Luther Standing Bear: Τα παιδικά μου χρόνια ως Ινδιάνος (Μέρος β΄)

Κεφάλαιο 2ο: Τόξα και βέλη

Όταν ήμασταν μικροί σύντροφοι και δεν είχαμε γίνει ακόμη κυνηγοί, φτιάχναμε μικρά τόξα, με τα οποία παίζαμε μέσα στα tipis. Ήταν ακριβώς όπως τα μεγάλα τόξα, άψογα σε μαστοριά και, αν και μικρά, ήταν ακριβώς ό,τι έπρεπε για εξάσκηση στην κατασκευή και στο σημάδι. Χρησιμοποιούσαμε σχεδόν όλα τα είδη ξύλου για αυτά τα μικρά παιγνίδια, τόξα και βέλη, αλλά όταν αρχίσαμε να τα φτιάχνουμε για πραγματική χρήση, έπρεπε να μάθουμε πώς να επιλέγουμε το ξύλο. Αυτό ήταν μέρος της τέχνης. Γύρω από τον κύριο κορμό των δέντρων της κερασιάς μεγάλωναν τα δεύτερης γενιάς κλαδιά κι αυτά ήταν ίσια και λεπτά. Τα κόβαμε και ξεφλουδίζαμε τον φλοιό με τα νύχια μας, αφήνοντας το ξύλο λευκό και όμορφο στην όψη. Επιφυλάσσαμε στα δόντια μας και τα νύχια μας καλή μεταχείριση εκείνες τις μέρες. Ποτέ δεν σκεφτήκαμε να λιμάρουμε τα νύχια μας ή να τα καλλωπίσουμε, αλλά, παρ’ όλα αυτά, ήταν δυνατά και χρήσιμα και τα δόντια μας ήταν γερά και λευκά. Και τα νύχια και τα δόντια μας μάς χρησίμευαν για πολλούς σκοπούς, που ο λευκός άνθρωπος ούτε καν γνωρίζει. Αλλά παρατήρησα ότι ο οδοντίατρος στις μέρες μας είναι ιδιαιτέρως πολυάσχολος.

Τα βέλη μας συνήθως απαιτούσαν ελάχιστη διαμόρφωση, αλλά όταν όντος την χρειάζονταν, χρησιμοποιούσαμε ένα μαχαίρι, επειδή εκείνο τον καιρό οι Sioux διέθεταν μαχαίρια, που τα είχαν αποκτήσει από τους λευκούς. Δεν ήμασταν όλα τα αγόρια τόσο τυχερά, ώστε να έχουμε μαχαίρια, αλλά αν ένα αγόρι στον καταυλισμό είχε ένα, ήταν ευγενικό και γενναιόδωρο, θα μας άφηνε όλους να το χρησιμοποιήσουμε. Μετρούσαμε το μήκος των βελών μας από την απόσταση από τον αγκώνα μας μέχρι το σημείο που ενώνεται με την άκρη του μεσαίου μας δακτύλου και μέχρι πίσω στον καρπό μας. Αυτή η απόσταση θα μας έδινε το μήκος του βέλους, που ήταν κατάλληλο για το μέγεθός μας. Όταν ήμασταν έτοιμοι να βάλουμε τα φτερά, ψάχναμε στο δάσος για τα κατάλληλα, όπως από γεράκι, κοράκι, από κοτόπουλα της πεδιάδας ή πάπια. Τα φτερά της γαλοπούλας είναι τα καλύτερα από όλα για το φινίρισμα των βελών, αλλά ήταν σπάνια στον τόπο μας και συνήθως μόνο οι πολεμιστές και οι κυνηγοί τα χρησιμοποιούσαν. Κόβαμε τα φτερά μας σε διαφορετικό μήκος, όταν τα δέναμε στο τόξο με τένοντες ζώων. Κάποιες φορές σκίζαμε τα φτερά και κάποιες φορές όχι. Υπήρχαν πολλοί τρόποι να τοποθετήσεις τα φτερά κι αν φτιάχναμε ένα πολύ όμορφο τόξο, που προοριζόταν περισσότερο για θέαμα παρά για χρήση, το φινίραμε με υπέροχο φτερό αετού, χρωματισμένο με λαμπερές αποχρώσεις. Για να φτιαχτεί ένα βέλος, χρειάζεται κάτι παραπάνω από απλή επιδεξιότητα.

Μετά την τοποθέτηση των φτερών ακολουθούσε η δημιουργία της μύτης. Κάποια από τα βέλη τα σκαλίζαμε με μαχαιράκι σε ένα αιχμηρό σημείο στην άκρη. Άλλα τα κόβαμε ίσια, αφήνοντας μια αμβλεία άκρη, επειδή δεν ήταν απαραίτητο να είναι αιχμηρό το άκρο για το μικρό θήραμα που κυνηγούσαμε. Έπειτα, πάλι σκαλίζαμε την άκρη σε έναν βολβό ή μπαλίτσα, που δημιουργούσε ένα μάλλον παράταιρο βέλος, αλλά ήταν μια χαρά για μικρό θήραμα. Αν τύχαινε να μαζέψουμε καμιά μύτη πυριτόλιθου, θεωρούσαμε τον εαυτό μας τυχερό, επειδή οι Sioux πολύ σπάνια κατασκεύαζαν μύτες από πυριτόλιθο στα βέλη τους. Ο πυριτόλιθος δενόταν στην άκρη του βέλους, αφού πρώτα την σκίζαμε στα δύο, βάζοντας στη «λαβή» της μύτης τον πυριτόλιθο και τυλίγοντάς τον σφιχτά με τένοντες ζώων. Συχνά βρίσκαμε κομμάτια από οστά που διαμορφώνοντάς τα σαν μύτη βέλους τα βάζαμε, όπως ακριβώς τον πυριτόλιθο.

Στην κατασκευή των τόξων, συχνά βρίσκαμε ένα κομμάτι ξύλου, που ήταν έτοιμο για να καθαριστεί από τις ίνες του. Στην αναζήτηση ξύλου, πρώτα ψάχναμε για μελιά, που είχε μεγαλύτερη ελαστικότητα και δεν επηρεαζόταν από τον καιρό. Αν δεν βρίσκαμε μελιά, βρίσκαμε αγριοκαρυδιά, ιτιά ή ίσως κερασιά ή δαμασκηνιά, άλλα πάντα προτιμούσαμε τη μελιά. Όταν είχαμε το ραβδί μας, λαξεύαμε την πλευρά που θα ήταν το εσωτερικό του τόξου μας, αφήνοντας τον φλοιό στην εξωτερική πλευρά ή στην πίσω πλευρά του τόξου. Κανενός Sioux το τόξο δεν ήταν πάνω από 4,5 ή 5 πόδια σε μήκος.

Τα κυνηγετικά τόξα φτιάχνονταν κοντά για ευκολία. Αντιθέτως, το μακρύ τόξο ήταν δύσχρηστο για τον κυνηγό, που είτε ήταν έφιππος είτε κυνηγούσε στο μακρύ χορτάρι ή στα δάση. Ασχέτως του είδους του ξύλου που είχαμε επιλέξει για τα τόξα μας, παίρναμε ένα ραβδί, που δεν ήταν τόσο δυνατό και δεν απαιτούσε τόση δύναμη για να το τραβήξεις. Το τόξο με μεγάλη ελαστικότητα ήταν πιο εύκολο στο σημάδι και μπορούσε να στοχεύσει πολύ πιο γρήγορα από ό,τι ένα άκαμπτο τόξο. Αυτό που προσπαθούσαμε να πετύχουμε ήταν η σβελτάδα στην χρήση του τόξου. Δεν σκεφτόμασταν να πάρουμε τη στάση που παίρνουν σήμερα στη σύγχρονη τοξοβολία. Μαθαίναμε να εξακοντίζουμε τα βέλη μας με όσο το δυνατόν πιο γρήγορη κίνηση. Ίσως είναι δύσκολο για ένα αγόρι σήμερα, ακόμη και για ένα Ινδιανάκι, να αντιληφθεί τι σήμαινε το τόξο στα παλιά χρόνια για τον Ινδιάνο. Ήταν μαζί του συνέχεια, ακόμη και τη νύχτα. Ακόμη και στον πιο ανεπαίσθητο ήχο το χέρι του πήγαινε στο τόξο και στο βέλος του που κείτονταν στο πλευρό του.

Στα παλιά χρόνια, πριν οι Ινδιάνοι αποκτήσουν άλογα, κυνηγούσαν το βουβάλι με ένα πολύ κοντό τόξο[1]. Το μακρύ τόξο που χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι τοξοβόλοι θα γινόταν με τον τρόπο ενός κυνηγού που κυνηγούσε ένα κοπάδι από βουβάλια μέσα στα μακριά χορτάρια. Κάποιες φορές ο Ινδιάνος κυνηγός φορούσε ένα δέρμα λύκου, με το κεφάλι και την ουρά και όλα όσα χρειαζόταν, για να καλύψει το σώμα του. Φορώντας αυτά τα καλύμματα, αν δούλευε κόντρα στον άνεμο, τον βοηθούσε να μείνει αθόρυβος κοντά στο κοπάδι. Αυτά τα κοντά τόξα μεταφέρονταν είτε στο χέρι είτε στερεώνονταν μπροστά στη ζώνη. Η φαρέτρα για τα βέλη, που κρεμιόταν κατά μήκος του αριστερού ώμου, ήταν κατά κανόνα από δέρμα βουβαλιού. Το δέρμα βουβαλιού είναι μαλακό τους καλοκαιρινούς μήνες, μοιάζει πολύ με το δέρμα του αλόγου, αλλά τους χειμερινούς γίνεται λεπτό και μαλλιαρό. Κάποιες φορές που ο κυνηγός ήταν αρκετά τυχερός, είχε φαρέτρα από δέρμα ενυδρίδας. Όταν δεν κυνηγούσε, ο γενναίος συχνά έφερε διπλή φαρέτρα, μια για να κρατάει το τόξο και μια για τα βέλη. Αν ένας νέος άνδρας κατείχε μια όμορφη φαρέτρα από ενυδρίδα και μερικά όμορφα διακοσμημένα βέλη, συγκέντρωνε τη ζήλια των υπολοίπων νεαρών ανδρών.

Με ένα τέτοιο, θα «φορούσε τα καλά του» και αν είχε αγαπημένη, θα ήταν περήφανος να τα φορέσει και να την αφήσει να τον θαυμάσει.

Η κατασκευή της χορδής του τόξου μας ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά. Στην πραγματικότητα, όλη η τέχνη που συνδεόταν με την κατασκευή τόξων και βελών ήταν πολύ συναρπαστική για μας. Όσο πιο πολλά κάναμε κι όσο πιο πολύ κυνηγούσαμε, τόσο πιο πολύ ενθουσιαζόμασταν. Ακόμη και σήμερα, μ’ αρέσει μια στις τόσες να φτιάχνω ένα όμορφο τόξο και να καλύπτω με φτερά μερικά όμορφα βέλη.

Η μητέρα πάντοτε κρατούσε προμήθειες από τένοντες, οπότε, όταν χρειαζόμασταν μερικούς, πάντα πηγαίναμε σ’ αυτήν. Βλέπετε, οι τένοντες ήταν ανέκαθεν ένα απαραίτητο κομμάτι για το νοικοκυριό στο Ινδιάνικο tipi, όπως οι κλωστές στο σύγχρονο σπίτι. Η μητέρα χρησιμοποιούσε τους τένοντες για την κατασκευή κάθε είδους ενδυμάτων και για να φτιάχνει γκέτες ή μοκασίνια. Στην πραγματικότητα, το σπίτι μας είχε ραφτεί με τένοντες, επειδή τα δέρματα στο tipi συνδέονταν με τόση επιδεξιότητα, που ούτε βροχή ούτε λιωμένο χιόνι περνούσαν. Οι μητέρες μας ήταν πολύ έξυπνες με τον τρόπο τους και καλές νοικοκυρές. Η μητέρα μας έδινε κάθε είδους κομμάτια από τένοντες και τα κάναμε μακριές χορδές, μουσκεύοντας τα άκρα με το στόμα μας και τρίβοντάς τες μεταξύ τους στα γυμνά μας γόνατα. Μάθαμε να φτιάχνουμε μια επί πλέον χορδή, να την περιστρέφουμε και να την βάζουμε στην μύτη του τόξου. Δεν θα μπορούσες να βρεις κανέναν καλό κυνηγό χωρίς χορδή εκτός αν είχε σπάσει. Υπάρχει τεράστια διαφορά στην ποιότητα του ζωικού τένοντα. Οι τένοντες του ελαφιού είναι πολύ λεπτοί και απαλοί και χρησιμοποιούνται στην κατασκευή των βελών των πολεμιστών ή των κυνηγών. Αλλά για το ράψιμο του tipi και για τις χορδές του τόξου, οι τένοντες του βουβαλιού ήταν ισχυρότεροι και καλύτεροι. Ο τένοντας βρίσκεται σε δυο μακριές χορδές, κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης του ζώου. Αυτό το καθαρίζουμε από όλη τη σάρκα και το περνάμε σε έναν πάσσαλο του tipi. Όταν στεγνώσει, ξεκολλάει μόνο του και μετά τοποθετείται μέσα σε μια τσάντα από ακατέργαστο δέρμα για μελλοντική χρήση. Εκεί φυλασσόταν σχεδόν κάθε περίοδο του χρόνου.

Όταν μαθαίναμε πώς να φτιάχνουμε καλά τόξα και βέλη, μαθαίναμε και πολλά άλλα πράγματα. Ακόμη και οι ώρες του παιγνιδιού ήταν στην πραγματικότητα μια προετοιμασία για τις εργασίες και τα καθήκοντα της ενηλικίωσης.

σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση

[1]. Είίναι αξιοσημείωτο ότι ο Luther Standing Bear, στο σημείο αυτό, μεταφέρει μια μνήμη τουλάχιστον τεσσάρων αιώνων παλιά, μιας και οι Ινδιάνοι των πεδιάδων, όπως οι Oglala Lakota, είχαν υιοθετήσει τη χρήση των αλόγων ήδη από τις αρχές του 16ου αιώνα, λίγα δηλαδή χρόνια μετά την έλευση των Ισπανών κατακτητών. Γίνεται φανερό, για άλλη μια φορά, πως η αξία της προφορικής παράδοσης, η μαγεία της εξιστόρησης από στόμα σε αυτί, είναι ανεκτίμητη.

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 189, Ιανουάριος 2019
Both comments and trackbacks are currently closed.
Αρέσει σε %d bloggers: