«Ο Πέτσας θα ανακοινώσει τι θα γίνει με μανικιούρ και πεντικιούρ». (Άδωνις Γεωργιάδης, ο υπουργός υπανάπτυξης σε πρωϊνή εκπομπή.)
Τον Ιούλιο του 1807 το άστρο του Μ. Ναπολέοντα μεσουρανούσε στην Ευρώπη. Είχε μόλις υπογράψει την συνθήκη του Tilsit με την Ρωσική αυτοκρατορία μετά από την αποφασιστική νίκη των γαλλικών στρατευμάτων επί των τσαρικών στο Friedland (σημερινό Kaliningrad Oblast).
Λίγες μέρες πριν (25η Ιουνίου) τα γαλλικά αυτοκρατορικά στρατεύματα κατελάμβαναν το Βερολίνο και οι Πρώσοι εξαναγκάζονταν σε ανακωχή άνευ όρων. Στη συνθήκη του Tilsit ανακηρύχθηκαν ως «αδερφές» γαλλικές δημοκρατίες, οι εξής: Τo Βασίλειο της Βεστφαλίας, το Δουκάτο της Βαρσοβίας και η Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ.
Η σημασία της συνθήκης αυτής ήταν το λιγότερο ιστορική. Ο Ναπολέων συμμαχώντας με τους Ρώσους, εδραίωνε την κυριαρχία του στην κεντρική Ευρώπη και απελευθέρωνε τα βοναπαρτικά στρατεύματα για να προχωρήσουν στην επόμενη κατάκτηση, εκείνη της Ιβηρικής.
Μετά από τέτοιο θρίαμβο ήταν λογικό ο Αυτοκράτορας να θέλει να το ρίξει έξω, το άξιζε άλλωστε και με το παραπάνω. Ένας μεγαλοπρεπής τρόπος, αντάξιος ενός Βοναπάρτη ήταν μια ακόμα αναίτια σφαγή, όπως όριζαν τα βάρβαρα έθιμα της εποχής, όχι όμως ανθρώπων αλλά κουνελιών, αυτών των χαριτωμένων πλασμάτων με τα μεγάλα αυτιά, τους μεγάλους κοπτήρες και την ουρά σαν τούφα, που είναι ο φόβος και ο τρόμος των μποστανιών. Ο Αυτοκράτωρ ανέθεσε στον αρχηγό ΓΕΕΘΑ του, Alexandre Berthier να βρει τα κουνέλια και να οργανώσει την θριαμβική αυτή εκδήλωση.
Ο Βerthier πράγματι οργάνωσε ένα ωραίο πικ νικ στην εξοχή, προσκάλεσε πολλούς ανώτατους αξιωματικούς της αυτοκρατορίας και κατάφερε να βρει και να μαντρώσει μερικές εκατοντάδες ή κατά ορισμένους ιστοριοδίφες 3.000 κουνέλια, που έπρεπε να περιμένουν υπομονετικά μέχρι να σφαγούν από τις αυτοκρατορικές λόγχες και κάννες, ώστε να εορταστεί η συνθήκη του Tilsit…
Το σύνθημα δόθηκε επιτέλους από τον αρχηγό με μια κανονιά και τα κουνέλια απελευθερώθηκαν. Έγινε, όμως, κάτι πολύ περίεργο: Αντί να τρέξουν να σωθούν όσο πιο μακριά μπορούσαν, άρχισαν να τρέχουν σαν τρελά προς τον Ναπολέοντα και τους στρατηγούς του. Οι αξιωματούχοι και ο αυτοκράτορας ξέσπασαν στα γέλια και έριξαν μερικά σμπάρα στον αέρα, όμως τα κουνέλια το εννοούσαν και μετά από λίγο έφτασαν να σκαρφαλώνουν κατά εκατοντάδες στον Βοναπάρτη και τους προσκεκλημένους ξεσκίζοντας τις βαρύτιμες στολές με τα παράσημα, τα φτερά και τις καπελαδούρες. Σύμφωνα με τον ιστορικό David Chandler, «η ορδή των κουνελιών κατανοώντας καλύτερα την ναπολεόντειο στρατηγική από τους στρατηγούς του Ναπολέοντα χωρίστηκε σε δύο ρεύματα, υπερφαλάγγισε τις σειρές των στοιχημένων αξιωματικών σε διαφορετικά σημεία και κατόπιν ενώθηκε εφορμώντας προς τον κυρίαρχο της τότε Ευρώπης και την κουστωδία του».
Η κουστωδία έγινε μαλλιοκούβαρα. Τα κουνέλια άρχισαν μάλιστα να σκαρφαλώνουν επάνω του, ο Αυτοκράτορας πανικοβλήθηκε και το έβαλε στα πόδια, ενώ οι συνοδοί του προσπαθούσαν με ραβδιά να ξεγαντζώσουν τους γλυκούληδες χνουδωτούς εισβολείς από τον Βοναπάρτη, τον φόβο και τον τρόμο της Ευρώπης. Οκτώ χρόνια πριν το Βατερλώ, ο Μέγας Ναπολέων είχε ρεζιλευτεί από ένα «στρατό» κουνελιών.
Οι μελετητές της εποχής και οι βιογράφοι της μεγάλης αυτής προσωπικότητας, σταχυολογώντας από διάφορες πηγές κατέληξαν, ότι για αυτό το απρόσμενο ρεζιλίκι ήταν υπεύθυνος ο στρατάρχης του Ναπολέοντα, ο οποίος αντί να μαζέψει λαγούς, την άγρια εκδοχή του κουνελιού, προτίμησε τα δειλά και εξημερωμένα κουνελάκια.
Μοιραίο λάθος, καθώς τα γλυκά κουνελάκια, μαθημένα στο τάϊσμα, δεν είδαν τον Ναπολέοντα και τους αξιωματούχους του σαν εχθρούς, αλλά σαν αυτούς που θα τα ταΐσουν… Ο φοβερός και τρομερός Ναπολέων ήταν στα στρογγυλά ματάκια τους ένα πελώριο μαρούλι.
Οπότε, τώρα, όταν ακούτε για (δημοσκοπικές) παντοδυναμίες τηλε-ηγετών, οι οποίοι ορίζουν τις τύχες των υπηκόων τους με την αστυνομική ράβδο και τα κρατικά επιδόματα, καλόν είναι να κρατήσετε το πιο μικρό καλάθι που έχετε!
Λ.