Γύρω στα 1900 ορισμένοι ιστορικοί, μελετούσαν με μεγάλη προσοχή και ενδιαφέρον τα σημάδια παρακμής της βρετανικής αυτοκρατορίας και την άνοδο της ισχύος της Ρωσίας. Ανάμεσά τους και ο Henry Brooks Adams, ο οποίος διέβλεπε ότι τα μελλοντικά επιτεύγματα της Μ. Βρετανίας δεν επρόκειτο να είναι συγκρίσιμα μ’ εκείνα του παρελθόντος και όπως έγραφε, «η Αμερική πρέπει να αγωνίζεται μόνη της, είτε το θέλει είτε όχι. Δεν μπορεί να ξεφύγει από την αναπόφευκτη μοίρα της […] τώρα πια, όλα τα σημάδια δείχνουν προς την επικείμενη κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Αμερική θα έπρεπε να πάρει τη θέση της Βρετανίας ή τουλάχιστον να την συνδράμει, ως παγκόσμια ανασχετική δύναμη».
Ο κόσμος του 1900, στον οποίο αναφερόταν ο Adams, ήταν ο κόσμος των εδαφικών αυτοκρατοριών, που εξαπλωνόταν σε μεγάλο μέρος του πλανήτη, έλεγχαν το εμπόριο και επιβάλλονταν δια των κανονιοφόρων· ήταν ένας κόσμος, όπου ακόμα η επέκταση των ευρύτερων ευρωπαϊκών δυνάμεων συνεχιζόταν με τον διαμελισμό και την λεηλασία και εκείνων των τμημάτων του πλανήτη, που είχαν διαφύγει μέχρι τότε από την «πολιτιστική αποστολή» των ευρωπαίων.
Δεν υπήρχε σημείο στον κόσμο, που δεν θα μπορούσε να επηρεαστεί από την επανάσταση των επικοινωνιών, καθώς ο εκμηδενισμός των αποστάσεων, οι οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονταν καθιστούσαν με ταχύτητα τον κόσμο έναν ενιαίο χώρο. Όπως περιγράφει ο βρετανός ιστορικός John Darwin (Μετά τον Ταμερλάνο, Η άνοδος και η πτώση των παγκόσμιων αυτοκρατοριών 1400-2000), «Οι φιλόνικες τάσεις με τις οποίες οι Ευρωπαίοι ήταν τόσο εξοικειωμένοι –εμπορικός ανταγωνισμός, διπλωματικές τριβές και πολιτιστική εχθρότητα– θα απαιτούσαν παγκόσμιες, όχι απλώς ηπειρωτικές, λύσεις. Η διεθνής κοινωνία, μια ευρωπαϊκή έννοια, έπρεπε να διευρυνθεί ώστε να αγκαλιάσει τα μη ευρωπαϊκά κράτη με τα οποία οι επαφές γίνονταν όλο και πιο συχνές και τακτικές. Με βάση τα παραπάνω, ήταν εύκολο να σκεφτεί κανείς ότι η τάση των καιρών ήταν προς την παγκόσμια αλληλεξάρτηση, στην οποία είχαν προσβλέψει στα μέσα του αιώνα οι θιασώτες του ελεύθερου εμπορίου […] όμως απέναντι σε αυτό το «κοσμοπολίτικο» μέλλον (στο οποίο πολλοί φιλελεύθεροι στοχαστές ήταν βαθιά προσκολλημένοι), υπήρχε και μια αντίθετη τάση που, όπως φάνηκε εκ των υστέρων θα καθόριζε την εν λόγω εποχή».
Και όμως, μέχρι την δεκαετία του 1870 υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες για την ταχύτητα με την οποία άλλαζε ο κόσμος εξαιτίας των περιορισμένων ευρωπαϊκών πόρων, της διάθεσης αντίστασης και εξέγερσης στις ευρωπαϊκές κτήσεις, αλλά και του υπολογισμού δυνατοτήτων ανόρθωσης των αφρο-ασιατικών κρατών. Όπως χαρακτηριστικά έγραφαν οι Times το 1875, «είναι καλό για τους συμπατριώτες μας στην Κίνα να καταλάβουν ότι δεν έχουμε διάθεση να αναλάβουμε τις ευθύνες μιας άλλης Ινδίας».
Στο τέλος της ίδιας δεκαετίας σημειώνεται μια τεράστια γεωπολιτική «κρίση» στα «αποτυχημένα κράτη» της Αφρο-Ευρασίας, στο Μαγκρέμπ, στη βόρειο Αφρική, στην υποσαχάρια Αφρική, στην οθωμανική, αιγυπτιακή και ιρανική Μέση Ανατολή, στα χανάτα της Κεντρικής Ασίας, στην ηπειρωτική Νοτιανατολική Ασία και στην Κίνα. Ο «παγκοσμιοποιημένος» κόσμος, πολιτικοί, διπλωμάτες έμποροι, ιεραπόστολοι, έποικοι καταλήφθηκαν από έναν «πυρετό» μπροστά στην πρόκληση που ανοιγόταν για τον επαναπροσδιορισμό του αυτοκρατορικού μέλλοντος, για πλουτισμό, για μια ακόμη λεηλασία, για μια επέκταση της θρησκευτικής επιρροής, για ανεξάντλητες ευκαιρίες νέων κατακτήσεων.
Στο σημαντικό δοκίμιο «Ο γεωγραφικός άξονας της ιστορίας», που έγραψε το 1904, ο σπουδαίος βρετανός γεωγράφος Χάλφορντ Μάκιντερ ισχυρίστηκε ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είχε αναδυθεί μέσα από τη διαπάλη των ασιαστικών χερσαίων δυνάμεων και των δυτικών θαλάσσιων δυνάμεων, καθώς η βάση των πρώτων ήταν επονομαζόμενη «αξονική περιοχή» της Σιβηρίας και της Μογγολίας, ένα είδος απόρθητου οχυρού από τη Δύση.
Όπως περιγράφει ο Μακίντερ, κατά την διάρκεια της «Εποχής του Κολόμβου» οι θαλάσσιες δυνάμεις απέκτησαν συγκριτικό πλεονέκτημα αναπτύσσοντας βάσεις απρόσβλητες από τις χερσαίες δυνάμεις. Έτσι, το τετρακοσίων ετών πλεονέκτημα των θαλάσσιων δυνάμεων έφθασε στο τέλος του, καθώς με την χρήση του σιδηροδρόμου η Ρωσία μπορούσε πλέον να αξιοποιήσει τον τεράστιο πλούτο της αξονικής περιοχής: «Η αντιστροφή της ισορροπίας δυνάμεων υπέρ του αξονικού κράτους, με αποτέλεσμα την επέκτασή του στα περιφερειακά εδάφη της Ανατολικής Ασίας, θα επέτρεπε τη χρήση απέραντων ηπειρωτικών πόρων για την κατασκευή στόλων και με τον τρόπο αυτό θα διαφαινόταν η παγκόσμια αυτοκρατορία. Αυτό θα μπορούσε να συνέβαινε αν η Γερμανία συμμαχούσε με τη Ρωσία» ή βέβαια αν η μία χώρα κυριαρχούσε επί της άλλης και συνδύαζε την ισχύ και των δύο.
Στο επίσης σημαντικό βιβλίο του «Δημοκρατικά ιδεώδη και πραγματικότητα» (1919), ο Μακίντερ προχώρησε στην μετονομασία του άξονα σε «Ενδοχώρα» για να περιλάβει περιοχές όπως η Ανατολική Ευρώπη, η Μαύρη Θάλασσα και η Βαλτική Θάλασσα, στις οποίες θα μπορούσε να απαγορευτεί η πρόσβαση στις δυτικές θαλάσσιες δυνάμεις: «Όποιος κυβερνά την Ανατολική Ευρώπη διοικεί και την Ενδοχώρα: όποιος κυβερνά την Ενδοχώρα διοικεί την Παγκόσμια Νήσο: όποιος κυβερνά την Παγκόσμια Νήσο διοικεί τον κόσμο ολόκληρο». Ο Μακίντερ, ο οποίος σημειωτέον κατά την διάρκεια της δυτικής επέμβασης στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο κατείχε το αξίωμα του βρετανού ύπατου αρμοστή στην νότια Ρωσία, πίεζε για την ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους στην περιοχή εκείνη, καθώς και στην Λευκορωσία, τη Γεωργία, την Αρμενία και την Ουκρανία (σύμφωνα με την οπτική αυτή είχε ήδη διεξαχθεί ο Κριμαϊκός Πόλεμος του 1854-56).
Την ίδια ακριβώς στιγμή που ο Μακίντερ προτείνει τα παραπάνω, ο αριστοκράτης Γκεόργκι Τσιτσέριν είναι το πρόσωπο που για μια δεκαετία μετά το 1919 σημαδεύει την σοβιετική διπλωματία, καθώς υπήρξε ο αρχιτέκτονας της Συνθήκης μεταξύ ΕΣΣΔ και της γερμανικής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που συνήφθη στο Ραπάλο το 1922. Σύμφωνα με τον αμερικανό ιστορικό John Lamperton Harper (Ο Ψυχρός Πόλεμος) μια τσαρική κυβέρνηση θα συμπεριφερόταν με τον ίδιο τρόπο: «Δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο και για την περίοδο 1928-1934. Εκμεταλλευόμενος τον «πολεμικό φόβο» του 1927, ο Στάλιν εξολόθρευσε τους αντιπάλους του, εγκατέλειψε τη ΝΕΠ και εγκαινίασε το πρώτο Πενταετές Πρόγραμμα. Ταυτόχρονα, απαγόρευσε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (ΚΚΓ) να συνεργαστεί με τους Σοσιαλδημοκράτες (ΣΔΚΓ) εναντίον των Ναζί και διευκόλυνε την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ το 1933. Σύμφωνα με μια άποψη, ο Στάλιν αισθανόταν κάποιου είδους ιδεολογική αλληλεγγύη με τον άλλο δεσποτικό ηγέτη και επιδίωξε μια μακροχρόνια συμμαχία. Αναμφισβήτητα, θεωρούσε ευπρόσδεκτη την προοπτική ότι ο Χίτλερ θα έθετε τέρμα στην πολιτική του υπουργού Εξωτερικών Γκούσταβ Στρέζεμαν για συμφιλίωση με τη Γαλλία και τη Βρετανία και ότι έβαζε τους καπιταλιστές αν ερίζουν μεταξύ τους. Και δεν θρήνησε και πολύ όταν ο Χίτλερ κατέστρεψε το ΚΚΓ».
Η έμφαση, λοιπόν, στην συγκρότηση ενός ισχυρού κράτους είναι κοινή. Το τραύμα της ήττας στον Μεγάλο Πόλεμο για την Γερμανία, με την απώλεια εκατομμυρίων Γερμανών, που αποκόπηκαν από το νέο γερμανικό κράτος καθιστάμενοι υπήκοοι γειτονικών κρατών, η κοινωνική και πολιτιστική κρίση, οι ταπεινωτικοί όροι που επιβλήθηκαν, ώθησαν με καταλυτικό τρόπο τον Χίτλερ στην εξουσία το 1933. Σύμφωνα με τον Darwin (οπ): «Τόσο η σοβιετική όσο και η ναζιστική κουλτούρα είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό την προσφορά εναλλακτικών εκδοχών του νεωτερισμού. Και οι δυο έδιναν έμφαση στον τεχνολογικό τους δυναμισμό. Αμφότερα τα συστήματα και καθεστώτα ισχυρίζονταν ότι η τεχνολογία αναπτυσσόταν για να εξυπηρετεί έναν κοινωνικό σκοπό. Και τα δύο επικαλούνταν την ανάγκη για πολιτική αυτάρκεια και αποκλεισμό της ξένης επιρροής. Κατήγγελλαν την Δύση ως διεφθαρμένη και παρακμιακή».
Το γερμανικό κράτος πλέον προσανατολίζεται φανερά στην αναζήτηση ζωτικού χώρου (Lebenstraum) και ως εκ τούτου εμφανίζεται με άγριες αναθεωρητικές βλέψεις όσον αφορά τα αναγνωρισμένα ως νόμιμα σύνορα. Στις 23 Αυγούστου 1939 οι Στάλιν και Μολότοφ υποδέχθηκαν στη σοβιετική πρωτεύουσα τον γερμανό υπουργό εξωτερικών Γιόαχιμ Φον Ρίμπεντροπ και υπογράφουν, εκτός από το σύμφωνο μη επίθεσης, μετά από επιμονή του Στάλιν και μια σειρά από μυστικά πρωτόκολλα, τα οποία είχαν ως συνισταμένη το μοίρασμα της Ανατολικής Ευρώπης.
Συγκεκριμένα το ανατολικό τμήμα της Πολωνίας το οποίο περιλάμβανε τις δυτικές περιοχές της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας, η Λετονία, η Εσθονία και η Φιλανδία θα εντάσσονταν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, ενώ η Γερμανία υποστήριζε τις σοβιετικές αξιώσεις στη Βεσαραβία. Η δυτική Πολωνία (όρια ήταν οι ποταμοί Βιστούλας, Νάρεφ και Σαν) και η Λιθουανία θα ανήκαν πλέον στη Γερμανία. Μετά από επιπρόσθετες διαπραγματεύσεις παραχωρήθηκε στην ΕΣΣΔ η Λιθουανία. Η εδαφική αυτή αναθεώρηση δεν γίνεται αποδεκτή από Παρίσι και Λονδίνο. Η κήρυξη πολέμου στην οποία προχωρεί ο Χίτλερ στις 22 Ιουνίου 1941 κατά της Σοβιετικής Ένωσης αλλάζει τα πράγματα· πλέον Βρετανία και ΗΠΑ, ρητά ή όχι, αναγνωρίζουν και αποδέχονται τελικά ακριβώς τις ίδιες εδαφικές αλλαγές για να κατοχυρώσουν την συμμαχία με την ΕΣΣΔ.
Το 1943 ο προβεβλημένος αμερικανός δημοσιογράφος Ουόλτερ Λίπμαν έριξε στον κάλαθο των αχρήστων την εκδοχή του Μακίντερ, που περιγράψαμε προηγουμένως: «Η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει, λοιπόν, ότι η Ρωσία και οι ΗΠΑ τοποθετημένες σε αντίθετες πλευρές της υφηλίου υπήρξαν πάντα ανταγωνιστικές στις πολιτικές τους ιδεολογίες […] ωστόσο η κάθε μια τους πάντα αντιτίθετο στον διαμελισμό της άλλης. Η κάθε μια τους πάντα επιθυμούσε να είναι η άλλη ισχυρή. Ποτέ δεν είχαν βρεθεί σε σύγκρουση που τις έκανε εχθρούς. Το σταθερό στοιχείο στις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις είναι ότι σε κρίσιμες στιγμές η κάθε χώρα πάντα αποτελούσε για την άλλη έναν εν δυνάμει φίλο στα νώτα εν δυνάμει εχθρών».
Και δεν είχε άδικο.
Κατά την διάρκεια του Πολέμου της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας το Ηπειρωτικό Κογκρέσο είχε αναζητήσει βοήθεια από την Ρωσία με αποτέλεσμα η Αικατερίνη Β´ να τηρήσει μια στάση ένοπλης ουδετερότητας που ευνοούσε σαφώς την Αμερική. Επίσης, το 1863, κατά την διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου (1861-65) η Ουάσιγκτον είχε αρνηθεί να καταδικάσει την καταστολή πολωνικής εξέγερσης, με την Αγία Πετρούπολη να χαρακτηρίζει την διατήρηση των ΗΠΑ «επιτακτική αναγκαιότητα» για την Ρωσία, η οποία έστειλε πολεμικά πλοία στην Ν. Υόρκη και στο Σαν Φρανσίσκο, διαμηνύοντας σε Λονδίνο και Παρίσι να μην παράσχουν συνδρομή είτε στην Πολωνία είτε στην Αμερικανική Συνομοσπονδία.
Τι σχέση και ποιες ομοιότητες, όμως, είχαν τα μεταπολεμικά σχέδια Ρούζβελτ και Στάλιν; Μετά την Συμφωνία της Τεχεράνης, ο Μπόλεν, διερμηνέας του Ρούζβελτ, απευθυνόμενος στο υπουργείο εξωτερικών στις 15-12-1943 καταγράφει τα εξής: «Η Γερμανία πρόκειται να τεμαχιστεί και να διατηρηθεί τεμαχισμένη. Στα κράτη της Ανατολικής, Νοτιοανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης δεν θα επιτραπεί να ομαδοποιηθούν σε ομοσπονδίες ή ενώσεις. Η Γαλλία θα χάσει τις αποικίες της και τις στρατηγικές βάσεις της εκτός των συνόρων της και δεν θα της επιτραπεί να διατηρεί σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις. Ως αποτέλεσμα, η Σοβιετική Ένωση θα είναι η μόνη σημαντική πολιτική και στρατιωτική δύναμη στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η υπόλοιπη Ευρώπη θα περιέλθει σε πολιτική και στρατιωτική ανικανότητα».
Το πρόγραμμα, λοιπόν, του Στάλιν ήταν κάτι παραπάνω από συμβατό μ’ εκείνο του Ρούζβελτ, όπως αποδείχθηκε αργότερα στην διάσκεψη της Γιάλτας (4-11 Φεβρουαρίου 1945), ενώ χαρακτηριστική ήταν η ομιλία του στις 6 Νοεμβρίου 1944, στην οποία τόνισε ότι η συμμαχία κατά την διάρκεια του πολέμου βασιζόταν όχι σε «τυχαία ή πρόσκαιρα κίνητρα, αλλά σε ζωτικής σημασίας και μακροχρόνια συμφέροντα».
Τα πράγματα δείχνουν ν’ αλλάζουν ύστερα από την διαδοχή του Ρούζβελτ από τον Τρούμαν και την ενόχληση της αμερικανικής πλευράς για τη μη τήρηση ορισμένων πτυχών της συμφωνίας της Γιάλτας όσον αφορά «ελεύθερες» εκλογές στην Πολωνία. Ακολουθεί η διάσκεψη του Πότσνταμ (17 Ιουλίου-2 Αυγούστου 1945), όπου εκφράζεται η «σκληρή» γραμμή των ΗΠΑ, όσον αφορά τις επιδοτήσεις των κατεχόμενων δυτικών ζωνών της Γερμανίας, προκειμένου να διοχετευθούν στην πληρωμή των απαραίτητων εισαγωγών και όχι στην πληρωμή αποζημιώσεων στην Μόσχα. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ υποχωρούν από το αίτημα για δυτικούς παρατηρητές που θα επέβλεπαν στις εκλογές σε Ουγγαρία, Ρουμανία, και Βουλγαρία και αναγνωρίζουν της προσάρτηση από τους Σοβιετικούς μέρους της βόρειας ανατολικής Πρωσίας δίνοντας σημαντικά γερμανικά εδάφη στην Πολωνία.
Στα τέλη του Αυγούστου του 1945, ΗΠΑ και Βρετανία πιέζουν τους σοβιετικούς απειλώντας με μη αναγνώριση των κομμουνιστικών κυβερνήσεων που θα προέκυπταν σε Ρουμανία και Βουλγαρία εάν δεν συγκροτούνταν σε …δημοκρατική βάση, παρείχαν μάλιστα κεκαλυμμένη βοήθεια σε φιλοδυτικές ομάδες και προσωπικότητες. Μ’ άλλα λόγια, προτάθηκε ένας διακανονισμός, που αργότερα έμεινε γνωστός ως «φιλανδοποίηση» ή αλλιώς ως «ανοικτή σφαίρα».
Στις 24 Ιουλίου του 1945, ο Τρούμαν ενημερώνει τον Στάλιν για ένα τρομακτικό όπλο το οποίο πλέον ήταν στη διάθεση των ΗΠΑ. Όπως περιγράφει ο ιστορικός John Lamperton Harper (βλ. οπ): «ο σοβιετικός δικτάτορας έσπευσε να συμμετάσχει στον πόλεμο στην Άπω Ανατολή, ώστε να εξασφαλίσει τα εδάφη που του είχαν υποσχεθεί στη Γιάλτα και για να έχει έναν άμεσο ρόλο στην Ιαπωνία. Ένα αμερικανικό βομβαρδιστικό Β-29 έριξε την πρώτη βόμβα στη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου. Η ΕΣΣΔ κήρυξε τον πόλεμο στις 8 Αυγούστου και άρχισε μεγάλη επίθεση στην Μαντζουρία. Μια δεύτερη βόμβα εξολόθρευσε το Ναγκασάκι στις 9 Αυγούστου».
Δεκαετίες αργότερα ως τις ημέρες μας, ιστορικοί, συγγραφείς, διπλωμάτες, πολιτικοί, πάσης φύσεως σχολιαστές, αριστεροί και δεξιοί, τρεις ή τέσσερις τάσεις ή σχολές σκέψης, σε μια απέραντη βιβλιογραφία, πραγματεύονται και αναρωτιούνται για την ύπαρξη του Ψυχρού πολέμου, αλλά και την λεγόμενη κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ με ορόσημο την «πτώση» του Τείχους του Βερολίνου το 1989.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο Henry Kissinger διαπίστωνε εμφατικά ότι οι αρχιτέκτονες της Ατλαντικής Συμμαχίας, ο Τρούμαν, ο Άτσετσον, ο Μάρσαλ και ο Αϊζενχάουερ δεν θα πίστευαν τα αφτιά τους, αν πληροφορούνταν ότι η «νίκη» στον Ψυχρό Πόλεμο θα δημιουργούσε αμφιβολίες για το μέλλον του οικοδομήματός τους, καθώς το ΝΑΤΟ είχε αρχίσει να θεωρείται σαν τμήμα ενός τοπίου το οποίο δεν χρειάζεται άλλη φροντίδα. Παρατηρούσε, μάλιστα, ότι η νέα γενιά αμερικανών ηγετών των τελευταίων δεκαπέντε ετών κατάγονταν, κυρίως, από το Νότο και τη Δύση έχοντας λιγότερους συναισθηματικούς και προσωπικούς δεσμούς με την Ευρώπη σε σχέση με εκείνους, που διατηρούσε το παλιό βορειοανατολικό πολιτικό κατεστημένο. Προειδοποιούσε δε ότι το πρόβλημα μεγάλωνε, καθώς αφ’ ενός οι αμερικανοί φιλελεύθεροι σημαιοφόροι του ουιλσονισμού (ο Ουίλσον κατά την προεδρική θητεία του 1913-1921 υποστήριζε ότι οι ΗΠΑ είχαν το απεριόριστο προνόμιο να εκπληρώσουν το πεπρωμένο τους και να σώσουν τον κόσμο) ήταν απογοητευμένοι από τους συμμάχους τους, οι οποίοι στρέφονταν σε πολιτικές εθνικού συμφέροντος και αφ’ ετέρου οι απομονωτιστές του αμερικανικού συντηρητισμού είχαν μπει στον πειρασμό να γυρίσουν την πλάτη σε όσα απέρριπταν ως μακιαβελικό σχετικισμό κι εγωισμό της Ευρώπης.
Όπως σημείωνε το 1994 o Kissinger, οι τότε αμερικανικές αντιρρήσεις για την είσοδο των χωρών του Βίζενγκραντ στο ΝΑΤΟ ήταν θέμα υιοθέτησης αρχής σύμφωνα με τις ιστορικές αντιρρήσεις του Ουίλσον για τις συμμαχίες, επειδή βασίζονταν στην προσδοκία μιας αναμέτρησης. Αυτές τις αντιρρήσεις εξέφρασε ο αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον, κατά την διάρκεια μιας διάσκεψης κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιανουάριο του 1994, για να προτείνει μια εναλλακτική λύση. Εξηγώντας, λοιπόν, για ποιο λόγο οι ΗΠΑ δεν ήθελαν την είσοδο της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Τσεχίας και της Σλοβακίας στο ΝΑΤΟ, υποστήριξε ότι η Ατλαντική Συμμαχία δεν είχε την δυνατότητα να «χαράξει μια καινούργια γραμμή μεταξύ Ανατολής και Δύσης που θα μπορούσε να δημιουργήσει μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία μελλοντικών αναμετρήσεων… Λέω σε όλους εκείνους στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ που θα ήθελαν να χαράξουν μια καινούργια γραμμή στην Ευρώπη προς ανατολάς, ότι δεν θα πρέπει να κλείσουμε το δρόμο για το καλύτερο δυνατό μέλλον της Ευρώπης που είναι δημοκρατία παντού, ελεύθερη οικονομία παντού, λαοί οι οποίοι συνεργάζονται παντού για την αμοιβαία ασφάλειά τους».
Μ’ άλλα λόγια, ο Κλίντον πρότεινε ένα σχέδιο που αποκάλεσε Συνεταιρισμό Ειρήνης καλώντας όλα τα κράτη που διαδέχθηκαν την Σοβιετική Ένωση και όλους τους πρώην δορυφόρους της Μόσχας στην Ανατολική Ευρώπη να λάβουν μέρος σ’ αυτό το σχήμα.
Ο προβληματισμός, λοιπόν, για τον ρόλο της Ρωσικής Ομοσπονδίας και την ένταξη των υπόλοιπων ανατολικών κρατών στην μεταψυχροπολεμική παγκόσμια τάξη τίθεται αμέσως μετά την λεγόμενη κατάρρευση και την περιβόητη «νίκη» του δυτικού κόσμου και των αξιών του.
Τρεις δεκαετίες αργότερα αποδεικνύεται, μ’ αφορμή την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ότι πράγματι οι πιο θηριώδεις μηχανισμοί του πλανήτη, οικονομικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί, παίζουν ουσιαστικά «τα ρέστα τους» για μια θέση στον «ήλιο» της παγκόσμιας κυριαρχίας. Δεν θα διστάσουν να προβούν σ’ οποιαδήποτε κτηνωδία, θα προκαλέσουν πόνο, δάκρυα και αίμα για να ευοδωθούν οι σχεδιασμοί τους. Δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί» σ’ αυτό το λυσσαλέο κυριαρχικό παιχνίδι, δεν αναζητούμε ίχνος διαφορών μεταξύ τους.
Θεωρούμε ότι σ’ ένα παγκόσμιο πολυπολικό σύστημα, όταν κερδίζει ο ένας δεν χάνει ο «απέναντι», γιατί απλά οι «γραμμές» στην πραγματικά αιμοτοβαμμένη ιστορία της κυριαρχίας δεν ήταν ποτέ ευδιάκριτες. Αυτό το γεγονός προσπαθήσαμε με τις ιστορικές αναφορές, που προηγήθηκαν, πρώτα απ’ όλα να κάνουμε αντιληπτό. Θα επιμείνουμε, λοιπόν, ότι αποδεικνύονται εκκωφαντικά αποτυχημένες, οριστικά και αμετάκλητα, οι αυταπάτες περί γραμμικής εξέλιξης της ιστορίας, ενώ άλλο τόσο γελοία είναι η κομπορρημοσύνη των διάφορων θλιβερών κομπάρσων του κυριαρχικού παιχνιδιού, που εξακολουθούν να κομπάζουν ότι βρίσκονται με τους σωστούς συμμάχους και επέλεξαν την «σωστή» πλευρά της ιστορίας.
Η ουσία της επιβολής παραμένει αναλλοίωτη για εμάς τους αναρχικούς, σε κάθε περίπτωση δεν διαλέγουμε «πλευρά», γιατί κανένας πόλεμος τους δεν ήταν και δεν θα γίνει δικός μας, επειδή δεν υπηρετήσαμε ποτέ κάποια ιδεολογία, κανέναν αφέντη και κανένα εξουσιαστή.
Συσπείρωση Αναρχικών