Τηλεκπαίδευση και υπερέκθεση σε οθόνες. Να μην γίνουμε τα χρήσιμα πιόνια της εξουσίας

Τί μπορεί να σημαίνει η μακροχρόνια τηλεκπαίδευση και κατ’ επέκταση ο εγκλεισμός, στον ψυχισμό αλλά και στο σώμα των παιδιών και των εφήβων, σε μια πραγματικότητα που ήταν ήδη φορτισμένη από την υπερέκθεση των παιδιών και των εφήβων σε οθόνες; Από τις 16 Νοεμβρίου 2020 όλα τα σχολεία της χώρας παραμένουν κλειστά, με αποτέλεσμα να έχει μπει σε εφαρμογή η διαδικασία της τηλεκπαίδευσης για όλους τους μαθητές, από το νηπιαγωγείο μέχρι και το λύκειο. Η διαδικασία ξεκίνησε με πολλά τεχνικά προβλήματα που φανέρωσαν την ανετοιμότητα του κράτους. Το κράτος είχε αρκετούς μήνες να προετοιμαστεί και να θωρακιστεί για το βέβαιο γεγονός του κλεισίματος των σχολείων, αλλά παρ’ όλα αυτά το κύριο μέλημά του ήταν να συνάψει οικονομική συμφωνία με την εταιρία τηλεδιασκέψεων Cisco, χωρίς βεβαίως να την δημοσιοποιήσει. Τα αποτελέσματα τα είδαμε, σε συνδυασμό με τις ηλεκτρονικές υποδομές του κράτους, τουλάχιστον για την πρώτη βδομάδα εφαρμογής της τηλεκπαίδευσης, χωρίς βέβαια τα προβλήματα να σταματούν εκεί.

Η ουσία, βέβαια, δεν κρύβεται στην διαχείριση της τηλεκπαίδευσης από το κράτος και την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας –τα παραπάνω αποτελούν πεδίο για αντιπολίτευση και κέρδους πολιτικής υπεραξίας από τα κόμματα– αλλά στην ολοένα μεγαλύτερη έκθεση των παιδιών και των εφήβων σε οθόνες και στον εγκλεισμό τους στους μεγάλους ή μικρούς τοίχους των σπιτιών τους. Ειδικότερα, πολλά παιδιά που βρίσκονται σε μεγάλες πόλεις, είναι σχεδόν μόνιμα μέσα στο σπίτι από το κλείσιμο των σχολείων στις 16 Νοεμβρίου. Τα παιδιά, ειδικότερα αυτά που μένουν στο κέντρο της Αθήνας και σε υποβαθμισμένες περιοχές, επειδή οι γονείς δεν τους επιτρέπουν να βγουν απ’ το σπίτι για λόγους ασφάλειας, αφού κλείσουν τις οθόνες των σχολείων και των φροντιστηρίων, ανοίγουν αυτές των φίλων τους. Και έτσι κυλούν οι μέρες και οι μήνες μέσα σε τέσσερις τοίχους. Επίσης, σε όλη αυτή την πραγματικότητα θα πρέπει να προσθέσουμε και το αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι σε πολλά σπίτια η τηλεόραση είναι μονίμως ανοιχτή, άσχετα αν κάποιος βλέπει ή όχι. Οπότε ένα παιδί, ειδικότερα αυτούς τους μήνες της τηλεκπαίδευσης, χωρίς υπερβολή, από το πρωί μέχρι το βράδυ είναι έκθετο σε οθόνες. Μπορεί το σχολείο και οι απογευματινές δραστηριότητες να φαντάζουν και αυτά μικρές και μεγάλες φυλακές με κονσερβοποιημένη γνώση και εκπαίδευση, αλλά δεν παύουν να είναι ενεργά κοινωνικά πεδία, μέσα επικοινωνίας, ακόμα και διεκδικήσεων, σε άμεση σύνδεση με την υπόλοιπη κοινωνία. Με αυτή την οπτική, λοιπόν, τα παιδιά έχουν αποκοπεί από την φυσική διάδραση, η οποία έχει αντικατασταθεί μ’ έναν ψηφιακό κόσμο που ανταγωνίζεται σε ερεθίσματα και εικόνες τον φυσικό.

Σύμφωνα πλέον και με πολλές έρευνες που έχουν γίνει γύρω από το θέμα[1], η έκθεση των παιδιών σε οθόνες δημιουργεί πληθώρα δυσλειτουργιών στο σώμα και στον ψυχισμό τους. Εκτός από τα μυοσκελετικά προβλήματα, καθώς και προβλήματα στην όραση, η παρατεταμένη έκθεση σε οθόνες μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στον ύπνο, την διάθεση και τη γνωστική ικανότητα, υπερδιέγερση και ψυχαναγκαστική χρήση των οθονών. Επίσης, ενδεικτικά αναφέρεται ότι η παρατεταμένη έκθεση διαταράσσει το εσωτερικό ρολόι του παιδιού, καθυστερώντας και καταστέλλοντας την παραγωγή της ορμόνης της μελατονίνης, η οποία βοηθά στην διαδικασία του ύπνου. Η αυξημένη εγκεφαλική διέγερση λόγω των οθονών δεν βοηθάει ώστε να υπάρξει ο απαραίτητος βαθύς ύπνος για τον εγκέφαλο των παιδιών.

Επίσης, η εστίαση σε ηλεκτρονικά μέσα, καθώς και ο καταιγισμός ερεθισμάτων που αυτά προβάλουν, δημιουργούν αδυναμία συγκέντρωσης στα παιδιά, με αποτέλεσμα ο κόσμος ν’ αρχίζει να γίνεται απίστευτα βαρετός, μπροστά στα προσφερόμενα ερεθίσματα που μπορεί να δώσει μια οθόνη. Όταν πολλές λειτουργίες του εγκεφάλου υπερδραστηριοποιούνται, παράγουν συνεχώς ντομαμίνη και έτσι το άτομο νιώθει ευχάριστα. Οι υποδοχείς που λαμβάνουν την ντομαμίνη γίνονται ολοένα και λιγότερο ευαίσθητοι και έτσι, σταδιακά ο εγκέφαλος χρειάζεται ολοένα και περισσότερη διέγερση ώστε το άτομο να βιώσει ευχαρίστηση. Εν τω μεταξύ, η ντοπαμίνη είναι κρίσιμη για την ικανότητα του παιδιού να εστιάζει σε ένα σκοπό και να βρίσκει κίνητρο για να ολοκληρώσει μία εργασία. Είναι φυσικά περιττό να πούμε, ότι, ακόμη και μικρές αλλαγές στην ευαισθησία της ντοπαμίνης, μπορεί να επιφέρουν μεγάλες αλλαγές στα συναισθήματα και την εγκεφαλική λειτουργία του παιδιού. Αυτό με την σειρά του μπορεί να φέρει καταθλιπτικά συμπτώματα και ψυχαναγκασμούς που σχετίζονται με τον έλεγχο των οθονών. Η απώλεια της ικανότητας του παιδιού να διατηρήσει την προσοχή του σε κάτι και μεθοδικά να το παρατηρήσει, να το επεξεργαστεί και να το κατανοήσει, δημιουργεί εκνευρισμό και ξεσπάσματα θυμού. Έτσι, ο εγκέφαλος είναι σε μία μόνιμη ιδιαίτερη πίεση και άγχος που με την σειρά του μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στην χημεία του εγκεφάλου και των ορμονών αυξάνοντας την ευερεθιστότητα. Επίσης, η υπερέκθεση σε τηλεοράσεις και υπολογιστές σε παιδιά δημοτικού, συμβάλλει στην μείωση της ικανότητας ανάγνωσης και αριθμητικής[2].

Όσον αφορά στην χρήση οθονών σε παιδιά ηλικίας μέχρι 6 χρονών, δηλαδή μέχρι το νηπιαγωγείο και την πρώτη τάξη του δημοτικού, έχει ενδιαφέρον η άποψη του ερευνητή νευροψυχολόγου και καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Λυών Michel Desmurget, στο βιβλίο του «Η κατασκευή του ψηφιακού ηλίθιου». Ο Michel Desmurget υποστηρίζει, ότι «Ήδη από την ηλικία των δύο ετών τα παιδιά των δυτικών κοινωνιών συγκεντρώνουν κατά μέσο όρο καθημερινά σχεδόν 3 ώρες μπροστά στις οθόνες. Ανάμεσα στα 8 και στα 12 περνούν με τον ίδιο τρόπο 4 ώρες και 45 λεπτά της ημέρας, ενώ μεταξύ 13 και 18, 6 ώρες και 45 λεπτά. Αν αθροιστούν ετησίως αυτές οι ώρες, τότε συσσωρεύονται 1.000 ώρες για έναν μαθητή του νηπιαγωγείου – δηλαδή περισσότερο από τις ώρες που περνάει στο σχολείο κατά το διάστημα του έτους, 1.700 ώρες για έναν μαθητή του δημοτικού (δηλαδή το αντίστοιχο δύο σχολικών ετών) και 2.400 ώρες για τον μαθητή του λυκείου». Η αύξηση της καθιστικής ζωής, από την παιδική πλέον ηλικία, δημιουργεί «προβλήματα στο πεδίο της γλωσσικής επάρκειας, της δημιουργικότητας, της μνήμης, της συγκέντρωσης της προσοχής, της προσαρμογής στο κοινωνικό σχολικό περιβάλλον, συναισθηματικά προβλήματα, επιθετικότητα και αντικοινωνικές συμπεριφορές, αλλά και προβλήματα που σχετίζονται με την κλασική παιδιατρική: δυσχέρειες στην κινητικότητα, παχυσαρκία, πρώιμος διαβήτης…». Οι οθόνες δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την ανθρώπινη επαφή. Ένα παιδί, όσο νιώθει ότι έρχεται σε διάδραση με άλλους στον ψηφιακό κόσμο με τόση ευκολία και μια φαινομενική ασφάλεια, μπορεί να νιώθει ότι η επικοινωνία στην πραγματική του ζωή είναι πιο δύσκολη, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται και να αποστασιοποιείται από τους δικούς του. Ο Dedmurget καταλήγει πως τα παιδιά μέχρι τα 6 δεν θα πρέπει να έρχονται σε επαφή με οθόνες και πως από εκεί και ύστερα πρέπει να κυμαίνεται από μισή μέχρι μια ώρα την ημέρα.

Τα παραπάνω δεδομένα ήταν ήδη γνωστά αρκετά χρόνια πριν. Χρόνια τώρα υπάρχει η ενημέρωση για αυτούς τους κινδύνους και για την εξάρτηση των παιδιών και εφήβων στις οθόνες. Οι ευθύνες των γονιών πάνω στα θέματα που αφορούν την έκθεση σε οθόνες, είναι μεγάλες. Για χάρη ευκολίας, τα παιδιά παραδίδονται κυριολεκτικά μπροστά σε μια οθόνη τάμπλετ, κινητού ή υπολογιστή, ώστε ο γονιός να αποκτήσει λίγες στιγμές «ηρεμίας», αγνοώντας έτσι τις παραπάνω επιπτώσεις, παραμελώντας τα ίδια του τα παιδιά. Όλα αυτά για χάρη της ευκολίας και της ηρεμίας, λες και τα πλάσματα που ήρθαν στον κόσμο ήρθαν παρά την θέληση των γονέων, ίσως εξ αιτίας κοινωνικών συμβάσεων, που αντί να τους ολοκληρώνουν και να τους γεμίζουν, τους αφαιρούν κομμάτια από τον εαυτό τους και έτσι οι γονείς με την σειρά τους καταστρέφουν αυτά τα πλάσματα δημιουργώντας έναν ατέρμονο κύκλο. Η έλλειψη επικοινωνίας και η συναισθηματική αποστασιοποίηση μεγαλώνει καθώς η χρήση αυξάνεται και το αντίστροφο. Ο ηλεκτρονικός «φροντιστής» ενός παιδιού δεν επαρκεί για τις ανάγκες του, που αργά ή γρήγορα θα έρθουν και θα εκδηλωθούν στις πτυχές της ζωής του, χωρίς έλεγχο. Η παράδοση της ανατροφής των παιδιών από τους γονείς σε όλα αυτά τα ηλεκτρονικά μέσα δημιουργεί με την σειρά της ενήλικες που είναι έτοιμοι να παραδοθούν στην «ευκολία» και την καλοπέραση με την πρώτη ευκαιρία.

Ακόμα και πιο πέρα απ’ όλα αυτά, η κοινωνική αποστασιοποίηση, η ψηφιακή διάδραση και η κατ’ επίφαση επικοινωνία, είναι χαρακτηριστικά που ο άνθρωπος επέλεξε μόνος του για την «ευκολία» της καθημερινότητάς του παραδίδοντας στην εξουσία χώρο για την διατήρηση και την ανάπτυξή της. Σ’ ένα κόσμο που ήδη όλα τα παραπάνω υπήρχαν σε μεγάλο βαθμό, τώρα γίνονται επιβαλλόμενη καθημερινότητα, με άγνωστες συνέπειες για το μέλλον και για τους ανθρώπους. Στο χέρι του καθενός είναι η χρήση των ψηφιακών μέσων και η αντικατάσταση της πραγματικής ζωής σε έναν ανταγωνιστικό προς την ζωή, ψηφιακό κόσμο. Να ξεκαθαρίσουμε πως δεν μιλάμε ολοκληρωτικά ενάντια στην ψηφιακή επικοινωνία, καθώς σε όλο τον κόσμο έχει επιφέρει πολλά θετικά αποτελέσματα γύρω από το ξεσκέπασμα της εξουσίας, στην διάδοση της αλήθειας, καθώς και ανατρεπτικών ιδεών. Μιλάμε κυρίως για συνήθειες που σιγά σιγά μετατρέπονται σε «φυσικές» και «αναγκαίες», ενώ δεν είναι τίποτα απ’ αυτά. Συνήθειες που τείνουν να αντικαταστήσουν την ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία, με κατ’ επίφαση, δημιουργώντας ανθρώπους πλήρως αποκομμένους μεταξύ τους, αλλά και από τον εαυτό τους, καταλήγοντας έτσι χρήσιμα πιόνια για τις εξουσιαστικές βλέψεις.

Ελευθερόκοκκοι

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 211, Ιανουάριος 2021

[1]. https://jamanetwork.com/journals/jamapediatrics/fullarticle/2722666

https://www.aaojournal.org/article/S0161-6420(17)33464-4/fulltext

[2]. https://journals.plos.org/plosone/article?id=10.1371/journal.pone.0237908#:~:text=In%20one%20of%20the%20first,in%20numeracy%20two%20years%20later.

 

Both comments and trackbacks are currently closed.
Αρέσει σε %d bloggers: