Κατερίνα Μπρεσκόβσκυ. Η γιαγιά της Ρωσσικής Επανάστασης

Κατερίνα Μπρεσκόβσκυ και Αλέξανδρος Κέρενσκυ

Η Κατερίνα Μπρεσκόβσκυ (1844-1934) είναι η μόνη ρωσσίδα επαναστάτρια της οποίας η ενηλικίωση συνδέεται με ολόκληρη την επαναστατική περίοδο –από τις αρχές της δεκαετίας του 1860 μέχρι το 1917– και η ζωή της είναι αφιερωμένη ολοκληρωτικά στην ευημερία των χωρικών.

Γονείς της ήταν η Όλγα Ιβάνοβνα και ο Κωνσταντίν Μιχαήλοβιτς Βέριγκο. Η Κατερίνα Μπρεσκόβσκυ συχνά θα αναφέρει αργότερα: «Είχα υπέροχους γονείς· εάν υπάρχει κάτι καλό σε μένα το χρωστώ ολόκληρο σ’ αυτούς».

Από τον πατέρα της, κληρονόμησε ειλικρίνεια, μεγαλοκαρδία, αλλά και το ευέξαπτο τού χαρακτήρα· από τη μητέρα της –μια γυναίκα ευγενική– έλαβε εκπαίδευση από τις ιστορίες της Βίβλου. Οι γονείς της ποτέ δεν χτυπούσαν τα παιδιά και δεν επέτρεπαν ποτέ την βωμολοχία. Αλλά στην παιδική ηλικία της, η Μπρεσκόβσκυ προτιμούσε την απομόνωση. Στα απομνημονεύματά της, θα εξηγήσει αργότερα ότι η τάση της αυτή ξεπήδησε από το συναίσθημα ότι ήταν ανεπιθύμητη ως παιδί. Θυμάται τη μητέρα της να λέει μία φορά: «Όταν γεννήθηκες, δυσαρεστήθηκα πολύ … Τα άλλα μου παιδιά συμπεριφέρονται σαν όλα τα παιδιά, η Κάτια είναι σαν ανεμοστρόβιλος». Έτσι, χαρακτηρισμένο ως βίαιο και νευρικό παιδί, η συνηθισμένη πλέον απομόνωση της Μπρεσκόβσκυ οδήγησε σε ξαφνικές και συχνές εξαφανίσεις που οδήγησαν την γκουβερνάντα της σε κατάσταση νευρικού κλονισμού: «η Μπρεσκόβσκυ είναι μια αράχνη», ούρλιαζε.

Ως παιδί, η Μπρεσκόβσκυ μελετούσε προσεκτικά τα γεγονότα, τους ανθρώπους, ακόμα και τη δική της συμπεριφορά και δεν μπορούσε να δεχτεί προσωπική αποτυχία. Συχνά μπερδεμένη ανάμεσα στα αποδεκτά κακά των ηθών και των εθίμων γύρω της και σε αυτά που θεωρούσε η ίδια ότι είναι σωστά και ανθρώπινα, φιλοξένησε χωρικούς φίλους στο πλούσιο σπίτι της – γεγονός το οποίο προκάλεσε έντονους σχολιασμούς. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήταν απαράδεκτο να φέρει έναν αγρότη φίλο στο σπίτι της, ενώ ήταν αποδεκτό να βλέπουμε ένα παιδί πεινασμένο, βρώμικο και με κουρέλια. Χτυπημένοι και εξορισμένοι για ασήμαντες παραβιάσεις, οι αγρότες-δουλοπάροικοι αντιμετωπίζονταν ως κινητή περιουσία. Οι σύζυγοι και οι κόρες τους χρησιμοποιούνταν ως παλλακίδες, τα παιδιά τους συχνά αρπάζονταν και πωλούνταν.

Η μοίρα των δουλοπάροικων απασχολούσε έντονα την Μπρεσκόβσκυ. Πολύ συχνά πήγαινε στις καλύβες τους, έτρωγε μαζί τους, τους εμπιστευόταν και άκουγε ιστορίες για την δυστυχία τους. Παρ’ όλο που ο πατέρας της αντιμετώπιζε εξαιρετικά τους δουλοπάροικούς του, ήταν ακόμα απογοητευμένη από την αντίθεση ανάμεσα στις συνθήκες διαβίωσης της καλύβας και του σπιτιού της. Έτσι, η νεαρή με την αριστοκρατική καταγωγή ανέπτυξε μια έντονη επιθυμία να διορθώσει τα κοινωνικά λάθη. Όντας αυτόπτης μάρτυρας της ζωής των δουλοπαροίκων, μεταμορφώθηκε σε ανελέητο μαχητή για τα δικαιώματα των αγροτών. Σε όλη της τη ζωή, όπου υπήρχε επείγουσα ανάγκη, η Μπρεσκόβσκυ έδινε τροφή, χρήματα και ρούχα στους φτωχούς και τους άπορους.

Έχοντας ενδιαφέρον για την πραγματική ζωή, ήταν ένας ένθερμος αναγνώστης, με ελάχιστο ενδιαφέρον για τη μυθοπλασία. Στην ηλικία των εννέα, διάβασε ολόκληρη την Ιστορία της Ρωσσίας του Ν. Α. Καραμζίν. Πολλά χρόνια αργότερα, παραδέχτηκε με ανησυχία στον γιο της Νικόλαο –έναν επιτυχημένο μυθιστοριογράφο– ότι πιθανότατα θα παρέλειπε πολλές σελίδες των βιβλίων του από έλλειψη ενδιαφέροντος στις φανταστικές ιστορίες. Ήταν δύο αντίθετοι άνθρωποι: αυτή ήταν επαναστάτρια· εκείνος ήταν φιλελεύθερος χωρίς πολύ συμπάθεια για τους εκτός νόμου.

Στα δεκαεπτά της, όταν ο Τσάρος Αλέξανδρος Β΄ εξέδωσε τον νόμο περί χειραφέτησης το 1861, η Μπρεσκόβσκυ αντιλήφθηκε σύντομα ότι δεν επρόκειτο να βελτιώσει στο ελάχιστο την άθλια και δύστυχη ζωή των αγροτών. Δεδομένου ότι ο πατέρας της ήταν κυβερνητικός διαιτητής για την περιοχή, έγινε μάρτυρας σπαραξικάρδιων σκηνών, με γυναίκες να κλαίνε με αναφιλητά, και άνδρες να μαστιγώνονται μέχρι σακατέματος. Παρά τα δεινά τους, οι αγρότες ήλπιζαν ακόμη ότι ο Τσάρος θα εκδώσει σύντομα το πραγματικό Μανιφέστο. Παρ’ ότι φήμες διαδίδονταν ότι οι διεφθαρμένοι αξιωματούχοι αντικατέστησαν με ψεύτικο έγγραφο το πραγματικό, οι αγρότες δεν πίστευαν ότι ο Τσάρος, ο Μικρός Πατέρας τους, θα τους προδώσει.

Δύο χρόνια αργότερα, σε ηλικία 19 ετών, η Μπρεσκόβσκυ, μαζί με την μητέρα και την αδελφή της έφυγαν για την Αγία Πετρούπολη. Στο τρένο, ένας νεαρός πρίγκιπας –αγαπημένος του Τσάρου– που επέστρεφε από επίσημη επίσκεψη στη Σιβηρία μπήκε τυχαία στην κουκέτα τους. Μίλησε με φλογερό ζήλο για το μέλλον της Ρωσσίας τώρα που ο Τσάρος Αλέξανδρος είχε εκδώσει μια σειρά μεταρρυθμίσεων. Ο πρίγκιπας ήταν ο Πιότρ Κροπότκιν, ο οποίος αργότερα έγινε επαναστάτης αναρχικός. Η Μπρεσκόβσκυ ερμήνευσε το περιστατικό ως τυχερό.

Κατά την παραμονή της στην Αγία Πετρούπολη, εντάσσεται στους κύκλους των φιλελεύθερων νεαρών ευγενών και παρακολουθεί μαθήματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (αν και ήταν παράνομο για τις γυναίκες να σπουδάσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση). Όταν η μητέρα της αρρωσταίνει, επιστρέφει στο σπίτι και ανοίγει ένα οικοτροφείο για κορίτσια, τα κέρδη από το οποίο την βοηθούν να διδάξει παιδιά των αγροτών δωρεάν. Πάντα ανεξάρτητο πνεύμα, σε ηλικία 25 ετών, κανονίζει γάμο με έναν νεαρό ευγενή, τον Νικολάι Μπρέσκο- Μπρεσκόβσκυ. Οι λευκοί γάμοι δεν ήταν τότε ασυνήθιστοι μεταξύ της ριζοσπαστικής ρωσικής νεολαίας. Ο νόμος απαιτούσε άμεση εποπτεία των θηλυκών από τον πλησιέστερο άνδρα· προκειμένου να ξεφύγουν από τους συχνά καταπιεστικούς πατέρες τους, πολλές γυναίκες επαναστάτριες παντρεύονταν στενούς φίλους. Συνήθως, τα ζευγάρια χώριζαν μια ημέρα μετά το γάμο, μερικές φορές δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ ο ένας τον άλλον.

Η Μπρεσκόβσκυ και ο σύζυγός της παρέμειναν στην περιοχή, ωστόσο, όπου άνοιξαν ένα σχολείο και μια συνεταιριστική τράπεζα για τους αγρότες. Αλλά η επιθυμία να εμπλακεί σε πιο σημαντικές δραστηριότητες, την οδήγησε στο Κίεβο. Εκεί, κλήθηκε να συμμετάσχει σε μια ομάδα ριζοσπαστών στο δρόμο τους προς τις Ηνωμένες Πολιτείες για να ιδρύσουν μια σοσιαλιστική αποικία. «Ποτέ», απάντησε, «πώς μπορούμε να αφήσουμε τη Ρωσσία τώρα, όταν είναι πολύ σημαντικό να γίνει κάτι εδώ;» Κι έτσι, αντ’ αυτού, άρχισε να ψάχνει για συντρόφους, «μαθητές όχι μόνο των βιβλίων, αλλά της ζωής».

Τέσσερα χρόνια μετά το γάμο της, η Μπρεσκόβσκυ αντιμετωπίζει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στη ζωή της: αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό της και όλα όσα της ανήκουν στον αγώνα για την επανάσταση. Ο σύζυγος και η οικογένειά της παρακαλούν την έγκυο Μπρεσκόβσκυ να μείνει και να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις στην περιοχή της, προτρέποντάς την να αναλογισθεί τις ανάγκες του παιδιού. Έχοντας την πεποίθηση ότι «η έκκληση του μεγαλύτερου και σοβαρότερου καθήκοντος» την καλούσε να αφήσει τα πάντα και όλους πίσω, με πολύ πόνο άφησε τους γονείς και τον σύζυγό της. Πριν τελειώσει ο χειμώνας του 1873-’74, γεννά ένα αγόρι, το οποίο αναθέτει αμέσως στην νύφη της. Ο χωρισμός από το γιο της θα διαρκέσει 23 χρόνια. «Η σύγκρουση μεταξύ της αγάπης μου για το παιδί και της αγάπης μου για την επανάσταση και την ελευθερία της Ρωσσίας μου στέρησε πολλές φορές το βραδινό ύπνο», έγραφε. «Ήξερα ότι δεν μπορούσα να είμαι μητέρα και συγχρόνως επαναστάτρια».

Την άνοιξη του 1874, χιλιάδες νέων μορφωμένων ιδεαλιστών εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και τις σπουδές τους για να ζήσουν στην ύπαιθρο μαζί με τους αγρότες. Τον Ιούλιο, η Μπρεσκόβσκυ και οι δύο σύντροφοί της, η Μάσα (Μαρίγια) Καλενκίνα και ο Ιάκωβ Στεφάνοβιτς, φεύγουν για τα Ουκρανικά χωριά. Αυτό το κίνημα «πηγαίνουμε στους αγρότες» γεννήθηκε από την πεποίθηση ότι όταν οι αγρότες άκουγαν την «σοσιαλιστική αλήθεια», θα επαναστατούσαν και θα ανέτρεπαν τον ζυγό της καταπίεσης.

Η σαφής, ισχυρή φωνή της Μπρεσκόβσκυ, η επιλογή των εννοιών και των λέξεων στις διατυπώσεις της, τις οποίες οι αγρότες καταλαβαίνουν, αλλά και η ειλικρίνειά της, κινητοποίησε τους αγρότες παντού. Εντυπωσιασμένοι από την παρουσία κάποιου που μπορούσε να διαβάζει, κρατούσαν από μια τυπωμένη σελίδα προκήρυξης με ευλάβεια και συγκεντρώνονταν σε μεγάλα πλήθη για να την ακούσουν. Ωστόσο, όταν οι επαναστάτες ξεχώρισαν τον Τσάρο ως την κύρια αιτία της καταπίεσής τους, οι αγρότες αρνήθηκαν να τους πιστέψουν και πολλοί αμέσως διασκορπίστηκαν. Η Μπρεσκόβσκυ συχνά συνέκρινε το τσαρικό καθεστώς με τις κακές δυνάμεις. Και επειδή, στους αγρότες, ο παραλληλισμός του τσάρου με το διάβολο ήταν σκανδαλώδης, κάποιοι επισκέφθηκαν τις τοπικές αρχές για να αναφέρουν τέτοια «υπονόμευση».

Μεταμφιεσμένοι ως χωρικοί και με πλαστά χαρτιά, η Μπρεσκόβσκυ και οι σύντροφοί της καταδιώκονταν συνεχώς από την αστυνομία. Σε ένα από τα χωριά, μαζί με τη Μάσα Καλενκίνα διανυκτέρευσαν σε ένα αγροτόσπιτο. Εκεί, ένα από τα κορίτσια της οικογένειας –που ψαχούλεψε τα πράγματά τους– είπε σε κάποιους γείτονες ότι οι φιλοξενούμενοί τους είχαν στις τσάντες τους λογοτεχνικά βιβλία και χάρτες. Η είδηση φτάνει στον τοπικό αρχηγό της αστυνομίας ο οποίος καταφθάνει και ζητά από την Μπρεσκόβσκυ τα χαρτιά της. Αυτή του λέει ότι είναι αγρότισσα από βόρεια ρωσσική επαρχία. Αλλά κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, προσπάθησε να την πιάσει από το πηγούνι, όπως οι ευγενείς και οι αξιωματούχοι έκαναν στους δουλοπάροικους. Η Μπρεσκόβσκυ ενστικτωδώς αποτραβιέται, αποκαλύπτοντας ακούσια την αριστοκρατική της καταγωγή. Ο αρχηγός ενθουσιάστηκε, καθώς η σύλληψη σημαντικού επαναστάτη σήμαινε αξιόλογη ανταμοιβή από τους προϊσταμένους του.

Τον Οκτώβριο του 1877, η Μπρεσκόβσκυ μεταφέρεται στην Αγία Πετρούπολη και ενώπιον του δικαστηρίου. Η περίφημη δίκη των 193 διήρκεσε αρκετούς μήνες. Οι γυναίκες κρατούμενοι λάμβαναν συνήθως ελαφρές ποινές, αλλά η υπεροπτική άρνηση της Μπρεσκόβσκυ να υποταχθεί στην εξουσία του τσαρικού δικαστηρίου ήταν η καθοριστική για την καταδικαστική απόφαση. Είναι η πρώτη γυναίκα στη Ρωσσία που καταδικάστηκε σε σκληρή εργασία, και στάλθηκε να εργαστεί στα ορυχεία στο Κάρα, πολύ ανατολικά της λίμνης Βαϊκάλης, στη Σιβηρία. Μετά από μια περίοδο δέκα μηνών, οδηγείται στην Barguzin, μια μικρή πόλη-φυλακή στην ανατολική όχθη της λίμνης Βαϊκάλης.

Τα μεταγενέστερα γραπτά της Μπρεσκόβσκυ δείχνουν ότι στο Barguzin καταδικάστηκε στο «βασανιστήριο» της καταναγκαστικής απραξίας. Της απαγορεύεται να διδάσκει ή να συναντιέται με άλλους κρατούμενους· παρ’ όλα αυτά κατορθώνει να συνδεθεί με τρεις φοιτητές στην εξορία. Με τη βοήθεια ενός αυτόχθονα οδηγού, οι τέσσερις απέδρασαν από την πόλη, περπατώντας περίπου 600 μίλια ανατολικά διασχίζοντας τα βουνά, πριν η αστυνομία τους συλλάβει. Λόγω της ρητής εντολής από την Αγία Πετρούπολη να συλληφθεί η Κατερίνα Μπρεσκόβσκυ, η αστυνομία ήταν επίμονη και η απόπειρα απόδρασης τής κοστίζει τέσσερα ακόμη χρόνια σκληρής εργασίας στο Κάρα. Μετά το Κάρα, μεταφέρεται ξανά, αυτή τη φορά 1.000 μίλια νότια, στο Σελένγκινσκ.

Στο Σελένγκινσκ συναντά τον George Kennan ο οποίος συγκέντρωνε υλικό για το βιβλίο του Siberia and the Exile System (Σιβηρία και το σύστημα εξορίας). Μετά από οκτώ χρόνια στο Σελένγκινσκ, επιτρέπεται στην Μπρεσκόβσκυ να ταξιδέψει μέσα στη Σιβηρία, και να συναντήσει μερικά σημαντικά άτομα. Το 1896, λήγει τελικά η εξορία της στη Σιβηρία και ελεύθερη επιστρέφει στη Δυτική Ρωσσία, αλλά όχι και στην Αγία Πετρούπολη.

Με την επιστροφή της, η Μπρεσκόβσκυ αντιμετωπίζει έναν νέο κόσμο. Οι γονείς και ο σύζυγός της έχουν πεθάνει. Μεγαλωμένος ως αριστοκράτης, ο 23χρονος γιος της, Νικόλαος, περιφρονεί την επανάσταση της μητέρας του. Οι αγρότες έχουν αλλάξει, επίσης, έχοντας ωριμάσει πολιτικά. Πιστεύοντας ότι είναι σχεδόν έτοιμοι για επανάσταση, η Μπρεσκόβσκυ ξεκινά άλλο ένα ταξίδι στην ρωσσική ύπαιθρο. Για οκτώ χρόνια τα διαμερίσματα-κουκέτες του σιδηρόδρομου είναι το σπίτι της. Καθώς το όνομα Κατερίνα Μπρεσκόβσκυ εξαφανίζεται από τη Δυτική Ρωσσία, οι άνθρωποι μιλούν για την Babushka («γιαγιά»).

Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, διδάσκει τους αγρότες και οργανώνει μυστικές ομάδες και τρομοκρατικές επιθέσεις σε κυβερνητικούς αξιωματούχους, παρ’ ότι αυτή η ενασχόληση την τοποθετεί στην λίστα των πιο καταζητούμενων ατόμων. Βοηθά, επίσης, στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος. Τον Μάιο του 1903, φεύγει από τη Ρωσσία και μέσω της Οδησσού και της Βιέννης καταλήγει στη Γενεύη. Την επόμενη χρονιά φτάνει στις Ηνωμένες Πολιτείες για να ζητήσει βοήθεια για τον αγώνα.

Συμμετέχει σε ομιλίες στη Νέα Υόρκη, τη Βοστώνη, το Σικάγο και άλλες μεγάλες πόλεις, και παντού γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό. Τονίζει την δύναμη του επαναστατικού κινήματος στη Ρωσσία και κάνει έκκληση τόσο για ηθική όσο και για υλική βοήθεια. Διαβεβαιώνει τους ακροατές ότι ο ρώσσος αγρότης έχει αποδείξει ότι είναι σε θέση να διαχειριστεί το μέλλον του και υποστηρίζει ότι, μόλις τέσσερις δεκαετίες από το 1861, έχει χάσει την τυφλή πίστη στον τσάρο και κατανοήσει την δική του αξία. Η πιο σημαντική αλλαγή, τονίζει, είναι η ικανότητα των αγροτών να διαβάζουν και να κατανοούν πολιτικά ζητήματα. Μετά την ομιλία της στη Φιλαδέλφεια, περίπου 2.000 ενθουσιασμένοι Ρώσοι μετανάστες τραγουδούν και φωνάζουν συνθήματα, κουβαλώντας την στους ώμους τους.

Λίγο μετά την επιστροφή της στη Ρωσσία, η κυβέρνηση –με τη βοήθεια του πράκτορα Έβνο Φ. Αζέφ– συλλαμβάνει την Μπρεσκόβσκυ. Ο Αζέφ, ο οποίος εμφανίζεται ως ένας πολύ γνωστός και πολύ αξιόπιστος επαναστάτης, είχε διεισδύσει στο Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα μέχρι τα ανώτατα στελέχη. Ο κατάλογος των κατηγοριών εναντίον της Μπρεσκόβσκυ είναι τόσο μεγάλος που χρειάζεται μια ώρα από τον δικαστικό υπάλληλο για να τον διαβάσει. Ήταν φίλοι από το εξωτερικό που πίεσαν τη ρωσσική κυβέρνηση, καθώς επίσης και η απροθυμία της κυβέρνησης να δημιουργήσει μάρτυρα, οι λόγοι που απέτρεψαν την πιθανότητα να λάβει θανατική ποινή η Μπρεσκόβσκυ. Μάλιστα, ένας Αμερικανός φίλος της ήρθε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ζήτησε από κυβερνητικούς αξιωματούχους να την απελευθερώσουν. Το αίτημά του δεν έγινε αποδεκτό.

Η κυβέρνηση θεωρούσε την 66χρονη γυναίκα ως επικίνδυνο κρατούμενο. Ένας δημοσιογράφος ανέφερε ότι κατά την έξοδο από το δικαστήριο, συνοδευόταν από έναν αστυνομικό μπροστά της, ο οποίος είχε προτεταμένο το σπαθί του, καθώς και άλλους δέκα οπλισμένους αξιωματικούς πίσω. Μέχρι τον Απρίλιο του 1910, κάνει το δεύτερο ταξίδι της στη Σιβηρία. Στέλνεται σε ένα μικρό νησί στον ποταμό Lena, περίπου 200 μίλια βόρεια της λίμνης Βαϊκάλης, και της επιτρέπεται περιορισμένη αλληλογραφία με λίγους στενούς φίλους, τους περισσότερους από αυτούς εκτός Ρωσσίας. Για ένα χρονικό διάστημα, ο κόσμος στη Δυτική Ρωσσία μάθαινε λίγα γι’ αυτήν, μέχρι που –τον χειμώνα του 1913-’14– οι εφημερίδες ανέφεραν ότι η 70χρονη φυλακισμένη είχε δραπετεύσει από τον τόπο της εξορίας της. Αυτή τη φορά, η κυβέρνηση στέλνει 50 ένοπλους άνδρες για να την φέρουν πίσω και να φυλακιστεί για 16 μήνες παραπάνω. Μετά την ρωσσική επανάσταση τον Φεβρουάριο του 1917, απελευθερώνεται.

Η νεοσύστατη Προσωρινή Κυβέρνηση στέλνει στην Κατερίνα Μπρεσκόβσκυ ειδική πρόσκληση για να επιστρέψει στην Πετρούπολη (πρώην Αγία Πετρούπολη) από τον τόπο της εξορίας της. Κατά την άφιξή της στη Μόσχα, την παραλαμβάνει η άμαξα του Τσάρου, με στρατιωτική συνοδεία και βασιλική μεταχείριση. Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Πετρούπολης κατακλύζεται από πλήθος που προσπαθεί να την δει και να την αγγίξει. Η ίδια γράφει αργότερα, «Δεν νομίζω ότι οπουδήποτε στον κόσμο υπήρχε ποτέ μια νύφη που έλαβε τόσα πολλά λουλούδια.» Ο Αλέξανδρος Κερένσκι, τότε υπουργός Δικαιοσύνης, απευθύνθηκε στο πλήθος: «Σύντροφοι, η γιαγιά της ρωσσικής επανάστασης επέστρεψε επιτέλους σε μια ελεύθερη χώρα». Η Μπρεσκόβσκυ αληθινά άξιζε τον τίτλο· κανένας άλλος Ρώσος επαναστάτης, άνδρας ή γυναίκα, δεν είχε ζήσει όλη την επαναστατική περίοδο από τις αρχές της δεκαετίας του 1860 μέχρι το 1917. Η δια βίου συμμετοχή της στον αγώνα των ρώσσων αγροτών επεκτάθηκε από τη σκληρή βασιλεία του Νικολάου Α΄ στην αδίστακτη κυριαρχία του Ιωσήφ Στάλιν. Δεν γνώριζε, όμως, ο Kerensky ότι το μπολσεβίκικο πραξικόπημα τον Οκτώβριο του 1917 θα εξόριζε τελικά τόσο τον ίδιο όσο και την Μπρεσκόβσκυ από την «ελεύθερη» χώρα τους.

Μετά την επανάσταση του 1917, η Μπρεσκόβσκυ παραμένει στη Ρωσσία, συμμετέχοντας ενεργά στον πολιτικό αγώνα κατά των μπολσεβίκων, αλλά τον Δεκέμβριο του 1918 –καθώς ο εμφύλιος πόλεμος εξαπλωνόταν στη Ρωσσία– αναγκάζεται να φύγει. Για τρίτη φορά ταξιδεύει ανατολικά, πέρα από τη Σιβηρία, αυτή τη φορά όχι σε εξορία της Σιβηρίας, αλλά εξόριστη στο εξωτερικό. Αφού φτάνει στην Ιαπωνία το 1919, φεύγει για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από εκεί, μετακομίζει στην Τσεχοσλοβακία το 1924. Στην Πράγα, κάτω από ακραίες συνθήκες, συνεχίζει να αγωνίζεται ενάντια στο καταπιεστικό μπολσεβίκικο καθεστώς. Ο αγώνας της για τον ρώσσο αγρότη δεν σταματά με την εξορία της. Συνεχίζει να εργάζεται ανάμεσα στους Ρώσους των Καρπαθίων που ζούσαν στα εδάφη αυτά, και στη συνέχεια, ήταν μέρος της μεταπολεμικής Τσεχοσλοβακίας. Η πραγματική δύναμη της πειθούς της Μπρεσκόβσκυ δεν ήταν τόσο στην ικανότητά της να γοητεύει και να μιλάει, όσο το γεγονός ότι ήταν ζωντανό παράδειγμα. Αφού έζησε για λίγο στη Γαλλία, επέστρεψε στην Τσεχοσλοβακία, όπου και πέθανε στην ηλικία των 90 ετών.

μετάφραση – απόδοση Π.

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 175, Οκτώβριος 2017
Both comments and trackbacks are currently closed.