ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΟ ΜΑΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟ ΓΙΩΡΓΟ ΒΛΑΣΣΟΠΟΥΛΟ (Α ΜΕΡΟΣ)

«Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου,
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.
Πάλι σας δίνω όραμα».

Μιχάλης Κατσαρός, Όταν (1978)

«Μερικές φορές αναρωτιέμαι τι από όλα όσα χάθηκαν στο νησί εξαφανίστηκε πρώτο. “Τα παλιά χρόνια, πριν γεννηθείς, υπήρχαν πολύ περισσότερα πράγματα εδώ”, μου έλεγε συχνά η μητέρα μου όταν ήμουν παιδί. “Διαφανή πράγματα, ευωδιαστά πράγματα… παλλόμενα, λαμπερά… υπέροχα πράγματα που δεν μπορείς καν να τα φανταστείς. Είναι κρίμα να ζουν άνθρωποι, που δεν μπόρεσαν να φυλάξουν τέτοια θαυμάσια πράγματα στην καρδιά και στο μυαλό τους… Συνεχίζουν να εξαφανίζονται πράγματα, το ένα μετά το άλλο.
Δεν θα αργήσει να συμβεί ξανά… θα το δεις
και η ίδια. Κάτι θα εξαφανιστεί από τη ζωή σου”
“Είναι τρομακτικό;” τη ρώτησα… “Όχι, μην ανησυχείς. Δεν πονάει και δεν θα νιώσεις ιδιαίτερη θλίψη.
Ένα πρωί απλώς θα ξυπνήσεις και κάτι θα έχει τελειώσει πριν καν το συνειδητοποιήσεις.».

Γιόκο Ογκάουα, Η αστυνομία της μνήμης.

Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η Λήθη είναι αδελφή του Ύπνου και του Θανάτου, ότι οι νεκροί έπιναν από τον ποταμό της Λήθης για να μην θυμούνται τις προηγούμενες ζωές τους, όταν μετενσαρκώνονταν. Αντίθετα, οι αρχάριοι, όταν πέθαιναν, ενθαρρύνονταν να πίνουν από τον ποταμό Μνημοσύνη, ενώ όσοι ήθελαν να συμβουλευτούν το μαντείο του Τροφωνίου στην Βοιωτία έπρεπε να πιούν εναλλάξ και από τις δύο πηγές προκειμένου να λησμονείται το παρελθόν και η μνήμη να ξεκινά από το παρόν. Παρόμοια περιγραφή συναντούμε και στην Πολιτεία του Πλάτωνα.

Σύμφωνα, πάλι, με το ρωμαϊκό ποινικό και συνταγματικό δίκαιο, απαγορευόταν αυστηρά η μνήμη προσώπων, που είχαν χαρακτηριστεί εν ζωή ή νεκροί, μετά από μια επανάσταση, ως εχθροί του κράτους, τα ονόματά τους αφαιρούνταν από σχετικές επιγραφές, οι εικόνες τους καταστρέφονταν, ενώ ακόμα και η αναφορά στα πρόσωπά τους τιμωρούταν με ιδιαίτερη αυστηρότητα. Το ρωμαϊκό κράτος, μ’ άλλα λόγια, μέσω της επιβολής της λήθης, σημάδευε με τα τραύματα της απώλειας μνήμης τους ηττημένους, στιγμάτιζε ανεξίτηλα την ήττα τους και έδινε άλλη σημασία στην ταπείνωση και την υπακοή τους.
Το ρήμα μιμνήσκω, σημαίνει θυμάμαι, αλλά και προειδοποιώ για κάτι, γίνομαι πομπός, αλλά και άγγελος της υπενθύμισης. Μιας υπενθύμισης, που όχι μόνο χωρά κάθε φορά και νέες ερμηνείες, αλλά τις αποζητά με επιμονή. Έτσι, κάθε μνημονική πράξη είναι επαναστατική εφ’ όσον κατευθύνεται συνεχώς προς την γνώση και την α-λήθεια, οπλισμένη διαρκώς με την θέληση καταστροφής των κυριαρχικών κατασκευών και αφηγημάτων.
Μπορούμε, όμως, να ψηλαφήσουμε τις ουλές μιας εποχής, χωρίς να αφηγηθούμε τη ζωή και τον αγώνα εκείνων, που συνέβαλαν στην δημιουργία τους; Μπορούμε να αφουγκραστούμε τον αχό της ιστορίας, χωρίς να αναζητήσουμε τα ίχνη, ατομικά και συλλογικά, εκείνες τις χαρακιές στο σώμα των εποχών, που βεβαιώνουν το πέρασμα, που πιστοποιούν την αλήθεια του συμβάντος; Και μετά μπορούμε να προχωρήσουμε, δίχως να διαλέξουμε την γλώσσα της αφήγησης, αφού πράγματι οι έννοιες, οι ιδέες παραμένουν αιχμάλωτες, εάν δεν αποτυπωθούν με λέξεις; Μπορούμε να αναζητήσουμε την αλήθεια, χωρίς να σκάψουμε βαθιά στις μνήμες μας, ν’ αλλάξουμε την σειρά, να σημαδέψουμε τόπους, μορφές, σχήματα και μετά ιδέες και έννοιες;
Ορισμένοι ιστορικοί προτείνουν να το αποφύγουμε, να εμμένουμε στην λογική συνέχεια. Αλλά αυτοί μιλούν, συνήθως, για διαχείριση του «υλικού» της μνήμης, συνιστούν την διευθέτηση των ιστορικών «προβλημάτων», την αξιοποίηση του «υλικού», που όμως, σε πείσμα τους, διαρκώς «μετακινείται», διαρκώς ταλαντώνεται ανάμεσα στη συλλογική και ατομική μνήμη. Δεν μας αρκεί, λοιπόν, ν’ αρπάξουμε όσα προφταίνουμε από τα νύχια της λήθης, γιατί είμαστε αχόρταγοι σ’ αυτό: διψάμε ακόρεστα να θυμηθούμε περισσότερα, να σώσουμε περισσότερα, να μάθουμε περισσότερα.
Όπως παρατηρεί ο Γάλλος ιστορικός Pierre Nora, «μιλάμε τόσο για την μνήμη γιατί έχει μείνει τόσο λίγη». Δεν έχουμε καμία αμφιβολία, ότι οι μνήμες που απαιτεί κάθε εξουσία να διασωθούν, είναι οι πλέον επιρρεπείς στην χειραγώγηση και η ιστορία συνήθως παραμένει μια ημιτελής και εν πολλοίς προβληματική ανασυγκρότηση των εποχών. Μπορεί όσα ζήσαμε μόλις χθες, να προβάλλονται ήδη ως «παλιές και ξεπερασμένες ιστορίες», μπορεί ακόμη οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους να φαντάζουν παντοδύναμοι, η κατασκευή νέων μορφών εξουσίας και επιβολής να μοιάζει αέναη και η αναζήτηση τρόπων αποφυγής των αφομοιωτικών τους δυνατοτήτων να μοιάζει μ’ έναν λαβύρινθο δίχως τελική έξοδο.
Και όμως, η λύση για την διατήρηση της ανθρωπινότητας δεν είναι η αποδοχή, έστω με την λογική του μικρότερου «κακού», μιας διαδικασίας διαπραγμάτευσης των όρων σύμφωνα με τους οποίους κάθε φορά αναπροσαρμόζονται οι σχέσεις εξουσίας.
Εδώ, ο σπόρος της αμφισβήτησης, αντί να καλλιεργηθεί για να εμβαθύνει την ανοιχτή ρήξη, μεταλλάσσεται σε σπόρο της αφομοίωσης των κυριαρχικών προταγμάτων, με πρώτο εκείνο της μεταρρύθμισης, και συχνά της επαναστατικής αλλαγής του υπάρχοντος καθεστώτος.
Το παρελθόν δεν είναι καθαγιασμένο, δεν είναι ο μνημειακός περίκλειστος τόπος στον οποίον προσερχόμαστε, γιατί οφείλουμε να υποβάλλουμε τα σέβη μας δίχως αντιρρήσεις, δίχως αναζητήσεις και δίχως απορίες. Σύμφωνα με τον Walter Benjamin, το παρελθόν είναι ζωντανό και μάλιστα βρίσκεται μπροστά και όχι πίσω, υπό την έννοια ότι το μέλλον δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σύνολο των θραυσμάτων τού μη πραγματοποιημένου παρελθόντος: «Εμείς αυτό που έχουμε να κάνουμε είναι να θέτουμε διαρκώς σε αμφισβήτηση κάθε αφήγηση του παρελθόντος και κάθε πεποίθηση που προσπαθεί να δημιουργήσει το κράτος. Κάτι σαν τα λουλούδια που γυρίζουν τους κάλυκές τους, όχι προς ένα τεχνητό φως, αλλά προς τον ήλιο, προσπαθώντας έτσι, χάρη σε έναν ηλιοτροπισμό μυστικής φύσης, να στραφούν τα περασμένα –οι Μνήμες– προς εκείνο τον ήλιο που ανατέλλει στον ουρανό της Ιστορίας».
Μ’ αυτόν τον τρόπο θα μιλήσουμε για τον σύντροφο και αδελφό μας Γιώργο Βλασσόπουλο και όχι για να ασφαλίσουμε κάποια ιδεολογία ή όλες μαζί· άλλωστε πάντα τις πολεμήσαμε μαζί, ο ένας στο πλευρό του άλλου, και αυτό θα συνεχίσουμε να κάνουμε δίχως δεύτερη σκέψη. Μακριά από αγιογραφίες και κάθε είδους προσωπολατρεία διατηρώντας την μνήμη της συμβολής του, γιατί όπως έγραφε και ο Μαξ Νεττλάου: «Γι’ αυτό ακόμα πάντα, και σήμερα περισσότερο από ποτέ, η εξέταση της ζωής αυτών που διαποτίζονται με τις πιο καθαρές μορφές ελευθερίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας και τις πραγματοποιούν αν είναι δυνατό στην ίδια τους τη ζωή, έχει ιστορικό και υποδειγματικό ενδιαφέρον και δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου ως προσωπολατρεία».

Κι έτσι απόμεινα με γεμάτα τα χέρια
(από) αυτό το βαρύ δυναμίτη
που ώρα σε ώρα σκούζοντας θα με τινάξει.
Γι’ αυτό είναι που γυρίζω τρέχοντας
από σταθμό σε σταθμό
από τοίχο σε τοίχο
γεμάτος με δύναμη άχρηστη
και ξέρω πως σπαταλιέται.
Γι’ αυτό είναι που σκάβω με τα νύχια μου
αυτές τις ξερές ημερομηνίες
μήπως αστράψει κάποτε μια λύση.

Μιχάλης Κατσαρός
Κατά Σαδδουκαίων, Έπρεπε τώρα

Ο Γιώργος Βλασσόπουλος γεννήθηκε στο Αιγάλεω τον Οκτώβριο του 1949, σε μια περίοδο που οι «νικητές» του εμφυλίου έχουν μετατρέψει στον ελλαδικό χώρο σ’ ένα απέραντο χώρο συγκέντρωσης, χωρίς όμως, ο κρατικός και ιδεολογικοπολιτικός τους εξοπλισμός να διαθέτει εκείνους τους «ευέλικτους» τρόπους για αφομοίωση ανθρώπων, κάτι που μπόρεσε να τεθεί σε εφαρμογή δεκαετίες αργότερα. Ο πατέρας του, αντάρτης του ΕΛΑΣ στον εμφύλιο, απογοητευμένος και μακριά από το ΚΚΕ, εργαζόταν, εκτός των άλλων, ως τσαγκάρης και κηπουρός, ενώ η μητέρα του ήταν ουκρανικής καταγωγής.
Τα πρώτα βιώματα του Γιώργου από το «πεζοδρόμιο» καταγράφονται ήδη από την ηλικία των 16 ετών κατά την διάρκεια των περίφημων Ιουλιανών το 1965. Δεκαετίες αργότερα ο ίδιος έγραφε, χαρακτηριστικά, για τα περίφημα «Ιουλιανά» και τους «προβοκάτορες» της εποχής εκείνης: «Έτσι, σε όλες τις μετέπειτα γενιές εκείνο που καθιερώθηκε ήταν η πάντοτε βολική για τους αριστερούς και τους κομμουνιστές εξήγηση με αστυνομικούς όρους αυτών των συνταρακτικών γεγονότων. Πως δήθεν τα επεισόδια, που ξέσπασαν κατά τη διάρκεια των 70 και πλέον ημερών με διαδηλώσεις και πορείες, αποτελούσαν έργο προβοκατόρων και πως υπήρχε ‘‘σχέδιο ανωμαλίας’’ για την επιβολή της δικτατορίας. Μακριά απ’ όλους αυτούς τα Ιουλιανά παραμένουν ένα σημαντικό σημείο κοινωνικής εξέγερσης τόσο για τα ελλαδικά δεδομένα όσο και για την παγκόσμια συγκυρία που εκδηλώθηκαν. Προηγήθηκαν κατά πολύ και αλυσοδέθηκαν χωρίς να νικηθούν» (Ιουλιανά, Μια συκοφαντήμενη εξέγερση, Διαδρομή Ελευθερίας, φύλλο 74, Ιούλιος-Αύγουστος, 2008).
Το 1969 τον βρίσκει πρωτοετή φοιτητή Νομικής στην Θεσσαλονίκη, ενώ έναν χρόνο αργότερα μετεγγράφεται στην Νομική Σχολή Αθηνών. Αναπτύσσει αντιδικτατορική δράση με μια ολιγομελή τροτσκιστική παράνομη ομάδα (Μποσλεβίκοι) που δημιουργείται το 1972 και εκδίδει το έντυπο Κόκκινη Σημαία, συμμετέχει στην κατάληψη της Νομικής Σχολής τον Φλεβάρη του 1973 και κατόπιν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου και στην εξέγερση του Νοέμβρη. Βρίσκεται μάλιστα ανάμεσα στους 300 «προβοκάτορες» σύμφωνα και με την Πανσπουδαστική αρ. 8 που ξεκινώντας από την Νομική Σχολή καταλήγουν στο Πολυτεχνείο και ανάβουν το φιτίλι της κατάληψης του Πολυτεχνείου.

Κελί στο υπόγειο γκαράζ της Μεσογείων 14-18

Τραβάει την προσοχή του περίφημου σπουδαστικού της ασφάλειας, το οποίο «κοσμούν» οι περιβόητοι βασανιστές Καραπαναγιώτης, Καλύβας, Κραββαρίτης, συλλαμβάνεται και βασανίζεται στα μπουντρούμια της υποδιεύθυνσης γενικής ασφάλειας της Μεσογείων με φάλαγγα. Στο συγκεκριμένο κολαστήριο της χούντας βασανίζονται περισσότερα από 3.000 άτομα, στην πλειονότητά τους φοιτητές και φοιτήτριες, κατά την διάρκεια της χούντας. Όταν αφήνεται ελεύθερος δεν ρισκάρει δεύτερη σύλληψη και βγαίνει στην παρανομία.

Ο Γιώργος συμμετέχει τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια στο ΕΛΕΚ (Επαναστατικό Λενινιστικό Ελληνικό Κίνημα, 1975-’78) στο οποίο συμπορεύονται μαοϊκοί και τροτσκιστές, καθώς στην οργάνωση αυτή ενοποιούνται η αντιδικτατορική ομάδα Μπολσεβίκοι και η Ομάδα Ελλήνων Επαναστατών Κομμουνιστών (ΟΕΕΚ) η οποία μέχρι το 1974 δρούσε κυρίως στην Γαλλία καθώς και ορισμένα μέλη της Σοσιαλιστικής Επαναστατικής Πάλης (ΣΕΠ), που είχε ιδρυθεί το 1971 και επρόκειτο για τροτσκιστική οργάνωση, που συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση του Νοέμβρη του 1973. Το ΕΛΕΚ μέχρι και την διάλυσή του το 1978 εκδίδει την εφημερίδα Αλήθεια και το θεωρητικό έντυπο Τετράδια Μαρξισμού-Λενινισμού.
Αποχωρεί από το ΕΛΕΚ ένα χρόνο μετά, και το 1976 δημιουργείται η Πρωτοπόρα Κίνηση Βύρωνα (1976-’79) στην οποία συμμετέχει ο Γιώργος Βλασσόπουλος και η οποία μετονομάζεται αργότερα σε Πολιτική Κίνηση Βύρωνα που εκδίδει το Πολιτικό Δελτίο και το θεωρητικό έντυπο Ταξική Πάλη προχωρώντας σε αξιοσημείωτη δουλειά σε επίπεδο γειτονιάς (Βύρωνα, Υμμητό, Καισαριανή, Παγκράτι) όπου διακινούνται τα έντυπά τους ενώ διοργανώνονται εκδηλώσεις με μαζικό χαρακτήρα και παρεμβάσεις σε εργοστάσια (ΗΒΗ κ.ά.) Η ομάδα αυτή είχε χαρακτήρα μάλλον αυτόνομο (ίσως ήταν από τις πρώτες αυτόνομες ομάδες στην Ελλάδα). Ο Γιώργος εργάζεται σε εργοστάσια (ΕΒΓΑ, Κλωστές Πεταλούδα), καθώς έχει εγκαταλείψει την Νομική Σχολή (λίγο πριν το τέλος των σπουδών του), σε μια περίοδο, που οι εργατικοί αγώνες και ο εργοστασιακός συνδικαλισμός χαρακτηρίζονται από έναν πραγματικό οργασμό (παρά την αμηχανία της επίσημης αριστεράς).
Το 1979 κατατάσσεται στο στρατό.

Στο κατώφλι της μεταπολίτευσης 1.000.000 διαδηλωτές συμμετέχουν στην πορεία για την πρώτη επέτειο της εξέγερσης του Νοέμβρη, ενώ η μεταπολιτευτική θύελλα στους εργασιακούς χώρους, στα πανεπιστήμια, στα Εξάρχεια, δεν αποτελεί απλά τα απόνερα της εξέγερσης του Νοέμβρη του ’73, αλλά μια ζωντανή συνέχεια που εχθρεύεται ανοικτά το ΚΚΕ και η ΚΝΕ, που υπηρετούν με κάθε τρόπο τον στόχο που θέτει η κυρίαρχη πολιτική διαχείριση περί κοινωνικής γαλήνης.
«Εμείς είμαστε οι ρομαντικοί, οι προκλητικοί και οι οργισμένοι» διακήρυττε αναρχική μπροσούρα μετά τα επεισόδια της Πρωτομαγιάς του 1977, ενώ αντιεξουσιαστικοί πυρήνες δραστηριοποιούνται στις πανεπιστημιακές σχολές, στις πολύμηνες καταλήψεις ενάντια στον νόμο 815 (1979), όπου συγκρούονται με αστυνομία αλλά και ΚΝΕ. Η νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων, η ανεκτικότητα που τους καταλόγιζαν οι ακροαριστερές οργανώσεις, η αντιπαράθεση που είχε αναπτυχθεί ήδη από τα δικτατορικά χρόνια εκφράσθηκαν με έντονο τρόπο, τόσο στην μεταπολιτευτική περίοδο στην περίπτωση του εργοστασιακού συνδικαλισμού (1975-1976), όσο και σ’ εκείνη των φοιτητικών καταλήψεων (1978-1979). Πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε ότι όσοι έζησαν την εξέγερση του Νοέμβρη του ’73 και εντάχθηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην μεταπολιτευτική πολιτική ομαλότητα, όπως σωστά άλλωστε έχει επισημανθεί από αρκετούς συμμετέχοντες, είχαν μια «άλλη» αίσθηση του βιωμένου χρόνου, μια «άλλη» απαίτηση για σύγκρουση εδώ και τώρα, ανέπνεαν «άλλο» αγωνιστικό αέρα. Σε πολλούς η μετάβαση στην δημοκρατική διαχείριση δεν μείωσε στο ελάχιστο τις προσδοκίες για πλήρη ατομική και κοινωνική απελευθέρωση, προσδοκίες που δυστυχώς διαψεύστηκαν με την άνοδο του Πασοκ στην εξουσία και την παρομοιώδη ιστορικά αφομοιωτική του ικανότητα.
Οι διεργασίες, λοιπόν, στην πρώιμη μεταπολίτευση, οι οσμώσεις και οι συνθέσεις είναι πυρετώδεις και αφορούν κάθε μορφή πάλης. Όπως περιγράφει και ο Δημήτρης Γλύστρας στο βιβλίο του Η «άλλη» Αριστερά, «Κοντά στο τέλος της δεκαετίας του ’70 στοιχεία της ένοπλης τάσης, όπως η Αντιπληροφόρηση, έλαβαν μέρος σε αρκετές μετωπικές δράσεις του Χώρου και σε συζητήσεις για την πιθανή μετεξέλιξή του σε πιο συμπαγές πολιτικό σχήμα. Οι επαφές κόσμου της υπόλοιπης εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς με μέλη ομάδων που, σε όλο το εξεταζόμενο διάστημα, ανέπτυξαν κάποιου είδους ένοπλη δράση ήταν συχνές, ακόμη και αν η πληροφορητές δεν έμαθαν παρά αρκετά αργότερα την παράνομη δραστηριότητα των συνομιλητών τους. Σύμφωνα με μαρτυρίες, άτομα που μετείχαν σε ομάδες ένοπλης δράσης ήταν συνήθως παράλληλα μέλη και σε νόμιμες οργανώσεις του εξωκοινοβουλευτικού χώρου, κρατώντας λίγο ή πολύ κρυφή την παράνομη δραστηριότητά τους και αναζητώντας μέλη για στρατολογία. Αν υποθέσουμε ότι αυτές οι επαφές ήταν πραγματικές, θεωρείται λογικό μέσω αυτών να αναπτύχθηκαν ποικίλες διασυνδέσεις των εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων με τις ομάδες της ένοπλης πάλης, ακόμη και αν δεν υπάρχουν μέλη τους που συμμετείχαν σε τρομοκρατικές πράξεις με τη στενή έννοια του όρου».
Το 1980 εκδίδεται, επίσης, το περιοδικό Αντιστρατιωτική Πάλη που κυκλοφορεί πολυγραφημένο σε χιλιάδες τεύχη από το 1980 μέχρι και τον Μάρτιο του 1984 σε συνολικά 13 τεύχη, που μοιράζονται χέρι με χέρι, ενώ επίσης, πακέτα αφήνονταν σε δημόσιους χώρους όπως πανεπιστήμια κ.ά. Η θεματογραφία του περιοδικού Αντιστρατιωτική Πάλη αφορά οτιδήποτε έχει σχέση με δύο κυρίως ζητήματα: «Κίνημα μέσα στο στρατό – Κίνημα ενάντια στο στρατό». Τα άρθρα που δημοσιεύονται πραγματεύονται «τον ρόλο του στρατού και την ανάπτυξη του αστικού καθεστώτος» (τεύχος 8-9), «την αποστολή του στρατού στη στήριξη του αστικού καθεστώτος και το οργανωμένο λαϊκό κίνημα» (τεύχος 7), «τους εθνικιστές και τον στρατό ή πώς κατασκευάζονται οι ιδεολογίες» (τεύχος 10), τον «ρόλο του στρατού στην επιβολή της τρομοκρατίας του καθεστώτος» (τεύχος 6), «τους Συνασπισμούς και την Εθνική Ανεξαρτησία (τεύχος 5), όπως και «Στρατός και ΚΚΕ» (τεύχος 3) κ.λπ.
Ενδεικτικό, είναι το παρακάτω απόσπασμα από το περιοδικό: «Γιατί τελικά ο στρατός δεν είναι κάτι έξω από μας. Είναι μέσα στην καθημερινή μας ρουτίνα. Δεν είναι μια σχέση έξω από την κοινωνία αλλά μέσα σ’ αυτήν. Είναι μέσα στο φίλο, τον αδελφό, τον αγαπημένο, το σύζυγο, το παιδί πού υπηρετεί και υποφέρει. Είναι στις καθημερινές μας σχέσεις και την υποταγή πού συνηθίσαμε από τη μικρή μας ηλικία. Είναι στη βία και την τρομοκρατία που αισθανόμαστε ή που δεχόμαστε. Είναι στα βιώματα που έχουμε από το δικό μας πέρασμα από το στρατό, πού μας έχουν αφήσει σημάδια που δε θα σβήσουν σ’ όλο το υπόλοιπο της ζωής μας. Είναι έτσι ο στυλοβάτης του κράτους. Ο πιο ώμος και πάνοπλος μηχανισμός της κρατικής εξουσίας, που διατηρείται στις κρίσιμες στιγμές της χρησιμοποιώντας τον και επιβάλλοντας τις φανερές μορφές δικτατορίας των αφεντικών πάνω στον εργαζόμενο λαό. Αναπόφευκτα η πάλη ενάντια στο στρατό δεν είναι αξεχώριστη από την πάλη ενάντια στην κρατική εξουσία. Γι’ αυτό και μια πάλη για την ανάπτυξη ενός κινήματος ενάντια στο στρατό δεν πρέπει να χάνει από τα μάτια της τον τελικό στόχο που είναι η κατάργηση του στρατού. Καμιά άλλη επιδίωξη δεν μπορεί να θεωρηθεί προοδευτική. Ο στρατός είναι ο πιο αντιδραστικός μηχανισμός της εξουσίας και καμιά προοδευτικότητα δεν μπορεί να τον αλλάξει».
Το 1980, όμως, είναι και το έτος που δολοφονούνται κατά την διάρκεια της πορείας για την επέτειο της εξέγερσης του Νοέμβρη 1973 οι διαδηλωτές Κουμής και Κανελοπούλου οι οποίοι ξυλοκοπούνται από τις κατασταλτικές δυνάμεις μέχρι θανάτου. Το 1983 η Αυτόνομη Πρωτοβουλία Πολιτών στην οποία συμμετέχει ο Γιώργος Βλασσόπουλος, ύστερα από εργασία τουλάχιστον ενάμισι έτους εκδίδει ένα βιβλίο αναφοράς, με πλούσιο υλικό ακόμα και για σήμερα με τον τίτλο «Αυτοί οι αγώνες συνεχίζονται, δεν εξαγοράζονται, δεν δικαιώθηκαν».

Το 1984 πραγματοποιείται έρευνα στο σπίτι του στο Αιγάλεω και ο ίδιος προσάγεται ως ύποπτος για συμμετοχή σε ένοπλες οργανώσεις για να αφεθεί ελεύθερος ύστερα από λίγες ημέρες. Παρόμοιες έρευνες στην οικία του θα επαναληφθούν και στο μέλλον. Το 1984 δημιουργείται η Επιτροπή Κατοίκων Ζωγράφου ενάντια στην ανάπλαση του πάρκου Παπανδρέου στην περιοχή του Ζωγράφου, στην οποία αργότερα συμμετέχει ο Γιώργος, όπως και στις κάθε μορφής δυναμικές κινητοποιήσεις που πραγματοποιούνται μ’ αφορμή το ζήτημα αυτό.

Συμμετέχει ακόμη στο Περιοδικό της Φυλακής (εκδόθηκε από το 1981 μέχρι το 1986) και συγκεκριμένα στα δύο τελευταία τεύχη είναι και υπεύθυνος έκδοσης. Όπως περιγράφει η δικηγόρος και αγωνίστρια, επίσης, κατά της χούντας Κατερίνα Ιατροπούλου, εκδότρια του Περιοδικού της Φυλακής και διαπρύσια υπερασπίστρια μεταπολιτευτικά των δικαιωμάτων των φυλακισμένων και κάθε εξέγερσης και αντίστασης στις φυλακές:
«Ήταν λίγοι οι κρατούμενοι τότε (σ.σ. μεταπολιτευτικά) –καμιά σχέση με το σημερινό χάος– και τα αδικήματα συνήθως ασήμαντα, μα οι ποινές δυσανάλογες και τα ευεργετήματα ανύπαρκτα. Ο αέρας της αλλαγής είχε φτάσει και στις φυλακές και οι εξεγέρσεις αποκάλυψαν συνθήκες κράτησης που θύμιζαν Μεσαίωνα. Υπήρχε, ακόμα, το κολαστήριο της Κέρκυρας… Η σχέση μου με τα κινήματα εκείνα και τους πρωταγωνιστές τους, καθώς και η θητεία μου στις πολιτικές δίκες οδήγησαν στην έκδοση του περιοδικού «Της Φυλακής» (1981), που στα τεύχη του φιλοξένησε ελάχιστα από τον όγκο των διαμαρτυριών, καταγγελιών και μαρτυριών των οποίων έγινα αποδέκτης. Χάρη και στην ευαισθητοποίηση του αντιεξουσιαστικού, κατά βάση, χώρου, το θέμα «φυλακές» πήρε μεγάλη δημοσιότητα».

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 220, Νοέμβριος 2021

Both comments and trackbacks are currently closed.
Αρέσει σε %d bloggers: