«Ἡμεῖς οἱ ἀκτήμονες, οἱ ἐργάται μόνον κατὰ χρῶμα ἠλλάξαμεν τὴν βαρεῖαν ἅλυσον τοῦ ζυγοῦ. Ἀντὶ ἐρυθρᾶς μετ’ ἡμισελήνου, κυανόλευκον μὲ σταυρόν». Ἡρακλῆς Ἀναστασίου, «Τὰ ἐν Πειραιεῖ βιομηχανικὰ κάτεργα», Σοσιαλιστής, α΄ δεκαπενθήμερο Απριλίου 1893, σ. 1.
Μετά την Α΄ Διεθνή ιδρύεται, το 1894, από τα κράτη της Ευρώπης η «Διεθνής Υπηρεσία Διώξεως Αναρχικών» (η Ιντερπόλ της Δυτικής Ευρώπης) για την αντιμετώπιση των ενωμένων πλέον «θορυβοποιών και αναρχικών». Η διεθνής αυτή υπηρεσία απαιτεί από όλα τα κράτη ονόματα και φωτογραφίες όλων των «αναρχικών και ταραχοποιών στοιχείων» της κάθε χώρας. Η Ελλάδα δέχεται πρόθυμα να δώσει πληροφορίες, ενώ θέτει υπεύθυνους για την καταστολή και «συνέτιση» των «ταραχοποιών στοιχείων» τους «τιμημένους» εύζωνες.
Αμέσως μετά την εντολή της «Διεθνούς Υπηρεσίας Διώξεως Αναρχικών», το κράτος αρχίζει μία άνευ προηγουμένου προσπάθεια φυσικής και ηθικής εξόντωσης αυτών οι οποίοι αμφισβητούν και αντιτίθενται στις καθιερωμένες «αξίες», που έχουν επιβληθεί στην ελληνική επικράτεια, με αποτέλεσμα να ασκηθούν διώξεις για τρομοκρατία και άνθρωποι να συρθούν στις φυλακές. Μία από τις πρώτες διώξεις του ελληνικού κράτους αφορά την υπόθεση «εκβιασμού και σχεδιασμού δολοφονίας» του «εθνικού ευεργέτη» Αντρέα Συγγρού, από τον φοιτητή Ευάγγελο Μαρκαντωνάτο.
Αλλά ας ακολουθήσουμε τα γεγονότα από την αρχή:
Ο Ευάγγελος Μαρκαντωνάτος, γεννήθηκε στο 1868 στην Κεφαλονιά. Στην Αθήνα καταφθάνει ως φοιτητής της Νομικής Σχολής και συγχρόνως εργάζεται ως τυπογράφος. Συμμετέχει στον «Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο»[1] σαν απλό μέλος στην αρχή και μετέπειτα ως γραμματέας, ενώ αρθρογραφεί και στην εφημερίδα «Σοσιαλιστής»[2].
Τα άρθρα της εφημερίδας επιμένουν στην ανάδειξη των ζητημάτων/προβλημάτων της εποχής· αφ΄ ενός της σταφιδικής κρίσης, της πτώσης του αγροτικού εισοδήματος, της οικονομικής ύφεσης, της χρεωκοπίας και αφ’ ετέρου των εξαντλητικών συνθηκών εργασίας, της εκμετάλλευσης, της θανατικής ποινής κ.λπ. Η εφημερίδα προσπαθεί να κάνει κατανοητή την αντίθεση ανάμεσα στην «φούχτα [των] ‘’ευτυχισμένων’’ και του ‘’πλήθους των ανθρώπων που αγωνίζονται μέρα και νύχτα’’». Συνέχεια