Luther Standing Bear: Τα παιδικά μου χρόνια ως Ινδιάνος (Μέρος α΄)

Ο Luther Standing Bear (1868-1939) γεννήθηκε ως Oglala Lakota οκτώ χρόνια πριν τη μάχη του Little Bighorn[1]. Ενώ ήταν ακόμη παιδί, έζησε την βίαιη εγκατάσταση των Ινδιάνικων φυλών στους «καταυλισμούς»-φυλακές του Αμερικάνικου κράτους. Αυτό τον σημάδεψε βαθιά, όπως άλλωστε και χιλιάδες άλλους Ινδιάνους που το βίωσαν. Προτού ενωθεί για πάντα με το Μεγάλο Πνεύμα, που προσέγγισε κι ερμήνευσε με ζηλευτή ανυστεροβουλία, μάς άφησε εξαιρετικής σημασίας αφηγήσεις για τον αυθεντικό Ινδιάνικο τρόπο ζωής. Μία από αυτές είναι και Τα παιδικά μου χρόνια ως Ινδιάνος, στην οποία εξιστορεί με γλαφυρότητα και λεπτομέρεια το πώς μεγάλωναν και διαπαιδαγωγούνταν τα παιδιά των Oglala Lakota. H συγκεκριμένη αφήγηση έλαβε τη μορφή βιβλίου και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1931 στις Η.Π.Α. Ακολουθεί, για πρώτη φορά σε ελληνική μετάφραση, το πρώτο κεφάλαιο της εν λόγω ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσας αφήγησης.

Οι γονείς μου ανήκαν σε αυτή τη μεγάλη φυλή των πεδιάδων που τώρα αποκαλείται Sioux (Σιού). Αλλά πριν έρθουν οι λευκοί άνθρωποι, ονομάζαμε τον εαυτό μας Lakota. Οι πρώτοι λευκοί που ήρθαν σε αυτή την χώρα νόμιζαν ότι ανακάλυψαν την Ινδία, μια γη που αναζητούσαν· έτσι, ονόμασαν τους ανθρώπους που βρήκαν εδώ Ινδιάνους. Μέσα από το λάθος αυτών των πρώτων αποικιστών ονομαζόμαστε έκτοτε Ινδιάνοι.

Τώρα το μεγάλο ποτάμι του Missouri δια­τρέχει την χώρα που κατοικούσε ο λαός μου. Το κομμάτι της φυλής που κατοικούσε στην ανατολική πλευρά του ποταμού ονόμαζε τον εαυτό του Dakota κι όσοι ζούσαν στη δυτική πλευρά του ονομάστηκαν Lakota. Εγώ γεννήθηκα Lakota. Αργότερα, όταν πολλοί λευκοί άνθρωποι έφτασαν σε αυτή την χώρα, κατάλαβαν ότι η φυλή μου ήταν πολύ ισχυρή και ανεξάρτητη. Διατηρήσαμε τη γη μας, για εμάς, κρατώντας τις άλλες φυλές μακριά μας. Οι πολεμιστές μας ήταν γενναίοι και φημισμένοι για την πολεμική τους ικανότητα.

Γι’ αυτό, όλες οι άλλες φυλές τους φοβούνταν. Οι λευκοί, βλέποντας ότι εμπνέα­με φόβο στις άλλες φυλές που μας περιέβαλλαν, άρχισαν να μας φοβούνται κι αυτοί κι έτσι μας ονόμασαν Sioux. Η λέξη Sioux είναι γαλλική και σημαίνει «κομμένος λαιμός». Οπότε, έτσι γίναμε γνωστοί ως Sioux. Κάποιοι συγγραφείς μάς ονόμασαν «Οι μαχητικοί Sioux», ενώ άλλοι «Οι ισχυροί Sioux». Ο λαός μας ήταν γεμάτος περηφάνεια, αλλά οι γυναίκες μας ήταν ήσυχες και ευγενικές και οι άνδρες γενναίοι και αξιοπρεπείς. Κερδίσαμε το δικαίωμά μας να είμαστε περήφανοι, επειδή ήταν μια βασική αρχή για τους Sioux να είναι γενναίοι και ήταν ασυγχώρητο να είναι κανείς δειλός.

Κάποιοι από τους μεγάλους Sioux ήταν οι Δύο Χτυπήματα, Γρήγορη Αρκούδα, ο Καλά Αγόρια, ο Μαύρο Κοράκι και ο Σιδερένιο Κοχύλι. Όλοι αυτοί οι άνδρες ήταν γενναίοι και είχαν ικανότητες που τους έκαναν θαυμαστούς. Τώρα έχουν παρέλθει, μιας και ήταν άνδρες όσο εγώ ήμουν παιδί. Ο Σιδερένιο Κοχύλι ήταν ο πατέρας του αδελφού μου, του Αρκούδα με το Κοίλο Κέρατο, που ήταν επίσης γνωστός για τη γενναιότητά του. Ο Αρκούδα με το Κοίλο Κέρατο τολμούσε να μιλήσει, όταν οι άλλοι πίστευαν ότι ήταν καλύτερο ή πιο βολικό να παραμένουν ήσυχοι. Τότε υπήρχε ο Μικρή Πληγή, που ήταν πολύ γενναίος και ο Ένα Άλογο, που ήταν μεγάλος αρχηγός και ο παππούς μου. Κι οι δυο αυτοί άνδρες ήταν αξιοσέβαστοι για την καλωσύνη και τη σοφία τους σε ό,τι είχε να κάνει με τη φυλή. Ο Αρκούδα που στέκεται, ο πρώτος, ο πατέρας μου, ήταν γνωστός για το ό,τι ήταν εξαιρετικά δίκαιος. Σε αυτές τις αποφάσεις έκανε χρήση καλής κρίσης και δεν έβλαπτε κανέναν. Όλη του η σκέψη ήταν πώς να κάνει το καλύτερο για τη φυλή του και καμμιά θυσία δεν ήταν τόσο μεγάλη γι’ αυτόν, ώστε να την αποφύγει. Θα έδινε σε όσους χρειάζονταν σε σημείο να έχει ανάγκη ο ίδιος. Πάντοτε θα είναι ένας μεγάλος άνδρας ανάμεσα στους Sioux.

Ίσως ο άνθρωπος που στέκεται ψηλότερα από όλους στη φυλή ως μεγάλος και ατρόμητος πολεμιστής ήταν ο Τρελό Άλογο. Η πίστη του Τρελού Αλόγου στη δύναμη του Μεγάλου Μυστηρίου, για να τον καθοδηγήσει και να τον προστατέψει ήταν ένα θαύμα για όλους τους ανθρώπους της φυλής, που του πρόσφεραν την ολόπλευρη πίστη τους. Φαινόταν να ακολουθεί μια ζωή ταγμένη στη μάχη. Εξέθετε τον εαυτό του ανοιχτά στους εχθρούς των Ινδιάνων και στα στρατεύματα των λευκών, αλλά ποτέ δεν τραυματίστηκε.

Ο πατέρας μου, πιστεύω, ήταν ο μεγαλύτερος αρχηγός που έζησε ποτέ τις ζωές και των Ινδιάνων και των λευκών. Γιατί στα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε σύμφωνα με τις αρχές του Χριστιανισμού και προσπάθησε να είναι καλός πολίτης για την χώρα του. Με ενθάρρυνε να πάω στο σχολείο και να μάθω όσα μπορούσα από τη ζωή που ήταν τόσο διαφορετική από αυτήν που είχαμε γνωρίσει. Ο πατέρας μου ήταν πραγματικά άνδρας με μεγάλο όραμα. Προέβλεψε την μεγάλη αλλαγή που έπρεπε να κάνει ένας Ινδιάνος και πρέπει να τον πλήγωσε που με είδε να βυθίζομαι σε μια ζωή ακριβώς αντίθετη από αυτήν που είχε σχεδιάσει για μένα και ήταν ξένη σε όλες μας τις παραδόσεις. Αλλά θυσίασε τα συναισθήματά του για το καλό της φυλής. Ο πατέρας ήταν ο πρώτος άνδρας που είδε τις ανάγκες των ημερή­σιων σχολείων με επιφύλαξη. Έπειτα, διευκόλυνε τους Ινδιάνους να πάρουν τα σιτηρέσιά τους. Για κάποιο χρονικό διάστημα χρειαζόταν οι Sioux να ταξιδέψουν 50-60 μίλια, για να πάρουν τα σιτηρέσιά τους, αλλά ο πατέρας μου κατάφερε να φέρει τους διαθέσιμους σταθμούς πιο κοντά μεταξύ τους. Μια προσωπική συνήθεια που πάντοτε θαύμαζα σε αυτόν ήταν η τάξη του κι η καθαριότητά του.

Τώρα, κατονομάζοντας αυτούς τους μεγάλους άνδρες, ίσως προσέξατε ότι δεν ανέφερα τα ονόματα που συνήθως βλέπετε να αναφέρονται στα βιβλία που γράφονται από τους λευκούς. Οι λευκοί που έχουν γράψει ιστορίες των Ινδιάνων δεν θα μπορούσαν, φυσικά, να γνωρίζουν τα εσωτερικά ζητήματα της φυλής ούτε τις στάσεις των ανθρώπων γενικότερα. Το σπίτι της φυλής μου, των Δυτικών Sioux, ήταν όλη η περιοχή που τώρα ονομάζεται Βόρεια και Νότια Dakota κι όλη αυτή η περιοχή ανήκε κάποτε στη φυλή μου. Ήταν όμορφη χώρα. Την άνοιξη και στις αρχές του καλοκαι­ριού οι πεδιάδες, όσο μπορούσε να δει το μάτι, καλύπτονταν με βελούδινο πράσινο γρασίδι. Ακόμη κι οι λόφοι ήταν πράσινοι κι εδώ κι εκεί υπήρχε ένα όμορφο ρέμα. Πάνω από τους λόφους περιπλανιόταν το βουβάλι και στο δάσος που συνόρευε με τα ρυάκια υπήρχαν ωραία φρούτα που ήταν δικά μας για να τα συλλέξουμε. Τον χειμώνα τα πάντα καλύπτονταν με χιόνι, αλλά πάντα είχαμε άφθονο φαγητό, μέχρι να έρθει ξανά η άνοιξη. Η ζωή ήταν γεμάτη ευτυχία και ικανοποίηση για το λαό μου. Οι Sioux έζησαν πολύ καιρό σε αυτή την περιοχή. Κανείς δεν ξέρει πόσο πολύ. Αλλά υπάρχουν πολλοί θρύλοι για τη φυλή μου και για τα Κακά Εδάφη και τους Μαύρους Λόφους, που δείχνουν ότι ζούσαμε εκεί πολλά-πολλά χρόνια. Αυτοί οι θρύλοι είναι ιστορικοί και ενδιαφέροντες και θα ειπωθούν σε άλλο βιβλίο.

Ένα tipi ήταν το πρώτο μου σπίτι. Σε αυτό γεννήθηκα κι η πρώτη μου ανάμνηση είναι να παίζω γύρω από τη φωτιά και να με παρακολουθεί η Ινδιάνα μάνα μου. Ως μωρό με κουνούσαν σε μια ινδιάνικη κούνια που κρεμόταν από τους πασσάλους του tipi. Ήμουν ο πρώτος γιος ενός αρχηγού και αναμενόταν να μεγαλώσω και να γίνω γενναίος και ατρόμητος σαν τον πατέρα μου. Πήρα το όνομα Άφθονος Θάνατος. Οι γονείς μου με φώναζαν Ota K’te, που σήμαινε Άφθονος Θάνατος στους Sioux.

Καθώς μεγάλωνα, ο πατέρας μου άρχισε να με διδάσκει όλα όσα ένας μικρός Ινδιάνος θα έπρεπε να ξέρει. Όταν μεγάλωσα αρκετά για να ανεβαίνω σε πόνυ, μου έμαθε να ιππεύω. Έδεσε το πόνυ μου με ένα σχοινί και ίππευσα με αυτό τον τρόπο, μέχρι που έμαθα να το χειρίζομαι μόνος μου.

Όταν είχα μάθει να ιππεύω, πήγαινα σε μικρά κυνήγια μαζί του και μου δίδαξε πώς να σφάζω μικρά θηράματα. Τέλος, έφτασε η μεγάλη μέρα, όταν πήγα σε κυνήγι βούβαλου. Αυτή ήταν μια σημαντική μέρα της ζωής μου, όταν επέστρεψα στο tipi και είπα στη μητέρα μου ότι είχα σκοτώσει έναν βούβαλο. Ήταν περήφανη για μένα κι αυτό με έκανε χαρούμενο.

Έμαθα για τις συνήθειες των άγριων ζώων και πώς να τα παγιδεύω. Έμαθα να κυνηγώ πουλιά με τόξο και βέλος και να τα ψήνω στη φωτιά. Σύντομα έφτασα να γνωρίζω αρκετά για τον καιρό και πώς να προετοιμάζομαι για την έλευση του χειμώνα, στεγνώνοντας δέρματα για ζεστά ρούχα. Γνωρίζοντας όλα αυτά τα πράγματα, δεν φοβόμασταν τη Φύση, αλλά, το αντίθετο, αγαπούσαμε τη Φύση. Μας φαινόταν γενναιόδωρη με όλα αυτά τα πράγματα που μας παρείχε για τις ανέσεις μας.

Σε αυτή την περίοδο ζούσαμε κοντά στη Φύση και δεν γνωρίζαμε τίποτε άλλο πέρα από τη Φύση. Παρατηρούσαμε τα πάντα στην ύπαιθρο και με αυτό τον τρόπο μαθαίναμε πολλά πράγματα που ήταν καλά και βοηθητικά να τα γνωρίζουμε. Ο Ινδιάνος ξέρει ότι η Φύση είναι σοφή και πως κρατώντας τα μάτια μας ανοιχτά, μαθαίναμε τους σοφούς τρόπους της.

Για παράδειγμα, μαθαίναμε να πηγαίνουμε για ύπνο, όταν ο υπόλοιπος κόσμος πήγαινε να ξεκουραστεί. Όταν ερχόταν το σκοτάδι κι όλα τα πουλιά και τα ζώα πήγαιναν για ύπνο, κοιμόμασταν κι εμείς. Αυτό μας βοηθούσε να γίνουμε δυνατοί κι υ­γιείς έτσι, που μεγαλώσαμε και γίναμε δυνατοί, γενναιόκαρδοι άνδρες.

Διδαχτήκαμε να σηκωνόμαστε νωρίς το πρωί πριν το χάραμα. Οι γονείς μας ήξεραν ότι ήταν καλό για μας να σηκωνόμαστε νωρίς, οπότε άρχισαν να μας εκπαιδεύουν από πολύ μικρή ηλικία. Βλέπετε, όλα τα ζώα είναι ξύπνια και ζωηρά πριν την ανατολή του ήλιου, έτσι καταλαβαίνεις ότι θα ήταν κακός κυνηγός όποιος θα ξεκινούσε το κυνήγι, αφού τα θηράματα θα είχαν φύγει. Τότε σε αυτές τις πρώιμες μέρες, όταν η φυλή μας είχε εχθρούς, ήταν απαραίτητο για μας να ξυπνάμε νωρίς, αν επρόκειτο να πάμε για μάχη και δεν αφήναμε τον αντίπαλο να αποκτήσει πλεονέκτημα. Οι λευκοί έχουν το ρητό «Το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι», που σημαίνει ακριβώς το ίδιο με αυτό που σας λέω. Φυσικά, προσπαθήσαμε να υπακούσουμε τους γονείς μας, όταν μας φώναζαν το πρωί και υποτίθεται ότι έπρεπε να σηκωθούμε με το πρώτο κάλεσμα. Ωστόσο, δεν ήταν όλα τα αγόρια Sioux υπάκουα. Κάποια ήταν τεμπέλικα και δεν λάμβαναν σοβαρά υπ’ όψιν τη φωνή του πατέρα ή της μητέρας τους. Όταν ήταν απαραίτητο ένας γονιός να τιμωρήσει ένα ανυπάκουο παιδί, δεν το έκανε με σκληρό τρόπο. Το χειρότερο που έκανε ένας Sioux γονιός ήταν να χύνει κρύο νερό στο πρόσωπο του παιδιού. Αυτό θα ξυπνούσε τα νυσταγμένα αγόρια και τα κορίτσια και θα ντρέπονταν για τον εαυτό τους. Ποτέ δεν μας χτυπούσαν ούτε μας τιμωρούσαν αυστηρά, επειδή οι γονείς Sioux δεν πίστευαν ότι πρέπει να μαστιγώνουν και να χτυπούν τα παιδιά.

Μέσα από αυτή τη μέθοδο ανατροφής, δημιουργούνταν ένας δεσμός ή ένα δέσιμο ανάμεσα στους Sioux γονείς και τα παιδιά έτσι που, με τα χρόνια, ο σεβασμός για τους γονείς μας μεγάλωνε επίσης. Τελικά, όταν μεγαλώσαμε και γίναμε άντρες, προσβλέπαμε στη μέρα, που θα έπρεπε να ανταποδώσουμε στους ευγενικούς μας γονείς, φροντίζοντάς τους στα γεράματά τους. Το θεωρούσαμε ως ευχαρίστηση κι όχι ως καθήκον.

Τώρα, τι κάναμε μόλις σηκωθούμε το πρωί και ξεκινούσε η μέρα μας; Εκείνες τις μέρες δεν είχαμε καλές μπανιέρες και μπάνια, ούτε νιπτήρα. Αλλά τα tipis μας ήταν πάντα κοντά σε μια καθαρή τρεχούμενη ρεματιά κι έτσι το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να τρέξουμε στη ρεματιά, να πάρουμε μια γουλιά νερό, να ξεπλύνουμε καλά τα στόματά μας, να πλύνουμε τα πρόσωπά μας και να πιούμε μια καλή ποσότητα νερού. Αυτό το τελευταίο το κάναμε, επειδή ξέραμε ότι ήταν καλό για την υγεία μας και είναι κάτι που όλοι θα έπρεπε να κάνουν, όταν σηκώνονται νωρίς το πρωί. Η χρήση απλού τρεχούμενου νερού και το να μην αναπνέουμε τίποτε άλλο πέρα από καθαρό αέρα μάς κράτησε το σώμα δυνατό και καθαρό. Είναι γνωστό ότι οι Sioux ήταν υγιείς και σπάνια αρρώσταιναν. Οι περισσότεροι από εμάς έχασαν τη ζωή τους από γηρατειά ή από τραύματα που δεχτήκαμε στη μάχη. Κάποιες φορές, επίσης, ένας άνδρας μπορεί να τραυματιζόταν στη διάρκεια ενός κυνηγιού. Όταν περνούσαμε το ρυάκι και κάναμε το μπάνιο μας, νιώθαμε ωραία και είχαμε μεγάλη όρεξη για πρωινό. Κάθε λίγο ένα αγόρι θα πηδούσε μέσα στο ρέμα και θα απολάμβανε το μπάνιο του. Τότε ήταν κάτι περισσότερο από πιθανό ότι θα ακολουθούσαν κι οι υπόλοιποι από εμάς και θα κάναμε όλοι ένα ωραίο μπάνιο πριν επιστρέψουμε στο tipi, πριν ξεκινήσουμε τη μέρα, τρώγοντας πρωινό. Αυτό το πρωινό γεύμα, όπως γινόταν και με όλα τα γεύματα, αποτελούνταν από κρέας μαγειρεμένο με έναν από τους πολλούς τρόπους, με τους οποίους οι Ινδιάνες ετοίμαζαν το κρέας για τροφή. Δεν πίναμε δυνατό καφέ και ούτως ή άλλως αυτό δεν μας ενδιέφερε. Ούτε είχαμε ψωμί εκείνες τις μέρες.

Κάποιες φορές το κρέας μας βραζόταν και τότε είχαμε σούπα που απολαμβάναμε. Άλλες φορές το κρέας μας ψηνόταν πάνω στην ανοιχτή φωτιά. Αυτό το μέσο μαγειρέματος έδινε στο κρέας μας μια πολύ ωραία γεύση και εάν έμεναν λίγες στάχτες στο φαγητό, δεν μας πείραζε, αλλά απεναντίας μας άρεσε, επειδή ο Ινδιάνος γνωρίζει ότι λίγη στάχτη που τρώγεται μαζί με το φαγητό είναι ένα καλό τονωτικό για το στομάχι. Λειτουργεί σαν καθαριστικό και βοηθάει στην πέψη. Αν και δεν είχαμε ψωμί εκείνη την εποχή, δεν μας έλειπε, επειδή είχαμε άλλα πράγματα στη θέση του. Είχαμε πολλά φυτά που σερβίρονταν καλά με το κρέας μας είτε ωμά είτε μαγειρεμένα. Αυτά τα φυτά και τα βότανα, εκτός από το ότι ήταν καλά για τροφή, ήταν επίσης καλά στο να λειτουργούν ως φάρμακο σε περίπτωση ασθένειας και στη θεραπεία των πληγών. Σχετικά με αυτό θα σας μιλήσω αργότερα. Όταν ερχόταν το καλοκαίρι, εμείς τα αγόρια απολαμβάναμε να μαζεύουμε και να τρώμε τα άγρια φρούτα. Υπήρχαν βατόμουρα που μας άρεσαν πάρα πολύ και κόκκινα φραγκοστάφυλα, που ήταν τόσο ωραία, όταν ήταν ώριμα· το άγριο δαμάσκηνο που είχε μια ιδιαίτερα λεπτή γεύση και το μαύρο κεράσι ήταν χυμώδες, όταν ωρίμαζε. Στη συνέχεια, από το θάμνο του άγριου τριαντάφυλλου (κυνόροδο) μαζεύαμε έναν καρπό που λατρεύαμε. Το φθινόπωρο, αφού τα πέταλα του ρόδου είχαν πέσει, σχηματιζόταν, εκεί ακριβώς που ήταν τα άνθη, λίγα φρούτα που έμοιαζαν με μικροσκοπικά ξινόμηλα. Είχαν ένα όμορφο κόκκινο χρώμα, κάποιες φορές ριγέ και κίτρινο και τα θεωρούσαμε υπέροχα. Οι μητέρες μας κάποιες φορές τα μάζευαν και τα χτυπούσαν και τα έκαναν μπάλες, όπως κάνουν τώρα τα ποπ-κορν. Πόσο πολύ απολαμβάναμε να συλλέγουμε και να τρώμε αυτούς τους υπέροχους καρπούς! Πόσο διασκεδάζαμε να παίζουμε στις όχθες του ποταμού και να ψάχνουμε για φραγκοστάφυλα και βατόμουρα! Δεν υπήρχαν πινακίδες εδώ κι εκεί, «Μείνετε έξω!» ή «Τα αγόρια δεν επιτρέπονται!». Τα πάντα ήταν ελεύθερα για μας και το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν «να πάμε και να τα πάρουμε». Θυμάμαι επίσης ένα μικρό φρούτο ή μούρο που φύτρωνε σε αμμώδη εδάφη σε χαμηλούς θάμνους. Όταν ωρίμαζαν, γίνονταν μαύρα σαν τα κεράσια, έτσι οι λευκοί τα αποκαλούσαν «κεράσια της άμμου». Το όνομα που τους δίναμε εμείς ήταν e-un-ye-ya-pi. Υπάρχει κάτι παράξενο σε αυτά τα κεράσια. Όταν τα μαζεύαμε, στεκόμασταν κόντρα στον άνεμο και ποτέ με τον άνεμο να φυσά από εμάς μέσα στο φυτό. Αν το κάναμε, το φρούτο έχανε κάτι από τη νοστιμιά του, αλλά αν τα μαζεύαμε σωστά, ήταν πιο γλυκά από ό,τι αν τα μαζεύαμε λάθος. Αυτό, πιστεύω, είναι ένα από τα πολλά μυστικά που κατέχουν οι Ινδιάνοι, επειδή δεν συνάντησα ποτέ κανέναν λευκό που να το γνώριζε αυτό.

Αλλά η Φύση έχει δώσει την περισσότερη από τη μυστική της γνώση σε εμάς, παρά στον λευκό άνθρωπο. Μπορεί αυτό να συμβαίνει, επειδή ζούσαμε τόσο κοντά της και το εκτιμούσε αυτό τόσο πολύ. Έπειτα, ένας άλλος λόγος είναι επειδή οι αισθήσεις της όρασης, της ακοής και της όσφρησης των Ινδιάνων είναι πιο κοφτερές από ό,τι οι αισθήσεις του λευκού ανθρώπου. Η ζωή για τον Ινδιάνο είναι σε αρμονία με τη Φύση και με τα πράγματα που τον περιβάλλουν. Ο Ινδιάνος προσπαθεί να συνταιριάξει με την Φύση και να την κατανοήσει, όχι να την κατακτήσει και να την εξουσιάσει. Μας το ανταπέδιδε, μαθαίνοντάς μας πολλά, που ο λευκός άνθρωπος δεν θα μάθει ποτέ. Η ζωή ήταν ένα θαυμάσιο πράγμα, επειδή η μεγάλη ικανοποίηση έρχεται με το αίσθημα της φιλίας και της συγγένειας με τα έμβια όντα γύρω σου. Ο λευκός άνθρωπος βλέπει πάνω από όλα τα έμβια όντα σαν να είναι εχθροί του, ενώ εμείς τα κοιτάζουμε σαν φίλους και ευεργέτες.

Ήταν ένα με το Μεγάλο Μυστήριο και το ίδιο κι εμείς. Μπορούσαμε να νιώσουμε τη γαλήνη και τη δύναμη του Μεγάλου Μυστηρίου στο απαλό γρασίδι κάτω από τα πόδια μας και στον μπλε ουρανό πάνω από εμάς. Όλο αυτό δημιουργούσε μια βαθιά αίσθηση μέσα μας και οι γέροντες σοφοί σκέφτονταν πολλά για αυτό και με αυτό τον τρόπο δημιουργήσαμε τη θρησκεία μας.

Οι παγίδες και το κυνήγι των θηραμάτων ήταν επίσης ένα από τα πρώτα μαθήματα που μάθαινε ένα αγόρι Ινδιάνος. Πριν μεγαλώσουμε αρκετά, για να χρησιμοποιούμε τόξο και βέλος, μαθαίναμε να σκοτώνουμε μικρά ζώα, όπως οι λαγοί, οι σκίουροι και τα ορτύκια ή άλλα πουλιά, πετώντας τους πέτρες. Σκοτώναμε αυτά τα μικρά ζώα για φαγητό και όχι για άθλημα. Οι γονείς μας μάς είχαν πει να μην σκοτώνουμε ζώα ή πουλιά και μετά να τα αφήνουμε στο έδαφος.

Για εξάσκηση και επίσης επειδή το διασκεδάζαμε, θα επιλέγαμε έναν μικρό θάμνο ή χαμόκλαδα, φανταζόμενοι ότι υπάρχει ένα θήραμα σε αυτόν και θα του ρίχναμε ξανά και ξανά, μέχρι να γίνουμε ειδικοί και να μπορούμε να χτυπάμε σχεδόν ό,τι επιθυμούσαμε. Ακόμη και σήμερα είμαι καλός στο να ρίχνω πέτρες και μπορώ να χτυπήσω το σημάδι μου. Θυμάμαι όταν ο αδερφός μου πήρε ένα καινούριο κυνηγετικό όπλο και πόση αγωνία είχε να μου δείξει πόσο καλά μπορούσε να το χρησιμοποιήσει. Μου ζήτησε να πάω μαζί του να ψάξουμε για πάπιες. Όταν φτάσαμε στον ορμίσκο, βρήκαμε την πάπια μας. Ο αδερφός μου, ανυπόμονος να πιάσει την πάπια, γλιστρούσε όλο και πιο κοντά. Είδα ότι η πάπια ετοιμαζόταν να πετάξει και, παρ’ όλο που ήμουν πολύ πίσω από τον αδερφό μου, μάζεψα μια πέτρα και την πέταξα στην πάπια πάνω απ’ το κεφάλι του. Έδειξε ξεκάθαρα την απογοήτευσή του, που δεν είχε την ευκαιρία να μου δείξει πώς δούλευε το όπλο του, ωστόσο ήμασταν τυχεροί που πιάσαμε την πάπια μας. Ήμουν ο μόνος, για να είμαι βέβαιος, που γέλασε πρώτος και, παρ’ όλο που ο αδερφός μου δεν μπορούσε παρά να είναι λίγο απογοητευμένος, γέλασε μαζί μου.

Αν και ακόμη ήμασταν πολύ μικροί, για να χρησιμοποιούμε τόξα και βέλη ή όπλα, δεν πετούσαμε μόνο πέτρες με το χέρι. Ρίχναμε βολές στα θηράματα, στα οποία είχαμε γίνει ειδικοί στο σημάδι. Θα μαζεύαμε ένα ευλύγιστο κλαδί ιτιάς, πεπλατυσμένο λιγάκι στο ένα άκρο, αφήνοντας την άλλη άκρη κυκλική για λαβή. Έχοντας έναν αριθμό από πέτρες κατάλληλου μεγέθους κοντά στο χέρι μας, θα τοποθετούσαμε μία στην πλατιά άκρη του κλαδιού και θα το λυγίζαμε προς τα πίσω με το δεξί χέρι, αφήνοντάς το με μεγάλη δύναμη. Με εξάσκηση θα χτυπούσαμε ο,τιδήποτε στοχεύαμε και, χρησιμοποιώντας ως όπλο αυτό το κλαδί, θα σκοτώναμε λαγούς, σκίουρους ή κοτόπουλα των πεδιάδων, που όλα τους ήταν εξαιρετικό φαγητό, όταν μαγειρεύονταν. Μαθαίναμε ακόμη να χτυπάμε χαλίκια με τον δείκτη κάθε χεριού με τέτοιον τρόπο, που θα χτυπούσαν με ένα κεντρί σαν σφαίρα. Εμείς τα αγόρια παρατασσόμασταν και παίζαμε μάχες, πετώντας αυτά τα βότσαλα μπρος-πίσω μεταξύ μας, χωρίς ποτέ να χάνουμε τον στόχο μας.

Όταν έφτανε ο καιρός να αναλάβουμε το τόξο και το βέλος, μια πολύ πραγματική και σοβαρή εκπαίδευση ξεκινούσε για το αγόρι. Το να φτιάξει το τόξο και το βέλος απαιτούσε επιδεξιότητα και γνώση. Υπάρχει μια μακρά ιστορία που συνδεόταν με την πρώτη χρήση του τόξου και την επίδρασή του στον άνθρωπο. Κάποιοι συγγραφείς που αντιλήφθηκαν τη σημασία του τόξου έχουν γράψει ολόκληρα βιβλία για αυτό. Ο άνθρωπος που έφτιαξε το πρώτο τόξο ήταν πραγματικός εφευρέτης έδωσε στον κόσμο ένα όπλο που επρόκειτο να επιβιώσει για αιώνες μέσα στον χρόνο και να αποδειχτεί χρήσιμο για εκατομμύρια ανθρώπους. Έπρεπε να γίνουμε πολύ επιδέξιοι στην χρήση του τόξου, επειδή στα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας ήταν το μέσο απόκτησης όλης της τροφής μας, κυρίως του βούβαλου. Δεν χρειαζόταν μόνο ένας επιδέξιος, αλλά κι ένας γενναίος άνδρας, για να αντιμετωπίσει ένα κοπάδι βούβαλων με τίποτε άλλο πέρα από ένα αξιόπιστο τόξο και με μια φαρέτρα γεμάτη βέλη. Επίσης, έπρεπε να θυμόμαστε ότι οι εχθροί μας ήταν επιδέξιοι άνδρες με τόξα και βέλη. Νομίζω ότι μπορείτε να καταλάβετε τι σήμαινε αυτό το όπλο για μας και την τεράστια εξάρτησή μας από αυτό. Ήταν το μόνο όπλο που μας προστάτευε από πείνα ή ήττα, οπότε ήταν ασυγχώρητο για έναν Sioux να μεγαλώνει χωρίς να γνωρίζει αυτό το χρήσιμο αντικείμενο. Χωρίς αυτό, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τη ζωή.

σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση

[1]. Η μάχη έγινε 25-26 Ιουνίου 1876. Σε αυτήν οι συνασπισμένες αμερικανικές φυλές των Λακότα, Βορείων Τσεγιέν και Αραπάχο συνέτριψαν το 7ο Σύνταγμα Ιππικού του στρατού των ΗΠΑ. Πέντε από τις 12 ίλες του 7ου Ιππικού αφανίστηκαν και ο σφαγέας, γυναικόπαιδων των αμερικανικών φυλών (στο γνωστό μακελειό παρά τον ποταμό Washita), Τζωρτζ Άμστρονγκ Κάστερ σκοτώθηκε, όπως και δύο από τους αδελφούς του, ένας ανιψιός και ένας γαμπρός του. Ο συνολικός αριθμός απωλειών των ΗΠΑ περιλάμβανε 268 νεκρούς και 55 σοβαρά τραυματίες (έξι από αυτούς υπέκυψαν στα τραύματά τους), συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων ινδιάνων ανιχνευτών Κρου και δύο ινδιάνων ανιχνευτών Πώνυ.

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 186, Οκτώβριος 2018
Both comments and trackbacks are currently closed.
Αρέσει σε %d bloggers: