«Ο βασανιστής είναι σαρξ εκ της σαρκός του συστήματος και στυλοβάτης της εξουσίας, όπως ο δήμιος σε όλα τα δεσποτικά καθεστώτα. Πως είναι δυνατόν η Αρχή που αξιοποιεί και γι’ αυτό ευλογεί σιωπηρά τον βασανισμό να αναζητήσει και να τιμωρήσει τον βασανιστή; Αντίθετα διασφαλίζει την ανωνυμία του με τη σιωπή και την παρασκηνιακή ευαρέσκεια. Δεν αρκεί, επομένως, ο δρακόντειος νόμος κατά των βασανιστηρίων, αφού πρόκειται για κυνήγι φαντασμάτων. Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι μέγιστο αγαθό και θα ήταν αφέλεια, ουτοπία ή εφησυχασμός να εμπιστευθεί η κοινωνία την προάσπισή τους στην εξουσία. Είναι δική της υπόθεση και δικό της χρέος». Κυριάκος Σιμόπουλος, Βασανιστήρια και Εξουσία, Από την Ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία ως την εποχή μας
«Ο ποινικός νομοθέτης τοποθετείται στο ερώτημα αυτό ξεκάθαρα ορίζοντας στο άρθρο 137Δ παρ. 1 ΠΚ ότι η κατάσταση ανάγκης ουδέποτε αίρει το άδικο των βασανιστηρίων. Η θεωρία εξακολουθεί, ωστόσο, να διχάζεται σε θιασώτες βασανιστηρίων σε εξαιρετικές περιπτώσεις και σε αυτούς που τα αποδοκιμάζουν κατά τρόπο απόλυτο. Η απαγόρευση οποιασδήποτε διαβάθμισης της ανθρώπινης αξίας δεν επιτρέπει πάντως οποιαδήποτε εξαίρεση. Συνεπώς, υποστηρίζεται στο πλαίσιο της συμβολής αυτής η θέση ότι οποιαδήποτε άσκηση βίας εκ μέρους της αστυνομίας αντιστρατεύεται τη φύση της ανθρώπινης αξίας και παραβιάζει τόσο το Σύνταγμα όσο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου». Φερενίκη Παναγοπούλου – Κουτνατζή, Επίκουρη Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Δικηγόρος