Μπολσεβίκικη Δικαιοσύνη

[η περίπτωση του Gavriil Tikhonovich Pavliuk]

δικαιοσύνη-των-μπολσεβίκωνΤο γεγονός που εξιστορούμε συνέβη στην Ουκρανία το 1935-1936. Στο χωριό Dolinskoye, κοντά στην πόλη Mariupol της επαρχίας Kirovogradsky, ζούσε ένας ηλικιωμένος χωρικός, ο Gavriil Tikhonovich Pavliuk, ο οποίος ήταν 92 ετών. Όταν οι Μπολσεβίκοι ανακάλυψαν ότι αυτός ο ηλικιωμένος άνθρωπος συμμετείχε παλιότερα σε μια αναρχική ομάδα, αποφάσισαν να τον εκδιώξουν αφαιρώντας του όλα τα περιουσιακά στοιχεία, μέχρι και την μοναδική του αγελάδα με το μοσχάρι της. Ο εκδιωγμένος Pavliuk αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό του και να μετακομίσει στο Rostov επί του Don, όπου ζούσε ο μεγαλύτερος γιος του Artem, προκειμένου να ξεφύγει από την κρατική καταστολή. Ο Άρτεμ προσπάθησε ανεπιτυχώς να «νομιμοποιήσει» τον πατέρα του, και να του εξασφαλίσει μετά από δωροδοκία, ένα ψεύτικο διαβατήριο που θα του επέτρεπε να εγγραφεί στα μητρώα. Έτσι, ο Pavliuk αποφάσισε να καταφύγει στο δεύτερο γιό του Ιλαρίωνα, ο οποίος ζούσε στην πόλη του Prokhladny του Βορείου Καυκάσου.

Όταν έφτασε στο σπίτι του νεώτερου γιου του, ο Pavliuk εξιστόρησε λεπτομερώς όλα όσα του είχαν συμβεί και ζήτησε από τον Ιλαρίωνα να τον σώσει. Ο Ιλαρίωνας συμβούλευσε τον πατέρα του να μην εγκαταλείψει το σπίτι μέχρι να μπορέσει να δωροδοκήσει τον επικεφαλής του γραφείου διαβατηρίων, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο γέρος περίμενε στο σπίτι του Ιλαρίωνα για δύο μήνες μέχρι που ο γιος του μπορέσει να αγοράσει το προσωπικό του πιστοποιητικό (spravka) και το διαβατήριο κάποιου άλλου.

Ο Pavliuk ήταν ημιμαθής, αλλά αγαπούσε το διάβασμα και ειδικά τις εφημερίδες που είχαν άρθρα σχετικά με το Σύνταγμα του Στάλιν. Αυτό το Σύνταγμα τον ενδιέφερε τόσο που δεν έχασε ποτέ ούτε μία εφημερίδα και στεκόταν στην ουρά κάθε πρωί για να πάρει ένα τεύχος. Σύντομα το Σύνταγμα δημοσιεύθηκε σε μορφή φυλλαδίου. Ο Pavliuk αγόρασε το φυλλάδιο και άρχισε να μελετά όλα τα σημεία του Συντάγματος. Με βάση ένα από τα άρθρα που βρήκε, ο Pavliuk αποφάσισε να επιστρέψει στη γενέτειρά του και να ζητήσει την επιστροφή της καλύβας του, που χτίστηκε με τα χέρια του. Έτσι θα μπορούσε να ζήσει τις υπόλοιπες μέρες του στο σπίτι του. Για πολύ καιρό ο γέρος διαφωνούσε με τον γιο του Ιλαρίωνα, ο οποίος συμβούλευε τον πατέρα του να μην επιστρέψει στο χωριό του. Αλλά ο Pavliuk επέμεινε και τελικά έπεισε τον γιο του να τον αφήσει να πάει στο σπίτι.

Κατά την άφιξή του στο Dolinskoye, ο Pavliuk κατέθεσε μια αίτηση στο συμβούλιο του χωριού (selsoviet) ζητώντας να του επιστραφεί η καλύβα του. Ο συμβούλιο παρέπεμψε το θέμα στην Περιφεριακή κομματική Επιτροπή (raikom), η οποία έδωσε την άδεια να επιστραφεί η καλύβα. Αφού πήρε την καλύβα του πίσω, ο Pavliuk ζήτησε πίσω και την αγελάδα του. Αλλά του είπαν ότι η αγελάδα του είχε αποσταλεί στη συλλογική φάρμα (κολχόζ) και, ότι εάν εντασσόταν σ’ αυτήν, θα είχε πρόσβαση στο γάλα και στο αλεύρι. Ο Pavliuk συμφώνησε, αφού δεν είχε πραγματικά καμμία άλλη επιλογή. Αλλά τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος είχαν κακόβουλα σχέδια γι’ αυτόν.

Με τη δικαιολογία ότι ο ηλικιωμένος άνδρας ανήκε στο κολχόζ για λίγο, η τοπική Οργάνωση της Κομσομόλ (Κομμουνιστική οργάνωση νεολαίας) αποφάσισε να του κάνει τη ζωή δύσκολη. Μια έρευνα στο σπίτι από έναν από τους αγρότες του κολχόζ «ανέδειξε» μια σκουριασμένη ξιφολόγχη. Τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος συγκεντρώθηκαν στο κέντρο του χωριού και ανέφεραν ότι δεν βρέθηκε τίποτα άλλο εκτός από την ξιφολόγχη. Τότε ένας από τους νέους της Κομσομόλ, που καθόταν κοντά στον Gavriil, φώναξε ξαφνικά: «Ρώτησα τον Pavliuk, γιατί ένα ειρηνικό μέλος του κολχόζ θα χρειαζόταν μια ξιφολόγχη; Και δήλωσε: ‘‘Προκειμένου να ξεκοιλιαστούν τα στομάχια των μελών της Κομσομόλ’’.» Αμέσως συντάχθηκε μια αναφορά για την υπόθεση και ο Pavliuk με χειροπέδες στα χέρια, στάλθηκε στο περιφερειακό κέντρο, συνοδευόμενος από δύο μέλη της Κομσομόλ.

Συνάντησα αυτόν τον ηλικιωμένο άνθρωπο το 1937 στη φυλακή της Μαριούπολης. Δεν ήταν στενοχωρημένος και δήλωνε ότι σύμφωνα με ένα σημείο στο Σύνταγμα του Στάλιν, δεν μπορούσαν να τον συκοφαντήσουν και θα είχε την ευκαιρία για ένα ανοιχτό λαϊκό δικαστήριο, όπου θα αποδείκνυε τον απόλυτο παραλογισμό στις κατηγορίες των μελών της Κομσομόλ.

Θυμάμαι πως, στις 13 Αυγούστου 1937, ο Παβλιούκ ζήτησε και πήρε δικάσιμο. Μία κλούβα τον περίμενε στην αυλή της φυλακής. Ο γέρος μεταφέρθηκε σε ειδικό δικαστήριο όπου του τέθηκαν μερικές ερωτήσεις από τους δικαστές του. Μετά από 15 ή 20 λεπτά, ανακοινώθηκε η ποινή: 10 χρόνια σκληρή εργασία σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Ο Παβλιούκ ευχαρίστησε τους πολίτες-δικαστές που του ευχήθηκαν να διατηρήσει την υγεία του για άλλα 10 χρόνια και πρόσθεσε ότι, ενώ η κατηγορία εναντίον του ήταν ψευδής –μια ίντριγκα της Κομσομόλ– υπήρχε ένα πράγμα που ήταν αληθινό: «Ανήκα σε μια αναρχική ομάδα. Ναι, είμαι αναρχικός και θα πεθάνω αναρχικός.»

Πηγή: Delo Truda-Probuzhdenie, № 34 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1950), σελ. 16-17. Μετάφραση: Μαλκόμ Άρτσιμπαλντ

Μετάφραση – απόδοση Π-Μ-B

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 198, Νοέμβριος 2019
Both comments and trackbacks are currently closed.
Αρέσει σε %d bloggers: