Κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες ή κτηνοτρόφοι-γεωργοί; (μέρος Γ΄)

Παρακάτω παρουσιάζουμε το τρίτο και τελευταίο μέρος από το άρθρο του Tim Ingold, στο οποίο εξάγει κάποια ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα συμπεράσματα, όσον αφορά την σχέση ανθρώπου-φυτικού/ζωϊκού περιβάλλοντός, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους διεισδύει η έλλογη στην ά-λογη πραγματικότητα κι αντιστρόφως. Εν κατακλείδι γίνεται μια σύντομη παρουσίαση μιας, θα μπορούσαμε να πούμε, «αιρετικής» για το ακαδημαϊκό conclave άποψης, σχετικά με την de profundis (εκ βαθέων) αντίληψη περί μα­γείας στον απολίτιστο κόσμο.

Δημιουργώντας πράγματα, βρίσκοντας πράγματα και μεγαλώνοντας πράγματα

Ας επιστρέψουμε τώρα στο ζευγάρι των αντικρουόμενων αντιλήψεων με τις οποίες ξεκινήσαμε, δηλαδή με τη συλλογή και την παραγωγή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βασικό νόημα της παραγωγής στην εποχή της κατασκευής είναι αυτό της δημιουργίας πραγμάτων, η κατασκευή τεχνητών αντικειμένων, με την επαναδιευθέτηση, τη συγκέντρωση και το μετασχηματισμό των πρώτων υλών, που παρέχει η φύση. Προσδιορισμένη σε αντίθεση με την παραγωγή, η συλλογή έρχεται να δηλώσει την εύρεση πραγμάτων: τη συγκέντρωση των προμηθειών κάποιου, σα να ήταν έτοιμες από το περιβάλλον. Αλλά πώς μπορούμε να «φτιάξουμε» ένα γουρούνι, μια γλυκοπατάτα ή έναν καρπό ή κεχρί; Και πώς, για αυτό το λόγο, μπορούν τέτοια πράγματα να φτιαχτούν εκ των προτέρων;

Πιστεύω ότι αυτή η σύγχρονη έμφαση στην παραγωγή, όταν αναλογιζόμαστε την ειδική σημασία που τείνει να ενσωματωθεί στην αποκαλούμενη «τεχνητή επιλογή» φυτών και ζώων ως το κλειδί για το κριτήριο της διάκρισης της τροφοπαραγωγής από την τροφοσυλλογή και γι’ αυτό τον προσδιορισμό του σημείου μετάβασης από το κυνήγι και τη συλλογή στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Εκτός από τη σύγχρονη βιοτεχνολογία και τη γενετική μηχανική, δεν είναι κυριολεκτικά δυνατό να «δημιουργήσουμε» ένα ζώο ή φυτό, με την έννοια της κατασκευής τους σε φωτογραφική ανατύπωση ή ανθρώπινο σχέδιο. Αυτό που, ωστόσο, κάποιος μπορεί να κάνει είναι να απομονώσει έναν αναπαραγόμενο πληθυσμό, μέσα στον οποίο τα άτομα για αναπαραγωγή επιλέγονται στον βαθμό από τον οποίο συμμορφώνονται σε έναν ιδανικό τύπο. Πράγματι, είναι μόνο από αναφορά σε ένα τέτοιο ιδανικό, που περιορίζεται μέσα στις συλλογικές αναπαραστάσεις της ανθρώπινης κοινότητας, που μπορούμε λογικά να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην τεχνητή και στη φυσική επιλογή (Ingold 1994: 5-6). Αυτός ίσως είναι ο λόγος που η έννοια της εξημέρωσης κατέληξε να είναι τόσο στενά δεμένη με αυτή της αναπαραγωγής: είναι το πιο κοντινό πράγμα με τη διαμόρφωση των μορφών των φυτών και των ζώων σε ένα προκαθορισμένο σχέδιο. Κι αυτός, με τη σειρά του, είναι ο λόγος που οι προϊστορικοί αρχαιολόγοι οι οποίοι διερευνούσαν τις απαρχές της τροφοπαραγωγής, είχαν την τάση να αναζητούν στοιχεία για τη μορφολογική διάσταση των ειδών των φυτών ή των ζώων, αναζητώντας την αρχική τους «άγρια» μορφή, ως απόδειξη ότι η παραγωγή εξελισσόταν.

Αυτή η διαδικασία, ωστόσο, γεννά τις δικές της ανωμαλίες. Επειδή σε πολλά μέρη του κόσμου –και στο παρελθόν, αλλά ακόμη και σήμερα– οι άνθρωποι συνδέονται εμφανώς με τη διαχείριση φυτών και ζώων που δεν διαφέρουν αισθητά από τους άγριους προγόνους τους. Στα σπίτια τους οι Achuar διατηρούν ένα φάσμα από «οικιακά άγρια ζώα» – διάφορα πιθηκοειδή, πουλιά και χοίρους της Ν. Αμερικής (Descola 1994: 90). Τα δάση των υψιπέδων της Νέα Γουινέας είναι γεμάτα με άγριους οικιακούς χοίρους, καθώς και με μια ποικιλία φυτών, που επίσης εμφανίζονται σε καλλιεργημένα χωράφια, που καίγονται (με ανθρώπινη παρέμβαση) για την δημιουργία επιπλέον αγροτικής γης. Και τα χωράφια των νεολιθικών αγροτών στην Beidha, στην Ιορδανία, σύμφωνα με τον Hans Helbaeck, εμφανίζονται με «καλλιεργημένο άγριο σιτάρι» (Helbaek 1966: 62, πρβλ. Jarman 1972: 16).

Η πηγή αυτών των ανωμαλιών βρίσκεται στη μεγάλη διχοτόμηση ανάμεσα στη συλλογή και στην παραγωγή. Με τους όρους αυτής της διχοτόμησης, τα ανθρώπινα όντα πρέπει είτε να βρουν την τροφή τους έτοιμη στη φύση ή να τη φτιάξουν οι ίδιοι. Εν τούτοις, ρωτήστε οποιονδήποτε αγρότη και θα πει, με εύστοχη αιτιολόγηση, ότι η παραγωγή της φάρμας δεν είναι φτιαγμένη με τίποτε παραπάνω από ό,τι βρέθηκε έτοιμη. Αναπτύσσεται. Οπότε, το ερώτημά μας θα πρέπει να είναι ως εξής. Αν συμφωνήσουμε ότι με το να φτιάχνουμε πράγματα εννοούμε το μετασχηματισμό των προ-υπαρχουσών πρώτων υλών, τι εννοούμε με το να αναπτύσσουμε πράγματα; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να στραφούμε στους διαχωρισμούς ανάμεσα στη συλλογή και την καλλιέργεια και ανάμεσα στο κυνήγι και την κτηνοτροφία.

Δύο κοινά θέματα προκύπτουν από τις εθνογραφικές περιπτώσεις, που παρουσιάστηκαν στην προηγούμενη ενότητα, υποδεικνύοντας μια λύση. Πρώτον, το έργο που κάνουν οι άνθρωποι με τέτοιες δραστηριότητες όπως το καθάρισμα του χωραφιού, η περίφραξη, η καλλιέργεια, το ξεβοτάνισμα κλπ. ή η φροντίδα των ζωντανών, στην κυριολεξία δεν δημιουργεί τα φυτά και τα ζώα, αλλά μάλλον δημιουργεί τις περιβαλλοντικές συνθήκες για την καλλιέργεια και την ανάπτυξή τους. «Δέχονται μητρικές φροντίδες», ανατρέφονται, βοηθιούνται –γενικώς, δέχονται φροντίδες και βοηθιούνται. Δεύτερον, η καλλιέργεια φυτών κι η ανατροφή ζώων δεν διαφέρουν τόσο πολύ, κατ΄αρχάς, απ’ το να μεγαλώνει κανείς παιδιά. Βεβαίως, είναι αλήθεια ότι η επί του θέματος σύγχρονη Δυτική σκέψη, επίσης, επεκτείνει τις έννοιες της καλλιέργειας και της ανατροφής στην επικράτεια των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών, αναφερόμενη στην ανθρώπινη περίπτωση του εξευγενισμού του γούστου και των τρόπων (Bouquet 1993: 189-90). Ένας τέτοιος εξευγενισμός, ωστόσο, θεωρείται μια κοινωνικά αποδεκτή μορφή της κυρίαρχης επί της υποτιθέμενης ως έμφυτης ανθρώπινης παρόρμησης κι είναι το αντίστοιχο στο είδος της κυριαρχίας πάνω στο περιβάλλον, που συνεπάγεται η έννοια της εξημέρωσης ως κοινωνική οικειοποίηση της φύσης. Όταν οι γυναίκες Achuar συγκρίνουν τα παιδιά τους με τα φυτά στους κήπους τους ή όταν οι Hageners χρησιμοποιούν τη γλώσσα της καλλιέργειας τόσο για τα παιδιά τους, όσο και για τα γουρούνια τους, δεν έχουν κατά νου αυτό το μοντέλο κοινωνικοποίησης. Όπως το θέτει ο Strathern (1980: 196): «το παιδί αναπτύσσεται σε μια κοινωνική ωριμότητα, παρά εκπαιδεύεται σε αυτήν». Αυτό που παρέχει κάθε γενιά, είτε καλλιεργώντας φυτά, μεγαλώνοντας ζώα ή γεννόντας παιδιά, είναι ακριβώς οι αναπτυσσόμενες συνθήκες, κάτω από τις οποίες μπορεί να εμφανιστεί «η ανάπτυξη της ωριμότητας».

Με βάση τα παραπάνω, πού βρίσκεται η διάκριση ανάμεσα στη συλλογή και την καλλιέργεια και ανάμεσα στο κυνήγι και την κτηνοτροφία; Η διαφορά σίγουρα βρίσκεται σε κάτι παραπάνω από αυτό: το σχετικό πεδίο δράσης της ανθρώπινης ανάμιξης στη δημιουργία των συνθηκών ανάπτυξης. Αυτό δεν είναι μόνο ζήτημα κοινωνικής θέσης, αλλά κυρίως κατηγορίας, που μπορεί να διαφέρει από εποχή σε εποχή. Τα αγριόχορτα μπορεί να γίνουν καλλιεργήσιμα, τα προηγουμένως εξημερωμένα ζώα μπορεί να ξαναγίνουν άγρια. Επί πλέον, μια κρίσιμη μεταβλητή, υποθέτω, βρίσκεται στην πρόσκαιρη αλληλοσύνδεση των κύκλων της ζωής των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών και της σχετικής τους διάρκειας. Οι ζωές των εξημερωμένων ζώων τείνουν να είναι κατά τι πιο βραχύβιες από αυτές των ανθρώπινων όντων, αλλά όχι τόσο σύντομες, ώστε να αποκτήσουν διαφορετική σημασία. Υπάρχει μια αίσθηση, στην οποία οι άνθρωποι και τα οικόσιτα ζώα τους μεγαλώνουν μαζί και στην οποία οι σχετικές ιστορίες της ζωής τους συν κερδίζονται (interwined) ως αμοιβαία συγκροτημένα πλέγματα μιας απλής διαδικασίας. Οι ζωές των φυτών, αντίθετα, μπορεί να έχουν από πολύ σύντομη μέχρι πολύ μακρά διάρκεια, στην πραγματικότητα, από λίγους μήνες μέχρι πολλούς αιώνες.

Τώρα, όπως έχει επισημάνει η Laura Rival, η σχεδιασμένη παρέμβαση και ο έλεγχος στη φύση, που συμβατικά συσχετίζουμε με την ιδέα της εξημέρωσης μπορεί να αντιμετωπίζεται σε σχέση με τα φυτά που «η ανάπτυξή τους είναι πολύ ταχύτερη σχετικά με την ανθρώπινη ανάπτυξη και τη διαδικασία ωρίμανσης» (Rival 1993: 648). Είναι λες και οι άνθρωποι μπορούσαν να υπομένουν την προστασία για την ανάπτυξη των καρπών τους, χωρίς να μεγαλώνουν σημαντικά οι ίδιοι. Αλλά όσο πιο αργά αναπτύσσεται το φυτό κι όσο πιο μακρόβιο είναι, τόσο πιο τεχνητή φαίνεται να είναι αυτή η αντίληψη. Στην περίπτωση των πιο ανθεκτικών φυτών από όλα –όπως κάποια μεγάλα μακρόβια δέντρα– η υπόθεση γίνεται ολοκληρωτικά αστήρικτη. Πράγματι, στο μεγαλύτερο μέρος τους, τα δέντρα δεν προσαρμόζονται βολικά με τους όρους του ορθόδοξου διαχωρισμού ανάμεσα στο άγριο και το εξημερωμένο, που μπορεί να ισχύει για το παράξενο γεγονός ότι, παρά τη φανερή τους σημασία για τους ανθρώπους (όπως δείχνει το παράδειγμα από τους Dogon), είναι πάντοτε απόντα από τις αρχαιολογικές και ανθρωπολογικές συζητήσεις για τη φύση και την παραγωγή τροφής. Για ένα αρχαίο δέντρο, που πρωταγωνιστεί σε διαδοχικές ανθρώπινες γενιές θα φαινόταν πιο κατάλληλο να πούμε ότι έπαιξε το ρόλο του στην εξημέρωση των ανθρώπων παρά στο ότι εξημερώθηκε από αυτούς. Εν συντομία, αυτό που παρουσιάζεται στη λογοτεχνία, υπό το τυπικό της εξημέρωσης, ως υπεροχή και μεταμόρφωση της φύσης μπορεί να είναι περισσότερο μια αντανάκλαση της αυξημένης εξάρτησης από τα φυτά και τα ζώα, που, σε σύγκριση με τους ανθρώπους, είναι σχετικά πιο γρήγορα αναπτυσσόμενα και βραχύβια.

Υποστήριξα ότι τα συστήματα της εξημέρωσης των φυτών και των ζώων θα πρέπει να διακριθούν με τον καλύτερο τρόπο, με όρους που τα ανθρώπινα όντα εμπλέκονται στην δημιουργία συνθηκών για την ανάπτυξη. Για παράδειγμα, κάνουν περισσότερα, όταν καλλιεργούν κήπους, για να υποβοηθήσουν την ανάπτυξη των φυτών, παρά όταν συλλέγουν καρπούς από τους θάμνους. Για να συλλάβουμε την ιδέα, ό,τι απαιτείται είναι μια μεταβολή της προοπτικής: αντί να σκεφτόμαστε τα φυτά ως μέρος του φυσικού περιβάλλοντος των ανθρώπινων όντων, πρέπει να σκεφτούμε τους ανθρώπους και τις δραστηριότητές αυτών ως μέρος του φυτικού περιβάλλοντος εξ ίσου. Αλλά πίσω από αυτή τη μεταβολή βρίσκεται ένα σημείο πολύ πιο θεμελιωδέστερης σημασίας. Αν τα ανθρώπινα όντα από τη μια και τα φυτά και τα ζώα από την άλλη μπορούν να αντιμετωπιστούν εναλλακτικά ως συστατικά το ένα στο περιβάλλον του άλλου, τότε δεν μπορούμε να σκεφτούμε περισσότερο τα πρώτα (τους ανθρώπους) να κατοικούν σε έναν κοινωνικό κόσμο από μόνοι τους, πάνω και πέρα από τον κόσμο της φύσης, στην οποία εμπεριέχονται οι ζωές όλων των άλλων ζωντανών πλασμάτων. Μάλλον, και οι άνθρωποι και τα ζώα και τα φυτά, από τα οποία εξαρτώνται για την επιβίωσή τους θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως σύντροφοι, που συμμετέχουν στον ίδιο κόσμο, έναν κόσμο που είναι συγχρόνως κοινωνικός και φυσικός. Και οι μορφές που παίρνουν όλα αυτά τα πλάσματα ούτε τα παίρνουν εκ των προτέρων ούτε τους επιβάλλονται από επάνω, αλλά εμφανίζονται μέσα σε ένα συσχετικό πλαίσιο αυτής της αμοιβαίας ανάμειξης.

Με αυτό το συμπέρασμα κατά νου, επιστρέφω στα πέντε είδη υλικότητας του Godelier, που επίσης διακρίνονται σύμφωνα με τον τρόπο και την έκταση της ανθρώπινης ανάμειξης στην ύπαρξή τους. Σε τί διαφέρει η διαμόρφωση του Godelier από τη δική μας; Η απάντηση είναι ότι για τον Godelier, ο διαμορφωτικός ρόλος των ανθρώπων βρίσκεται στην ικανότητά τους ως όντων, που από πολλές απόψεις, δρουν πάνω, παρεμβαίνουν σε ή κάνουν πράγματα για να· ένα πεδίο της φύσης που είναι εξωτερικό στον κοινωνικά κατασκευασμένο εαυτό τους. Σύμφωνα με το επιχείρημα που παρουσίασα, αντίθετα, δεν μεταμορφώνουν τόσο τον υλικό κόσμο, όσο παίζει το ρόλο τους, μαζί με άλλα πλάσματα, στον τρόπο που ο κόσμος μεταμορφώνει τον εαυτό του (Ingold 1993: 164). Από αυτή την άποψη, η φύση δεν είναι μια επιφάνεια υλικότητας, πάνω στην οποία χαράσσεται η ανθρώπινη ιστορία· μάλλον, η ιστορία είναι μια διαδικασία, στην οποία και οι άνθρωποι και τα περιβάλλοντά τους καταλήγουν να υπάρχουν, το ένα σε σχέση με το άλλο. Αυτός είναι ένας τρόπος ερμηνείας της τόσο διάσημης, όσο και αινιγματικής παρατήρησης του Marx ότι «η ίδια η ιστορία είναι το πραγματικό μέρος της φυσικής ιστορίας – της φύσης που αναπτύσσεται μέσα στον άνθρωπο» (Marx 1964: η έμφαση προέρχεται από το αρχικό κείμενο). Από την ίδια άποψη, ο άνθρωπος επίσης αναπτύσσεται μέσα στη φύση. Ή με άλλα λόγια, οι ανθρώπινες πράξεις στο περιβάλλον φαίνονται καλύτερα ως ενσωματωμένες στη φύση από ό,τι αναγράφονται, με την έννοια ότι δομούνται ή περισφίγγονται στις μορφές του τοπίου και οι ζώντες κάτοικοί τους με τον τρόπο που εξελίσσεται η ανάπτυξή τους.

Θα ήθελα να συνοψίσω με λίγα λόγια το ζήτημα της μαγείας. Παρατηρείται συχνά στην εθνογραφία μη δυτικών κοινωνιών ότι οι πρακτικές επιβίωσης, πέρα από όλες αυτές του κυνηγιού ζώων και της καλλιέργειας φυτών, συνοδεύονται από μαγικά τραγούδια, ξόρκια ή τελετουργικά, στα οποία τα ζωϊκά ή φυτικά αντικείμενα της προσοχής των ανθρώπων κατευθύνονται από την ικανότητά τους να επιδρούν, να μετακινούνται ή να πείθονται από τους ίδιους μηχανισμούς, που επικαλούνται τα ανθρώπινα όντα. Αυτή είναι η πηγή σημαντικών αινιγμάτων. Πιστεύω, ωστόσο, ότι το αίνιγμα είναι ευρέως ένα κατασκεύασμα των δικών μας κατηγοριών. Για τη διάκριση ανάμεσα σε δύο κόσμους της κοινωνίας και της φύσης, που επίσης υπογραμμίζει τη διχοτόμηση ανάμεσα στην παραγωγή και τη συλλογή, μας αναγκάζει να κατηγοριοποιήσουμε την ανθρώπινη δράση, επίσης, σε δύο είδη. Υπάρχει επικοινωνιακή δράση, που οι άνθρωποι κατευθύνονται ο ένας προς τον άλλο στην κοινωνία και μια τεχνική δράση, που κατευθύνεται από ανθρώπους πάνω στο αντικείμενο-κόσμο της φύσης. Η μαγική δράση, λοιπόν, προσδιορίζεται ως πράξεις που –αν και φαινομενικά επικοινωνιακές– θεωρούνται από τους ίδιους τους συμμετέχοντες ότι έχουν τεχνική αποτελεσματικότητα. Για εμάς, οι ιθαγενείς φαίνονται μπερδεμένοι, αναμιγνύοντας αυτό που εμείς διαχωρίζουμε σε ξεχωριστές κατηγορίες δράσης (Leach 1976: 30).

Κι όμως, το πρόβλημα το έχουμε εμείς, όχι αυτοί. Όπως ο Descola επισημαίνει για τους Achuar, απ’ τη στιγμή που κάποιος αποδέχεται –όπως αυτοί φυσικά– ότι τα καλλιεργημένα φυτά είναι κυρίως πλάσματα, παρά πράγματα, έχει πολύ λογικό νόημα να προσπαθούν να διατηρούν αρμονικές σχέσεις μαζί τους, μέσω μαγικών τραγουδιών, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον ίδιο σκοπό στο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων (Descola 1994: 214). Το λάθος μας είναι να υποθέτουμε ότι η μαγεία στοχεύει να παράγει πραγματικά, φυσικά αποτελέσματα στον κόσμο. Στην πραγματικότητα, κανείς απ’ τους λαούς που χρησιμοποιούν τη μαγεία δεν τη σκέφτεται ως ένα είδος υποκατάστατου για τη σκληρή δουλειά. Αυτό που κάνει η μαγεία είναι να διαθέτει τους ανθρώπους σε μια συγκεκριμένη σχέση με τα πλάσματα που συνθέτουν το περιβάλλον τους, για να προσανατολίζει και να επικεντρώνει την προσοχή τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτύχει ένα είδος απήχησης ή αισθητήριας εναρμόνισης.

Εν συντομία, ο φυσικός πρακτικός αναγνωρίζει ενστικτωδώς αυτό που ο δυτικός αναλυτής θεωρεί τόσο δύσκολο να συλλάβει, δηλαδή ότι οι άνθρωποι δρουν στο περιβάλλον τους εκ των έσω. Εξωτερικά, ενσωματώνονται με δεσμούς στη γη και για τα περισσότερα πλάσματα από τα οποία προέρχονται από αυτήν: είναι ήδη «μέσα» στο περιβάλλον τους πριν κάνουν ο,τιδήποτε «σε» αυτήν. Κι η μαγεία είναι για «να είσαι με» παρά για να «κάνεις σε»: πράγματι θα μπορούσε κάποιος να την αποκαλέσει μια μορφή ποιητικής ανάμιξης. Σε αυτή τη σύνδεση αξίζει να ανακαλέσουμε μια παρατήρηση που ο Bronislaw Malinowski έκανε, όσον αφορά στους κήπους των νησιωτών Trobriant, στην κλασική του μονογραφία Coral gardens and their magic. «Οι κήποι», έγραψε, «είναι, με έναν τρόπο, ένα είδος τέχνης» (1935, I: 80). Ως τέτοιοι, είναι εστίες μεγάλης αισθητικής εκτίμησης. Είναι μακράν πολύ περισσότερο κηπουρική, παρά απλή παραγωγή τροφής, όπως είναι περισσότερο ένα τραγούδι, παρά μια παραγωγή από νότες. Αν το φαγητό ήταν το μόνο αντικείμενο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, τότε ίσως δεν θα υπήρχε ανάγκη για μαγεία. Αλλά για τους επαγγελματίες, που καλλιεργούν καρπούς και μεγαλώνουν ζώα δεν είναι απλώς παραγωγή τροφής, είναι τρόποι ζωής.

σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 151, Ιούλιος-Αύγουστος 2015
Both comments and trackbacks are currently closed.