχαμε έναν κοινωνικό αγώνα, που αφορούσε τον ανταγωνισμό του κράτους σε σχέση με την κοινωνία. Κομμάτια της κοινωνίας βγήκαν στους δρόμους και διαμαρτυρήθηκαν, όχι για την κατάργηση του κράτους, αλλά για την καλύτερη διαχείριση των υποθέσεων που τα αφορούσαν και ένιωθαν πως χάνονται.

Μέσα σ’ αυτά τα κομμάτια της κοινωνίας που βγήκαν στους δρόμους ήταν και οι αναρχικοί, που με την σειρά τους και την εμπειρία τους, βοήθησαν στην εξεγερτική αναβάθμιση αυτών των αντιδράσεων, προτάσσοντας παράλληλα και τα δικά τους αντικρατικά και ανεξούσια προτάγματα. Όταν τα πράγματα θα μπορούσαν να πάρουν μια πιο αντικρατική τροπή, είτε το κράτος παρενέβαινε με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του, είτε με την δράση κομματικών μηχανισμών (βλέπε περιφρουρήσεις και υπεράσπισης της Βουλής από το ΠΑΜΕ) και με εντεταλμένα παρακρατικά κομμάτια.

Οι αναρχικοί, βέβαια, είναι ένα κομμάτι του κοινωνικού χώρου, που με μια φαινομενική μόνο αντίφαση, μέσα από τους αγώνες τους ενάντια στο κράτος και της εξουσίας, ουσιαστικά καλούν, αυτό που ονομάζεται κοινωνικό σύνολο, να εγκαταλείψει την οργάνωση και τις δομές της κοινωνίας και να δημιουργήσει όχι μια νέα κοινωνία, με νέες δομές και σχέσεις εξουσίας, αλλά ανεξούσιες κοινότητες, που θα συνεχίσουν να πορεύονται προς την αναρχία, με βάση την αλληλοβοήθεια.

Παλεύουν εντός της κοινωνίας για την αναγκαστικά ελεγχόμενη καταστροφή της. Λέγοντας «αναγκαστικά ελεγχόμενη καταστροφή», είναι για να αποφύγουμε την έννοια του αντικοινωνισμού, γιατί δεν γίνεται να γκρεμίσεις μια πολυκατοικία και να βρίσκεσαι μέσα εσύ και άλλοι 50 άνθρωποι. Ο αντικοινωνισμός, σαν έννοια, έτσι όπως έχει επικρατήσει να εννοείται και όχι σαν εχθρός των εξουσιαστικών δομών και μηχανισμών της κοινωνίας, στρέφεται ενάντια και στον ίδιο του τον εαυτό και σίγουρα δεν είναι απελευθερωτικός, αλλά εγωιστικός, διαποτισμένος με ελιτισμό και εξουσία.

Δεν μπορεί, λοιπόν, να υπάρξει πλήρης συσχέτιση του κράτους με την κοινωνία, αφού μέσα στην κοινωνία υπάρχουν και κομμάτια, τα οποία είναι ενάντια στο κράτος και αγωνίζονται για την διάλυσή του, αλλά και της εξουσίας, που έχει διαποτίσει τους ανθρώπους, και προφανώς ούτε πλήρης διαχωρισμός κράτους και κοινωνίας, αφού η σχέση τους, όχι μόνο είναι αλληλεπιδραστική, αλλά ιστορικά η εμφάνιση κράτους προϋπέθετε την σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνιση κοινωνίας.

Παρ’ όλα αυτά, το εύρος των εξουσιαστικών σχέσεων, δομών και μηχανισμών, που πηγάζουν από το κράτος, είναι σχεδόν ολοκληρωτικά σ’ αυτό που ονομάζεται κοινωνία. Τόσο ολοκληρωτικά, που εξουσιαστικές λογικές μπορούν να εντοπιστούν και σε κοινωνικά κομμάτια, που αυτοδιατείνονται πως είναι αντικρατικά. Άρα, με την κυριολεκτική έννοια, το κράτος μπορεί να μην συνδέεται απόλυτα με την κοινωνία, αλλά με την ουσιαστική έννοια η σύνδεσή του με την κοινωνία είναι προφανής και σε σχεδόν ολοκληρωτικό βαθμό αλληλεξαρτώμενη.

Με αυτό τον τρόπο, οι αναρχικοί, ως μέρος της κοινωνίας, αλλά και ταυτόχρονα αρνητές της και πιο συγκεκριμένα των δομών, των μηχανισμών και των σχέσεων εξουσίας, με τις οποίες είναι διαποτισμένη η κοινωνία, οφείλουν να είναι σε διαρκή εγρήγορση για αποφυγή τέτοιων εξουσιαστικών στοιχείων που βρίσκονται γύρω τους και μπορεί να αναπαραχθούν και εντός του αγώνα τους. Όταν ζεις σ’ ένα περιβάλλον γαλουχημένο με εξουσία και αυτή υπάρχει παντού γύρω σου, χρειάζεται, παράλληλα με τον αγώνα ενάντια στο κράτος, να διατηρείς έναν διαρκή προσωπικό αγώνα προστασίας ενάντια σε εξουσιαστικές λογικές, οι οποίες υπάρχουν εκτεταμένα γύρω σου και συνεχής προσπάθεια αυτοβελτίωσης σε ανεξούσια πορεία.

Αυτή είναι η βάση αποτυχίας διαφόρων εγχειρημάτων για «χώρους ελευθερίας», «ζωτικούς χώρους αγώνα» και ο ευτελισμός δράσεων, που πολλές φορές προβάλλονται ως αναρχικές, αλλά μένουν στο επίπεδο της αντιπολίτευσης και ενός στείρου, δίχως δυνατότητα απελευθερωτικής εξέλιξης, δικαιωματισμού.

Η περιβάλλουσα εξουσιαστική πραγματικότητα, που διαπνέει την κοινωνία, δεν αφήνει περιθώριο στους αναρχικούς, ως κομμάτι της κοινωνίας, να είναι εφησυχασμένοι σε μια in situ (από πάντα ακουμπισμένη, χωρίς να έχει μετακινηθεί) ανεξουσία. Μέσα σε μια εξουσιαστική κοινωνία, κανείς δεν μπορεί να διατείνεται πως φέρει την ελευθερία και την ανεξουσία έτσι επειδή ορίζεται ως αναρχικός, αλλά χρειάζεται διαρκής αυτοβελτίωση και εγρήγορση στο δρόμο για την Αναρχία.

Κοινότητες

«Από την στιγμή που μέσα στην κοινότητα μπορούν να αναδειχτούν τα υγιή στοιχεία  της κοινωνικότητας (συντροφικότητα, αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια κ.λπ.) είναι απόλυτα φυσιολογικό πως για την ανάπτυξη τους είναι απαραίτητη  η ύπαρξη συνθηκών ελευθερίας οι οποίες, αντίστοιχα, καθορίζονται σε σημαντικό βαθμό από την ανάπτυξη του κοινοτικού βίου. […] Αποτελεί, ως εκ τούτου, η κοινότητα το πεδίο και το μέσο ανάπτυξης ελεύθερων, αμοιβαίων και δημιουργικών σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους και μια ουσιαστική δυνατότητα για την καταστροφή  των επιβεβλημένων και επιβαλλόμενων δομών και μηχανισμών».[8]

Αρκετοί επιστήμονες κοινωνιολόγοι, είχαν προτείνει την διαγραφή του όρου «κοινότητα», από την επιστημονική ορολογία των κοινωνικών επιστημών, όπως ο κοινωνικός επιστήμονας – φιλόσοφος  Friedrich Engels, ο κοινωνιολόγος Theodor Geiger κ.ά. Το επιχείρημά τους ήταν, πως ο όρος κοινότητα είναι αντιεπιστημονικός και μεταφυσικός και η κοινότητα εκφράζεται μέσα από μη επιστημονικά κριτήρια, όπως οι συναισθηματικοί δεσμοί.

Επιπλέον, οι λόγοι που οι «ορθολογιστές» ήθελαν την διαγραφή του όρου, ήταν σαφώς και κοινωνικοί-πολιτικοί, αφού οι κοινότητες έχουν συνδεθεί, λίγο ή πολύ, με μια παρέκκλιση της κρατικά δομημένης κοινωνίας. Έτσι η κοινωνία, συμπλεκόμενη  ιστορικά με το κράτος, με τις δομές και τους μηχανισμούς, που εξυπηρετούν την ανάπτυξη και την διαιώνιση της εξουσίας, δεν αφήνει πολλά περιθώρια βελτίωσης προς μια ανεξούσια και αναρχική προοπτική. Αντίθετα, η δημιουργία κοινοτήτων, βασισμένων στην ελεύθερη οργάνωση και ηθική των μελών τους και με σαφείς άμεσες διαπροσωπικές σχέσεις, σε αντίθεση με τις απρόσωπες και πολυάνθρωπες κοινωνίες, έχει περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης φορέων ανεξουσίας και με πορεία προς την αναρχία.

Σ’ αυτό το σημείο δεν θα πρέπει να εννοηθεί λανθασμένα, πως η ύπαρξη κοινοτήτων από μόνη της θα μπορούσε ν’ αποτελέσει ένα φάρο ανεξουσίας και πως οι κοινότητες είναι αλώβητες από εξουσιαστικές λογικές και σχέσεις εξουσίας. Όπως είπαμε και παραπάνω, σε σχέση με την κοινωνία, η εγρήγορση, όπως και η προσπάθεια αυτοβελτίωσης σε ανεξούσιο προσανατολισμό πρέπει να είναι συνεχής.

Η απαγκίστρωση από τις εξουσιαστικές δομές της κοινωνίας και η προσπάθεια δημιουργίας ελεύθερων κοινοτήτων, ειδικά τον πρώτο καιρό, που είναι νωπός ο χρόνος της απαγκίστρωσης, μπορεί να εμπεριέχει φανερές ή κρυφές εξουσιαστικές λογικές, ακόμα και άθελα των μελών τους, που έχουν μεταφερθεί από την χρόνια συσχέτιση των μελών μιας νεοϊδρυθείσας κοινότητας, με τις εξουσιαστικές δομές και λογικές της κοινωνίας.

Ακόμα και αν μια κοινότητα προχωρήσει αρκετά στον χρόνο και αυτή ωριμάσει, η εγρήγορση θα πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει, γιατί μέσα στο βάθος του χρόνου ίσως να αναπτυχθούν και να εδραιωθούν ιεραρχίες, συνήθειες, λογικές, δομές και μηχανισμοί που μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με ανεξουσία, να είναι εκτός αναρχικής πορείας και εν τέλει να εξυπηρετούν άλλο ένα κομμάτι της εξουσίας.

Ο Γκούσταβ Λαντάουερ, ο αναρχικός στοχαστής, που έχει ασχοληθεί εκτεταμένα με την έννοια της κοινότητας, πιστεύοντας στην συνεχή προσωπική εσωτερική δουλειά, προτάσσει πρώτα απ’ όλα την εσωτερική καλλιέργεια, μέσα από την οποία θα μπορέσει να κατακτηθεί και να γίνει πραγματικότητα μια εξωτερική πραγματικότητα: «για να μπορέσει να εμφανιστεί ως μια εξωτερική πραγματικότητα, πρέπει αρχικά να γεννηθεί και να καλλιεργηθεί στο εσωτερικό του ανθρώπου».[9]  

Προφανώς πρόκειται για μια επίπονη και επίμονη διεργασία, καθώς είναι πολύ δύσκολο να ανθίσουν και να διαρκέσουν εγχειρήματα, που είναι βασισμένα στην ελευθερία, στην ανεξουσία και την αναρχική προοπτική, όταν ο περίγυρος είναι κατακλυσμένος από αδικία, εκμετάλλευση και σχέσεις εξουσίας: «Όσο κι αν τις περισσότερες φορές τα συμπεράσματα για την αποτυχία τέτοιων εγχειρημάτων κατευθύνονται στο να εξηγήσουν, βασισμένα στην ανθρώπινη συμπεριφορά και τον κακό χαρακτήρα, δεν θα πρέπει να λησμονείται πως ακόμα και το ζήτημα του χαρακτήρα δεν είναι μια ξεκάθαρα εσωτερική υπόθεση του κάθε ατόμου αλλά, εξαρτιέται κατά πολύ από την περιβάλλουσα εξουσιαστική κατάσταση, η οποία επιδρά με πολλούς τρόπους»[10].

Επίσης, ενώ η κοινότητα μπορεί να εκφράσει τις ανθρώπινες σχέσεις χωρίς καταναγκασμό, ο κοινοτισμός αποτελεί μια δομημένη κατάσταση και περιλαμβάνει ήδη δομημένες καταστάσεις και τρόπους διαχείρισης μιας κοινότητας, που σαφώς δεν έχουν να κάνουν με ελεύθερες επιλογές από ελεύθερους ανθρώπους, αλλά με προκατασκευασμένες δομές και προαποφασισμένες αποφάσεις. Η εμπειρία της ανθρωπότητας στην δημιουργία κοινοτήτων είναι μεγάλη, μεγαλύτερη από την ύπαρξη κράτους και της συγκρότησης σε κοινωνίες.

Βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για στείρα αναπαραγωγή και αναβίωση παλαιών προτύπων. Η κάθε ιστορική- χρονική συγκυρία, καθώς και ο συνδυασμός και οι εμπειρίες των ανθρώπων, είναι διαφορετικές. Μιλάμε για παραδειγματισμό και για την ύπαρξη βάσεων, που έχουν χρησιμοποιηθεί στο μακρινό, αλλά και στο κοντινότερο παρελθόν.

Όσο, λοιπόν, δύσκολο και συνεχές είναι το εγχείρημα της απελευθέρωσης από κάθε είδους εξουσία. Όσο χωρίς τέλος φαντάζει ο δρόμος  για την αναρχία, αφού «στην Αναρχία δεν θα φτάσουμε ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε ποτέ. Στην Αναρχία θα πορευόμαστε σήμερα, αύριο και για πάντα», τόσο θα εμμένουμε στην δημιουργία της ρωγμής και στην ανάπτυξή της, που τελικά θα διαβρώσει το σκυρόδεμα της εξουσίας. Μόνοι, με συντρόφους, με ομάδες, σε συντροφιές, στον έρωτα, στην σκέψη, στην θλίψη, στην διασκέδαση, στη σιωπή και στο θόρυβο, θα συνεχίζουμε να λειτουργούμε με βάση την Αναρχία.

Πορευόμαστε, ελεύθερα, ανεξούσια και ωραία.

Ελευθερόκοκκος


[1] Πρόσωπα και ιδέες, Μπακούνιν, «Η κοινωνία και η ατομική ελευθερία», εκδ. Πλέθρον, σελ. 141.

[2] Πρόσωπα και ιδέες, Μπακούνιν, «Διαφορά κράτους και κοινωνίας», εκδ. Πλέθρον, σελ.112.

[3] Πρόσωπα και ιδέες, Μπακούνιν, «Το κοινωνικό συμβόλαιο», εκδ. Πλέθρον, σελ. 107.

[4] Ό.π. σελ. 107.

[5] Ό.π.

[6] Ό.π. σελ. 109- 110.

[7] Ό.π. σελ.110.

[8] Ομάδα Ενάντια στη Λήθη, Κυριαρχία και Κοινωνικοί Αγώνες στον Ελλαδικό Χώρο, σελ. 48, Αναρχική Αρχειοθήκη, 1996.

[9] Γ. Λαντάουερ, Το μήνυμα του Τιτανικού, εκδόσεις Τροπή, Αθήνα-Αγρίνιο 2000, μετάφραση – επιμέλεια Γιάννης Καραπαπάς, σελ. 65.

[10] Αναρχική Θεώρηση, Τεύχος 7, Κοινωνικός ανταγωνισμός και σύγκρουση.

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.234, Φεβρουάριος 2023

Both comments and trackbacks are currently closed.
Αρέσει σε %d bloggers: