Η «εποχή της πανδημίας» μάς φέρνει ακόμα πιο κοντά σε κοσμογονικές αλλαγές, καθώς χρησιμοποιείται ως επιταχυντής των παγκόσμιων τάσεων, εξελίξεων και μεταβολών, αλλά και της εντεινόμενης αποσάθρωσης και ανασύνθεσης σε κάθε τομέα του κοινωνικού πεδίου, περιφερειακό ή μη. Με άλλα λόγια, όπως μάς διαβεβαιώνει και ο τελευταίος τεχνικός της εξουσίας, η ζωή αυτή καθεαυτή θα είναι διαφορετική. Η μεταβατική περίοδος που διανύουμε, θέτει τους όρους συγκρότησης της νέας «κανονικότητας» της ζωής μας, αλλά και τα χαρακτηριστικά που αυτή αποκτά λεπτό το λεπτό, μέρα με την μέρα, εβδομάδα την εβδομάδα.
Τα πιο δυστοπικά διηγήματα επιστημονικής φαντασίας του παρελθόντος παίρνουν εδώ και τώρα σάρκα και οστά. Σ’ αυτήν την αυγή μιας ζοφερής πραγματικότητας λαμβάνουν χώρα με ιλιγγιώδη ρυθμό αυτές οι μεταβολές παγκόσμιου βεληνεκούς, αυτοί οι μετασχηματισμοί υπερεθνικών μηχανισμών, που προσπαθούν να προσαρμόσουν, αλλά και να προσαρμοστούν στη διάδοχη κατάσταση. Το κοινωνικό στάτους μετασχηματίζεται και εκείνο με ταχύτατους ρυθμούς. Η εφιαλτική δυστοπία ενός ολοκληρωτικού εγκλεισμού στα ψηφιακά κλουβιά δεν είναι πια προ των πυλών, αλλά τις έχει διαβεί προ πολλού.
Με φανερό πλέον όχημα την κατασκευή μιας πανδημικής απειλής, που ορίζει σύμφωνα με την γελοία προπαγάνδα που καταναλώνεται κάθε μέρα, την χειρότερη εποχή που γνώρισε ο πλανήτης στην ιστορία τους(sic!!!), η ενοποιητική διαδικασία προχωρά με βήμα ταχύ και βιαίως, αποσαρθρώνοντας κάθε προηγούμενο πλαίσιο της κοινωνικής διαβίωσης, εξαθλιώνοντας τεράστια κομμάτια του παγκόσμιου πληθυσμού. Η 4η βιομηχανική επανάσταση στηριζόμενη στην πλήρη ψηφιοποίηση των πάντων, στην ηγεμονία της τεχνητής νοημοσύνης και την ρομποτική, έρχεται να διαψεύσει, να ανατρέψει στην πράξη και όχι στα λόγια πρώτα απ’ όλα την μέχρι τώρα παγκόσμια(;) βεβαιότητα: ο άνθρωπος σύντομα δεν θα αποτελεί πολυπληθές είδος στον πλανήτη.
Η μεταβατική κατάσταση, βέβαια, που ζούμε μοιάζει με αυτή που, ακολούθησε την δεύτερη παγκόσμια ανθρωποσφαγή και την τότε αναδιάρθρωση του κόσμου, όσον αφορά τις τεκτονικές αλλαγές που ακολούθησαν. Η νέα τάξη πραγμάτων, που είχε προηγουμένως χαρακτηριστεί από την πολυπολικότητα εξ αιτίας της παρακμής και εν τέλει εξαφάνισης των πάλαι ποτέ αυτοκρατορικών δυνάμεων, ορίστηκε εκ νέου από την συγκρότηση των δύο αντιθετικών μπλοκ κυριαρχίας του δυτικού και του ανατολικού.
Την λεγόμενη κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ ακολούθησε η συμφωνία για μια πολυμερή παγκόσμια διακυβέρνηση, ενώ στο βάθος ο κινέζικος «δράκος» ξεπρόβαλλε ολοένα και πιο ισχυρός. Ο υπαρκτός κομμουνισμός απέθανε; Ή ζήτω η παγκοσμιοποίηση και ο μεγακινητήρας της, δηλαδή το κομμουνιστικό κινέζικο ολοκληρωτικό καθεστώς, που συνδιαχειρίζεται επάξια την μετάβαση από την 3η βιομηχανική επανάσταση στην 4η;
Η επιβολή της τελευταίας, καθώς και η περεταίρω ανάπτυξή της χρειάζεται, εκτός από το «σοκ» που προσφέρει η «πανδημική απειλή» και ένα άλλο μοντέλο διακυβέρνησης, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί παρά ν’ αφομοιώσει τα «διδάγματα» και τα «επιτεύγματα» του σιδερένιου κινεζικού κράτους.
Αν μελετήσουμε τους παγκόσμιους σχεδιασμούς, όπως αυτοί περιγράφονται μέσα από την ατζέντα 2030, καθώς και από παγκόσμιους φορείς και δεξαμενές σκέψεις, θα δούμε πως η αριστερή ιδεολογία και ο αιτηματολογικός της χαρακτήρας, έχει εξέχουσα θέση τόσο στην ρητορική του όσο και σε συγκεκριμένες στοχεύσεις.
Το ζήτημα είναι αν οι εξουσιαστές «χρησιμοποιούν» δολίως την αριστερή ιδεολογία, ή αν αυτή και οι εκφραστές της συγκλίνουν με τις κυρίαρχες επιδιώξεις. Σε αυτό θα μας βοηθούσε μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση, από την 2η παγκόσμια ανθρωποσφαγή μέχρι σήμερα, του ρόλου που έπαιξαν οι κομμουνιστές στις πιο κρίσιμες στιγμές που προέκυψαν, ως κορυφαίες στην αντιπαράθεση των εξουσιαζόμενων απέναντι στο κράτος και την εξουσία, αλλά δεν είναι της ώρας.
Δεν χρειάζεται, πάντως, προφητικές ικανότητες για να προβλέψει κάποιος ότι αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν αντιδράσεις απέναντι στην κυριαρχία και τους εξουσιαστικούς σχεδιασμούς της. Αυτό το γνωρίζουν οι κυρίαρχοι και βασική επιδίωξη τους είναι, οι όποιες αντιδράσεις προκύψουν να εκφραστούν και να πραγματοποιηθούν σε ελεγχόμενο «έδαφος». Δεν θα είναι η πρώτη φορά, άλλωστε, που θα επιλεχθούν για το ρόλο μιας φαινομενικής έκφρασης ανταγωνισμού πολιτικοί και κομματικοί οργανισμοί, που αντιπολιτεύονται με σημαία, τις φαινομενικά, ιδεολογικές τους αντιθέσεις.
Οι μηχανισμοί αυτοί δρουν προς όφελος της κυριαρχίας και είναι πλήρως ελεγχόμενοι από αυτήν. Βασικός τους ρόλος είναι μέσα από τη φαινομενική αντίθεσή τους τόσο προς τους επίσημους διαχειριστές της εξουσίας όσο και αναμεταξύ τους, χρησιμοποιώντας την ρητορική της σύγκρουσης ως τέχνασμα πολιτικής εξαπάτησης, να συσπειρώνουν κοινωνικές ομάδες στις τάξεις τους τις οποίες εκπροσωπούν πολιτικά, αλλά και οικονομικά.
Η πρόσφατη εμπειρία στον ελλαδικό χώρο στην καρδιά της λεγόμενης μνημονιακής περιόδου η οποία διευρύνεται διαρκώς, είναι ενδεικτική. Τότε είδαμε τον Σύριζα και την Χρυσή Αυγή να πριμοδοτούνται από την κυριαρχία προκειμένου να εγκλωβιστούν στις τάξεις και τις αντιλήψεις τους μεγάλα κομμάτια του κοινωνικού χώρου. Λόγω της ιδιομορφίας αυτού του χώρου και των ιστορικών προηγουμένων καταλληλότερος για να φέρει σε πέρας τις εξουσιαστικές επιδιώξεις κρίθηκε ο αριστερός σύριζα με αντιπολίτευση ουσιαστικά την Χρυσή αυγή. Ο Σύριζα του συν πλην 3% έφτασε το 36% και η Χρυσή Αυγή του 000000,2% έφτασε το 7%. Για αυτούς που θέλουν να σκέφτονται έχοντας μάλιστα και το πλεονέκτημα, που δίνει η χρονική απόσταση στην συνολική «θέαση» των πεπραγμένων εκείνων των «καιρών», μπορούν πλέον να αντιληφθούν πως η αύξηση των ποσοστών δεν ήταν αποτέλεσμα κοινωνικών ζυμώσεων, αλλά της πριμοδότησης με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (βλ. στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής την παρουσίαση της με όρους life style λόγου χάρη από την εφημερίδα το Πρώτο Θέμα, ή τις δηλωμένες διαθέσεις πολιτικής «εξημέρωσης» της από εκδότες-δημοσιογράφους, όπως ο Ν. Χατζινικολάου ή πρώην υπουργούς όπως ο Β. Πολύδωρας).
Στις σημερινές περιστάσεις, φυσικά επανατίθεται το φλέγον ερώτημα: σε ποιό πεδίο θα διεξαχθεί η αντιπαράθεση και τί θα θέτει ως ζήτημα υψίστης σημασίας; Θα είναι στα πλαίσια μιας μεταρρύθμισης ή μιας γενικευμένης πολεμικής απέναντι στο υπάρχον; Θα θέτει ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων ή ελευθερίας;
Ο οικουμενισμός της απαγόρευσης και η συγκυβέρνηση στην επιχείρηση «ελευθερία»
Ο διαρκής βομβαρδισμός ειδήσεων, πληροφοριών, αλλαγών αποφάσεων, λήψης μέτρων κ.λπ. εξυπηρετεί την ίδια προπαγάνδα ανεξάρτητα από το πλήθος των αλληλοδιαπλεκόμενων εξουσιών (πολιτικούς δημαγωγούς, επιστημονικούς βιοπολιτικούς, δημοσιογράφους φερέφωνα), που ασκούνται σ’ αυτήν. Αυτό ως αποτέλεσμα έχει τη σύγχυση σε τέτοιο βαθμό που δεν είναι εύκολο να διακριθεί πολλές φορές η αλήθεια απ’ το ψέμμα.
Βάζοντας, όμως, σε μία σειρά την κατασκευή γεγονότων και έχοντας υπ’ όψιν τους δομικούς πυλώνες στους οποίους στηρίχθηκαν, μπορούμε να διακρίνουμε τη θέση που παίρνουν σ’ αυτή την «υπόθεση» οι δήθεν πολέμιοι της εξουσίας, που δεν είναι άλλοι από τους κομμουνιστές όλων των αποχρώσεων.
Το σύνολο των πολιτικών που εφαρμόστηκαν και εφαρμόζονται στην περίοδο της πανδημίας έχουν άμεση συνάφεια με τον υποχρεωτικό εγκλεισμό του πληθυσμού και τη διακοπή κάθε κοινωνικής δραστηριότητας. Το μέσο που χρησιμοποιείται για την αποδοχή του εγκλεισμού είναι η διαρκής και μεθοδευμένη τρομοκράτηση των ανθρώπων, αφού διακυβεύεται η ίδια η ζωή τους.
Η «αντίσταση» των κομμουνιστικών ιδεολογιών μαζί και των αναρχιστών στη συντριπτική τους πλειοψηφία αναλώθηκε και αναλώνεται στα επί μέρους, δίχως να αποδομεί την τρομοκρατία, που εξαπολύεται καθημερινά και τη βία, που αυτή ασκεί πάνω στους ανθρώπους βάζοντας με ευθύτητα το ζήτημα της καθολικής απειθαρχίας. Αντί αυτού βλέπουμε η ψυχολογική πίεση, η διάχυση του φόβου και η κλιμακούμενη τρομοκρατία που ασκείται, είτε ευθέως, είτε εμμέσως να νομιμοποιείται μέσω της έκφρασης επιδερμικών διαφοροποιήσεων για αντιπολιτευτικούς σκοπούς.
Τα επί μέρους ζητήματα, όπως είναι γνωστό, έχουν να κάνουν με την άσκηση μιας συνδικαλιστικής πολιτικής, που αναλώνεται λόγου χάριν στην διεκδίκηση προσλήψεων στον τομέα της «υγείας», οικονομικής ενίσχυσης των πληττόμενων και πάει λέγοντας. Στη βάση αυτή η διάχυση της τρομοκρατίας επιβεβαιώνεται και χρησιμοποιείται κι από τα δύο φαινομενικά αντίπαλα ρεύματα. Όσον αφορά δε την πλειοδοσία, αυτή μεγαλώνει στην κάλυψη παροχών και υποτιθέμενων αναγκών τόσο περισσότερο όσο πιο μακριά είναι από την επιδιωκόμενη εξουσία οι «πολέμιοι».
Έτσι τα υποτιθέμενα κεντρικά ζητήματα που προκύπτουν σε παρόντα χρόνο και που θα αποτελούν μια μόνιμη κανονικότητα στο άμεσο μέλλον εξαφανίζονται, εμπρός σε μερικές αντιπολιτευτικές αψιμαχίες.
Για την τηλε-εκπαίδευση, φερ’ ειπείν, ο ντόρος γίνεται για την προσβασιμότητα των παιδιών στο ίντερνετ και την προμήθεια του κατάλληλου εξοπλισμού για όλους. Αυτή είναι η ουσία όμως; Η ολοκληρωτική καθήλωση των παιδιών μπροστά από μία οθόνη, οι κάθε είδους απαγορεύσεις ζωντανών επαφών μεταξύ τους και οι επιπτώσεις στον ψυχισμό τους, προφανώς και δεν αποτελούν ζωτικό μέρος κάποιου αγώνα. Το ίδιο και με την τηλε-εργασία και κάθε ψηφιοποίηση της ζωής. Όμως, όπως είπαμε όλα αυτά πραγματοποιούνται σε δύο βασικούς πυλώνες, που οι «επαναστατημένοι» έχουν αφήσει ανέγγιχτους. Τον εξαναγκαστικό εγκλεισμό και τον επιχειρούμενο καθολικό εμβολιασμό.
Αν και είναι παραδεκτό πως ο εγκλεισμός δεν αποτελεί υγειονομικό μέτρο προστασίας αλλά βασανιστήριο, παρ’ όλα αυτά δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν αντιπολιτευόμενο ως μέτρο επιβολής. Ενώ θα μπορούσαν να επιλεχθούν σχεδιασμοί περιορισμού της νόσου στοχευμένα για τους ευάλωτους συνανθρώπους μας, δίχως να επιβληθεί γενική απαγόρευση και αναγκαστικός εγκλεισμός, εν τούτοις προκρίθηκε το συγκεκριμένο σκληρό απαγορευτικό μοντέλο, που ζούμε και βιώνουμε όλοι μας. Στο συνδικαλιστικό πεδίο, όπου και διεξάγεται μια κλασσική αντιπαράθεση, η εκάστοτε διαχειριστική πολιτική εξουσία έχει την άνεση της ελαστικότητας στις διαπραγματεύσεις, αφού δεν κινδυνεύει ούτε να αμφισβητηθεί ούτε φυσικά να ηττηθεί.
Αντίθετα το ζωτικό σημείο το οποίο θα περίμενε κάποιος καλοπροαίρετος, να στοχεύσει η πολεμική, ώστε να αναπτυχθεί μια πραγματική σύγκρουση, και το οποίο δεν είναι άλλο από τον αναγκαστικό εγκλεισμό, έμεινε ανέπαφο, αλώβητο. Στο πεδίο αυτό η εξουσία δεν επιδεικνύει καμμία ανοχή, όπως ήδη έχει δείξει και φυσικά πέρα από συμβολικές πολιτικάντικες ψευτοαμφισβητήσεις δεν έχει κλονιστεί ούτε σε ρητορικό επίπεδο. Από την στιγμή που δεν ορίζεται και δεν αμφισβητείται η απαγόρευση και ο εγκλεισμός, ως η ουσία του ζητήματος, αυτομάτως υπάρχει οικουμενισμός και συμπόρευση.
Με λίγα λόγια εκεί που η εξουσία θα είχε πραγματικό πρόβλημα επιβολής, οι παρουσιαζόμενες ως αντιπολιτευόμενες δυνάμεις, στηρίζουν και στεγανοποιούν το γνωστό σχήμα της κυβερνοαντιπολίτευσης, εντασσόμενες σ’ ένα και μοναδικό εξουσιαστικό μπλοκ, ενιαίο και «οικουμενικό».
Τα ίδια θα δούμε και στην περίπτωση του υποχρεωτικού στην πραγματικότητα εμβολιασμού μέσω έμμεσων εκβιασμών, όπου εδώ τα πράγματα είναι τραγελαφικά. Βλέπουμε π.χ. το ΚΚΕ, να ανάγει το ζήτημα του μαζικού εμβολιασμού σε πρόταγμα παλλαϊκής συσπείρωσης αγώνα και δεν ψελλίζει κουβέντα για τα κέρδη των πολυεθνικών, αλλά και την επιστημονική ανεπάρκεια των ίδιων των εμβολίων. Όσο για το Σύριζα της πρώτης φοράς αριστερής κυβέρνησης, η ελεύθερη αυτοδιάθεση του σώματος που προπαγάνδιζε λίγα μόλις χρόνια πριν, μεταβάλλεται σε καθολικό δόγμα υπέρ του εξαναγκασμού του εμβολίου. Όμως, η στάση αυτή δεν αλλάζει επίσης και στους εξωκοινοβουλευτικούς σχηματισμούς, φορείς, κόμματα και οργανώσεις.
Αφού η πολεμική δεν διεξάγεται στον πυρήνα, που είναι ο αναγκαστικός εγκλεισμός και ο υποχρεωτικός καθολικός εμβολιασμός και δεν συγκρούεται μέχρις εσχάτων για την ελευθερία, τότε συμπορεύεται και αλληλοδιαπλέκεται με την κυριαρχία. Όταν έχεις συμφωνήσει στα κεντρικά, στα επί μέρους (στα οποία γίνεται η αντιπολίτευση) είναι θέμα χρόνου είτε να τα βρεις είτε να τα τακτοποιήσεις με κάποιον τρόπο.
Αυτή η εκ νέου αριστεροδεξιά σύγκλιση, δεν παραγνωρίζουμε ότι όπως πάντα εγκυμονεί την ενίσχυση των «άκρων» του δεξιού εθνικισμού. Η δικαστική ρύθμιση, όμως, της «υπόθεσης» της Χρυσής Αυγής έχει ήδη δώσει «λύσεις» στο πρόβλημα, τουλάχιστον μέχρι νεωτέρας.
Τα περιθώρια, είναι αλήθεια ότι στενεύουν. Ο πόλεμος για να παραμείνουμε άνθρωποι, στην κυριολεξία πλέον, απέναντι σε μια κυριαρχία που επιδιώκει να τοποθετήσει στην προϊστορία κάθε δυνατότητα και θέληση για εξέγερση, θα είναι διαφορετικός από κάθε άλλη «στιγμή».
Σ’ αυτόν τον πόλεμο και η παραμικρή αυταπάτη είναι πλέον ολέθρια. Δεν χρειαζόμαστε οιονδήποτε επίδοξο εξουσιαστή, ούτε κάποιο σωτήρα παρά μόνο την αλληλεγγύη μεταξύ μας. Κλείνοντας ας θυμηθούμε ορισμένα λόγια του Μαλατέστα.
«Αν ύστερα προσθέσουμε στο φυσικό αποτέλεσμα της συνήθειας, την εκπαίδευση που παίρνει από το αφεντικό του, τον παπά, το δάσκαλο κλπ. που έχουν όλοι συμφέρον να διδάσκουν ότι ο εργοδότης κι η κυβέρνηση είναι απαραίτητοι, αν προσθέσουμε το δικαστή και στον αστυνομικό, για να αναγκάσουν εκείνους που σκέπτονται διαφορετικά –και που προσπαθούν ίσως να διαδώσουν τις απόψεις τους– να το βουλώσουν, θα καταλάβουμε πώς εδραιώθηκε η προκατάληψη αναφορικά με τη χρησιμότητα και την αναγκαιότητα των αφεντικών και των κυβερνήσεων. Φανταστείτε ένα γιατρό να παρουσιάζει μια πλήρη θεωρία με χίλια-δύο έξυπνα επινοημένα παραδείγματα, για να πείσει τον άνθρωπο με τα ενωμένα άκρα πώς, αν ελευθερώνονταν τα άκρα του, δεν θα μπορούσε να περπατήσει, ή ακόμα και να ζήσει. Ο άνθρωπος θα υπεράσπιζε τα δεσμά του με σθένος και θα θεωρούσε σαν εχθρό του οποιονδήποτε προσπαθούσε να του τα κόψει. Όπως το βλέπουμε εμείς, εκείνο που πραγματικά αφαιρεί την ελευθερία και κάνει αδύνατη την πρωτοβουλία, είναι η απομόνωση, που μας κάνει ανίσχυρους. Η ελευθερία δεν είναι ένα αφηρημένο δικαίωμα, αλλά η δυνατότητα για δράση· αυτό ισχύει τόσο για μας όσο και για την κοινωνία σαν σύνολο. Και με τη συνεργασία με τους συνανθρώπους του είναι που βρίσκει τα μέσα ο άνθρωπος για να εκφράσει την ενεργητικότητα και τη δύναμη της πρωτοβουλίας του. Το αδύνατο ποτέ δεν εμπόδισε κάτι να συμβεί». (Από το βιβλίο ΧΩΡΙΣ ΕΞΟΥΣΙΑ του Ερρίκο Μαλατέστα)
Απάτσι