ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
«Κάθε χρόνο στις 23 Ιουλίου πραγματοποιείται μια σεμνή τελετή στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ, άλλοτε τόπο βασανιστηρίων και σήμερα Μουσείο Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Αντίστασης. Στο προαύλιο βρίσκεται η προτομή του Σπύρου Μουστακλή. Πολιτικά κόμματα και φορείς καταθέτουν στεφάνια. Ακολουθεί μια βουβή περιήγηση στον χώρο των κελιών και η εκδήλωση ολοκληρώνεται με μια σύντομη ομιλία.
Έπειτα από τόσες δεκαετίες, ξανάρχεται στο μυαλό το ίδιο ερώτημα: Άξιζε τον κόπο; Μήπως οι διαψεύσεις που ακολούθησαν μας οδηγούν σε μια επανατοποθέτηση; Για μένα, η ανάγκη να γράψω αυτό το βιβλίο λειτούργησε απελευθερωτικά. Η μνήμη δεν είχε ξεθωριάσει, λες και περίμενε να έρθει η ώρα να καταγραφεί εκείνη η «περιπέτεια» που ζήσαμε τότε.
Η ιστορική δράση κρίνεται μέσα στο πλαίσιο των συνθηκών που τη γέννησαν. Η χούντα του 1967-1974 υπήρξε μια ύβρις. Τόσο εγώ όσο και άλλοι θεωρήσαμε ότι δεν μας ταίριαζε να παραμείνουμε αδρανείς απέναντί της. Τώρα, όμως, βλέποντας τα πράγματα ύστερα από τόσα χρόνια, εκτιμώ ότι λίγα κάναμε. Έπρεπε να φανούμε ακόμα πιο πείσμονες στον αγώνα μας για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, για την δημοκρατία, για την πατρίδα και την ελευθερία.
Κι αυτός είναι ένας αγώνας που συνεχίζεται πάντα, έστω και με άλλες μορφές». (Από το οπισθόφυλλο της έκδοσης)
Ο Γιάννης Σεργόπουλος (γενν. το 1950) φοιτητής της Νομικής Σχολής Αθηνών κατά την διάρκεια της δικτατορίας συνελήφθη, κρατήθηκε και βασανίστηκε στα μπουντρούμια του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί την προσωπική του μαρτυρία όχι μόνο για την κράτηση και τον βασανισμό του στα χουντικά κελιά, αλλά και για τα παγκόσμια γεγονότα των χρόνων εκείνων, που σημάδεψαν πολλές γενιές.
Ο πόλεμος στο Βιετνάμ, οι σφαγές αμάχων στις οποίες προχώρησαν τον Μάρτιο του 1968 αμερικανοί στρατιώτες στο χωριό Μάι Λάι, η εξέγερση του Μάη στο Πάρισι, η άνοιξη της Πράγας, η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ τον Απρίλιο του ίδιου έτους, η σφαγή 400 φοιτητών τον Οκτώβριο στο Μεξικό: «Τα παραδοσιακά κόμματα της Αριστεράς στέκονται άκρως επιφυλακτικά απέναντι στο επαναστατικό αυτό τσουνάμι που γοητεύει και παρασύρει τους νέους σε μια βίαιη σύγκρουση με τις δυνάμεις της τάξης. Καίγονται αυτοκίνητα, λεηλατούνται μαγαζιά, αλλά η ώσμωση με την εργατική τάξη είναι προβληματική. Στο Καρτιέ Λατέν αναπαράγονται εικόνες που θυμίζουν την Παρισινή Κομμούνα […] ο δρόμος που ανοίχτηκε δεν έφτασε στο τέρμα του, άφησε όμως ανεξίτηλα σημάδια στο φαντασιακό της ριζοσπαστικής αμφισβήτησης».
Στην Ελλάδα η χούντα από τις πρώτες κιόλας ημέρες της επιβολής συλλαμβάνει χιλιάδες ανθρώπους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας της δικτατορίας οι συλληφθέντες εκείνων των πρώτων ημερών ανέρχονται στις 6.509.
Επρόκειτο κυρίως για μέλη της νεολαίας Λαμπράκη, ΕΔΑΐτες και κομμουνιστές, οι οποίοι μεταφέρονται σε μεγάλες φυλακές, σε γήπεδα ή στον Ιππόδρομο, όπου μάλιστα δολοφονείται εν ψυχρώ ο Παναγιώτης Ελής από τον ανθυπίλαρχο Κ. Κώτσαρη. Οι περισσότεροι από τους συλληφθέντες μεταφέρονται σταδιακά σε ξερονήσια, όπως η Γυάρος.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η δίκη του Αλέξανδρου Παναγούλη, που ξεκινά στις 4 Νοεμβρίου 1969 και ειδικότερα η προσωπικότητά του άσκησαν επάνω του τεράστια επίδραση. Ο νεαρός φοιτητής της Νομικής συγκλονίζεται από τον άνθρωπο, που κατεξευτέλισε τους βασανιστές του, τους τυράννους και τα όργανά τους. Διαβάζει με αγωνία τα πρακτικά της δίκης από πολλές εφημερίδες, μαζεύει τα αποκόμματα και περιμένει την έκβαση της διαδικασίας.
Τον Ιούλιο του 1969 ένας μηχανισμός εκρήγνυται στα χέρια του καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Σάκη Καράγιωργα με αποτέλεσμα να χάσει ορισμένα δάκτυλα του αριστερού του χεριού, να τραυματιστεί σοβαρά στο κεφάλι, αλλά και να επέλθει η «εξάρθρωση» της Δημοκρατικής Άμυνας. Ο συγγραφέας προσπαθεί να προσεγγίσει τον χώρο του Στρατοδικείου, ώστε να παρακολουθήσει την δίκη, αλλά προσάγεται από ασφαλίτες και βρίσκεται για πρώτη φορά σε ένα κελί της Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας.
Την επομένη αφήνεται ελεύθερος, αφού πρώτα περνάει την διαδικασία της σήμανσης: «Αυτή η προληπτικού χαρακτήρα σύλληψή μου για την εξακρίβωση των στοιχείων μου και η εκ του λόγου αυτού διανυκτέρευσή μου στο κελί της Ασφάλειας, στάθηκαν μοιραία γεγονότα που καθόρισαν την υπόλοιπη προσωπική μου ζωή. Ενώ μέχρι τότε δεν ήμουν παρά ένας νεαρός προβληματισμένος από τις περιπέτειες κάποιων ανθρώπων που ταλαιπωρούνταν εξαιτίας ενός ανελεύθερου καθεστώτος, από εκείνη την ώρα ένιωσα αλληλέγγυος μαζί τους. Η αυθαιρεσία σε βάρος μου, η άδικη κράτησή μου, η εξευτελιστική φωτογράφισή μου ήταν στοιχεία αναγκαία και ικανά να μου εμφυσήσουν οργή και διάθεση αντιπαράθεσης».
Στις αρχές του 1972, όπως περιγράφει ο συγγραφέας, ιδρύονται και οι εθνικοτοπικοί φοιτητικοί σύλλογοι π.χ. Κρητών, Ηπειρωτών, Αρκάδων, Ηλείων κ.λπ. τηρώντας μέσω των καταστατικών τους την νόμιμη και τυπική προϋπόθεση, που απαιτούσε ο νόμος, στοχεύοντας, όμως, στην πραγματικότητα στην δημιουργία χώρων συναντήσεων, συζητήσεων, γνωριμιών και ελεύθερης ανταλλαγής απόψεων.
Το γεγονός αυτό, φυσικά, δεν διαφεύγει της προσοχής της Ασφάλειας, που παρακολουθεί όλα τα στέκια, όπου συχνάζουν φοιτητές, ενώ οι ασφαλίτες του περιβόητου Σπουδαστικού, συχνά ελέγχουν τους θαμώνες ή τους υποχρεώνουν να περάσουν για «φιλική κουβεντούλα» από την Ασφάλεια.
Τον Μάρτιο του 1972 δεκάδες φοιτητές της νομικής, συγκεκριμένα 42 άτομα, ζητούν με δικαστική προσφυγή την παύση της διορισμένης διοίκησης του Συλλόγου Φοιτητών της Νομικής Σχολής, «Η Θέμις», ο συγγραφέας προσυπογράφει, επίσης, την συγκεκριμένη προσφυγή και αναζητά τρόπους να προσθέσει νέα ονόματα στον κατάλογο. Στις 42 υπογραφές προστίθενται μόνο άλλες 109. Στα σκαλάκια έξω από το μεγάλο αμφιθέατρο της Νομικής Σχόλης (Σαριπόλου) αρχίζουν και πραγματοποιούνται ομιλίες που παρακολουθούν ορισμένες δεκάδες φοιτητών:
«Τα σκαλοπάτια αυτά και ο εντεύθεν διάδρομος στάθηκαν ο γενέθλιος τόπος του φοιτητικού κινήματος και αποδείχθηκε ότι πολλές φορές όσο πιο ταπεινή είναι η καταγωγή τόσο πιο θεαματικά τα αποτελέσματα […] Τελικά, στο απέραντο αυτό νεκροταφείο που είχε το όνομα ΕΛΛΑΔΑ, τα σκαλάκια της Νομικής στην αίθουσα Σαριπόλου ήταν το μοναδικό βήμα δημόσιου και ελεύθερου διαλόγου. Σαφώς υπήρχαν παράνομες οργανώσεις που σχεδίαζαν και εκτελούσαν δράσεις κατά της χούντας, αλλά αυτές αποφάσιζαν εν κρυπτώ, σαφώς υπήρχαν παρέες που μαζεύονταν και μιλούσαν κατά της δικτατορίας, αλλά και αυτές συνευρίσκονταν εν κρυπτώ. Δημόσια εκφορά πολιτικού αντιδικτατορικού λόγου γινόταν στα σκαλάκια της Νομικής. Δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Έπρεπε να ξεπεράσεις πολλά φράγματα φόβου για να παίρνεις τον λόγο, αλλά εξίσου πολλά φράγματα φόβου έπρεπε να ξεπεράσεις για να είσαι έστω παριστάμενος ακροατής. Ήξερες ότι εκείνες τις στιγμές κάποιοι κρατούσαν σημειώσεις και τις παρέδιδαν αρμοδίως […] Τελικά οι συγκεντρώσεις αυτές λειτούργησαν απέναντι στη χούντα ακριβώς, όπως ένα ψίχουλο όταν σου κάθεται στον λαιμό. Μπορεί να είναι μόνο ένα ψίχουλο, αλλά σε κάνει να πνίγεσαι, να βήχεις ασταμάτητα, να σου κόβεται η αναπνοή, να δακρύζουν τα μάτια σου, να θέλεις απεγνωσμένα ένα ποτήρι νερό… Η χούντα βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση για το πώς έπρεπε να αντιμετωπίσει το όλο θέμα, ποτέ όμως δεν βρήκε οριστικές λύσεις, την προλάβαιναν τα γεγονότα και αναγκαστικά προσέφευγε στη μόνη αποτελεσματική μέθοδο που γνώριζε, δηλαδή την τυφλή βία».
Το 1973 ανατέλλει με τις προσδοκίες του φοιτητικού κόσμου να αυξάνονται σχετικά με μια μεγάλη πανσπουδαστική συγκέντρωση, ενώ πλέον πραγματοποιούνται καθημερινές συγκεντρώσεις, διαμαρτυρίες, αποχές από τα μαθήματα. Το καθεστώς εκδίδει ως απάντηση τον Νόμο 1347/73 σύμφωνα με τον οποίο ο υπουργός Άμυνας μπορεί να διακόψει την αναβολή στράτευσης εκείνων των φοιτητών, οι οποίοι απέχουν από τα μαθήματα ή προτρέπουν σε αποχή ή προβαίνουν σε αντικυβερνητικές ενέργειες. Στρατεύονται αρχικά 91 φοιτητές.
Το μέτρο δεν έχει καμία επίδραση. Πάνω από χίλιοι φοιτητές συγκεντρώνονται στις 14 Φλεβάρη μέσα στο Πολυτεχνείο και διαδηλώνουν. Η αστυνομία εισβάλλει από την οδό Τοσίτσα ξυλοκοπεί και διαλύει τους συγκεντρωμένους. Στις 21 Φλεβάρη συγκεντρώνονται στην Νομική Σχολή δύο με τρεις χιλιάδες φοιτητές. Η «μητέρα» των καταλήψεων είναι γεγονός, η κατάληψη της Νομικής στις 21 και 22 Φλεβάρη, «γεγονός που η χούντα ένιωσε σαν μια σπαθιά που της χαράκωσε το μάγουλο»:
«Εκείνη την ημέρα πάω νωρίς στην Σχολή. Στις γωνιές είναι στημένοι οι γνωστοί ασφαλίτες του Σπουδαστικού. Ο Σμαΐλης στη Σόλωνος και Μασσαλίας, ο Καλύβας με τον Μπαρκονίκο Σόλωνος και Σίνα, ο Αυγερινός φέρνει βόλτες από κάτω στην οδό Ακαδημίας. Ξεφεύγω από την προσοχή τους και μπαίνω μέσα. Απογοητεύομαι. Ερημιά. Τίποτα το συγκλονιστικό. Περιμένω περίεργος για το τι θα γίνει. Και ξαφνικά, γύρω στις δέκα και μισή αρχίζουν να έρχονται, να έρχονται… να μπαίνουν, να μπαίνουν και σταματημό να μην έχουν. Χαρούμενα, γελαστά και αισιόδοξα πρόσωπα επί πόθω ελευθερίη».
Στις 20 Μαρτίου γίνεται προσπάθεια για νέα κατάληψη. Οι περίπου 500 καταληψίες ξυλοκοπούνται καταστέλλονται άγρια από την αστυνομία που εισβάλλει στο κτίριο της Νομικής.
Τον Μάιο η ασφάλεια συλλαμβάνει τον συγγραφέα και τον παραδίδει στην ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου βασανίζεται άγρια, ενώ αργότερα μεταφέρεται, κρατείται και βασανίζεται και στο έτερο διαβόητο κολαστήριο το ΚΕΣΑ (Κέντρο Εκπαιδεύσεως Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας), που βρισκόταν σ’ ένα στρατόπεδο στην Αγία Παρασκευή με διοικητή τον ίδιο τον ταξίαρχο Δημήτρη Ιωαννίδη, ενώ χρέη αρχιβασανιστή είχε αναλάβει ο Νίκος Καίνιχ.
«Ακούω πολλούς στρατονόμους να μαζεύονται και κάποιους να επιπλήττουν με αγριοφωνάρες τους υπόλοιπους. Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει, αλλά δεν χρειάζεται να καταλάβω, αφού σε λίγο μπαίνουν στο κελί μου δυο νταγλαράδες, ένας με στολή, αλλά χωρίς καπέλο και ο άλλος με ρούχα καθημερινά. Βαδίζουν απειλητικά προς το μέρος μου και ο δεύτερος, κοιτάζοντας αγριωπά, αρχίζει να ουρλιάζει: «Εσύ είσαι ο σαμποταριστής;» Και πριν συνέλθω μου δίνει ένα χαστούκι και πέφτω δύο μέτρα μακριά. Μετά αρχίζει το πάρτι: «Σήκω ρε μαλάκα όρθιος». Με το που στέκομαι στα πόδια μου δέχομαι δεύτερο αριστερό χαστούκι τόσο δυνατό, που κατάλαβα γιατί στις γελοιογραφίες ζωγραφίζουν αστράκια όταν κάποιος τις τρώει. Δεν συνήλθα. Τα χαστούκια ακολουθούσαν το ένα το άλλο και πολλές φορές, στην ενστικτώδη εκ μέρους μου κίνηση αποφυγής τους, κατέληγαν στον σβέρκο ή χειρότερα στην μύτη. Μπαίνει όμως στον χορό και ο πρώτος, που με τον ζωστήρα του αρχίζει να με βαράει στον κώλο. Δεν ξέρω από ποιον να προφυλαχτώ ούτε τι να προφυλάξω. Πέφτω κάτω κουλουριασμένος με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια και νιώθω κλωτσιές στα πόδια, και τον ζωστήρα να χτυπάει την πλάτη και τα μπράτσα μου. Βουίζουν ακόμη στ’ αυτιά μου τα λόγια τους, ίσως γιατί ήταν η πρώτη φορά που μου μιλούσαν έτσι: «Σήκω ρε παλιοαλήτη από κάτω». Με το που στεκόμουνα όρθιος, μια μπουνιά κατάστηθα και πάλι κάτω. «Σήκω ρε παλιοκομμούνι, θα σε γαμήσουμε τώρα!» Με τραβολογούσαν από το σακάκι, που φορούσα, εγώ άλλοτε έσκυβα και άλλοτε έστριβα, ενώ αυτοί γύρω μου έψαχναν τις σωστές γωνίες για να με κτυπήσουν. Ένα διαβολικό στριφογύρισμα βίας και κραυγών. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτό συμβαίνει σε εμένα. Στο τέλος, αυτός με τα πολιτικά αρπάζει το γκλομπ του άλλου και με αρχίζει σε κάτι ροπαλιές, που κατάλαβα τι θα πει ότι μπορούν να σε σκοτώσουν από το ξύλο. Φοβόμουν και πονούσα πολύ. Πρόσεχα, όσο μπορούσα, μη μου ρίξουν καμιά άτσαλη στο κεφάλι, γιατί αυτοί φαινόντουσαν φτιαγμένοι. Έβριζαν, αγκομαχούσαν, ίδρωναν, είχαν βγει τα πουκάμισά τους έξω, ούρλιαζαν και, όσο εγώ έπεφτα κάτω και τους ξεβόλευα, τόσο αυτοί σκύλιαζαν. Δεν ξέρω πραγματικά πόσην ώρα βάσταξε το πράγμα αυτό. Ξέρω πως όταν σταμάτησαν βαριανάσαιναν όπως οι μαραθωνοδρόμοι όταν τερματίζουν, είχαν χλωμιάσει και τα μάτια τους είχαν γυρίσει ανάποδα. Μόνο αφρούς που δεν έβγαζαν. Όσο για εμένα, ήμουν κάτω ανάσκελα και κάθε τετραγωνικός πόντος του κορμιού μου πονούσε. Δεν λύγιζα ούτε χέρια ούτε πόδια. Έτσι με άφησαν και έτσι με βρήκαν το μεσημέρι αυτοί που άνοιξαν για να μου αφήσουν έναν στρατιωτικό δίσκο με φαγητό. Πλησίασα για να πιω το νερό».
Ο συγγραφέας αποφυλακίζεται με την αμνηστία του Ιουλίου και αργότερα συμμετέχει στην κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη.
Συσπείρωση Αναρχικών