του ΖΕΡΑΡ ΣΑΛΙΑΝ
μτφ-σχόλια Ελένη Μότσιανου
εκδ. Στοχαστής 2019 / σελ. 90
Το πρωτότυπο κυκλοφόρησε στην Γαλλία το 2017
«Η προπαγάνδα, η έλλειψη παιδείας και η παραπληροφόρηση διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο στη χειραγώγηση των ΜΜΕ και της κοινής γνώμης. Μας ικανοποιεί να χαρακτηρίζουμε «τρομοκρατικά» τα τζιχαντιστικά κινήματα που δρουν στη Συρία και το Ιράκ;
Το μικρό αυτό βιβλίο επιχειρεί να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά και να εντοπίσει την σημασία της απειλής του φαινομένου, που υπό τη τζιχαντιστική του μορφή αποκαλείται τρομοκρατικό. Η σύγχυση, που μεταφέρεται κυρίως από τα τηλεοπτικά μέσα, δεν βοηθά καθόλου να κατανοήσουμε ούτε το ανεξήγητο χάος που επικρατεί στην Εγγύς Ανατολή εδώ και έξι χρόνια, με επίκεντρο τη Συρία και το Ιράκ, ούτε και τις παράπλευρες συνέπειές της.
Η δυτική κοινή γνώμη συμμερίζεται την αντίληψη ότι το στρατευμένο Ισλάμ, με τη μορφή του τζιχαντισμού αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή της εποχής μας. Είναι βάσιμη αυτή η αντίληψη; Δίνοντας μεγαλύτερη προσοχή στις θεαματικές αλλαγές και λιγότερη σε ό,τι προκαλεί μεγάλη αίσθηση στη διεθνή σκηνή, ο σκοπός του σύντομου αυτού δοκιμίου είναι να υπογραμμίσει ότι ο τζιχαντισμός, αν τον συγκρίνουμε με κράτη όπως η Κίνα, που επηρεάζουν τους συσχετισμούς των δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα, δεν μεταβάλλει καθόλου την παγκόσμια καθεστηκυία τάξη (status quo)». (Από τον πρόλογο της έκδοσης)
Ο Ζεράρ Σαλιάν, καθηγητής στον τομέα πολιτικών επιστημών σε διάφορα πανεπιστήμια σ’ ολόκληρο τον κόσμο (Χάρβαντ, Μπέρκλεϋ, Μάντσεστερ, Σιγκαπούρη, Κέιπ Τάουν κ.α.), είναι μελετητής των διεθνών και στρατηγικών σχέσεων, αλλά και των ένοπλων συγκρούσεων και κυρίως των ασύμμετρων πολέμων (ανταρτόπολεμος, «τρομοκρατία»), καθώς τα τελευταία 40 χρόνια γνώρισε από κοντά έναν μεγάλο αριθμό ανταρτοπολέμων στην Ασία, στην Αφρική, και στην Λατινική Αμερική.
Στο παρόν δοκίμιο, ο συγγραφέας χαρακτηρίζει τα τζιχαντιστικά κινήματα επαναστατικά, θεωρώντας ότι για να ορίσουμε ένα κίνημα θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν, όχι τόσο τον απώτερο σκοπό του, αλλά κατ’ αρχήν τον τρόπο δράσης, ο οποίος, όπως και στην περίπτωση του Ισλαμικού Κράτους, παραπέμπει στον ανορθόδοξο πόλεμο και την τρομοκρατία. Στόχος τους είναι η κατάληψη της εξουσίας μέσω του ελέγχου πληθυσμών και της επιβολής διοικητικών δομών, γεγονός που σύμφωνα με τον Σαλιάν, είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι, οδηγεί τα κινήματα αυτά να προσχωρούν στην καινοτομία που επέφερε ο Μάο Τσε Τουνγκ· είναι άλλωστε χαρακτηριστικό, ότι οι Ταλιμπάν εδώ και μια δεκαετία απονέμουν «δικαιοσύνη» στα χωριά των Παστούν.
Ο συγγραφέας παρατηρεί, επίσης, ότι ο όρος υβριδικός πόλεμος δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια σύνθεση από επιχειρήσεις συμβατικών και μη συμβατικών πολέμων, αναφέροντας ότι κατόρθωσε να επιβεβαιώσει επί τόπου αυτό τον τύπο σύρραξης στην περίπτωση της Ερυθραίας, που αγωνιζόταν για την απόσχισή της από την Αιθιοπία κατά την διάρκεια των ετών 1977-1992 και στην Σρι Λάνκα (Τίγρεις Ταμίλ) στην χρονική περίοδο 1987-2007, ενώ η πρώτη του εμπειρία από ανταρτοπόλεμο ήταν το 1966 στην Γουινέα Μπισάου.
Ο Σαλιάν παρατηρεί, ότι στην περίπτωση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου της Ερυθραίας, υπήρξε ιδιαίτερος κόπος, ώστε να εξασφαλιστεί ο πολιτικό-διοικητικός έλεγχος των χωριών, ενώ πάρα το γεγονός, ότι το συγκεκριμένο αντάρτικο κίνημα εξαπέλυε πολύ λίγες επιθέσεις, ήταν σε θέση να καταλαμβάνει με μετωπική σύγκρουση σημαντικά αστικά κέντρα. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και όταν τα αιθιοπικά στρατεύματα, με την υποστήριξη της αεροπορίας επανέλαβαν τις επιθέσεις τους κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’80, το Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο κατόρθωσε να αντισταθεί σθεναρά για μήνες, διεξάγοντας έναν πόλεμο χαρακωμάτων καλύπτοντας τα καταφύγια με ράγες της σιδηροδρομικής γραμμής Τζιμπουτί-Ντίρε Ντάουα.
Ο Σαλιάν υπενθυμίζει ακόμη την περίπτωση του Εθνικού Μετώπου για την Απελευθέρωση του Νότιου Βιετνάμ, το οποίο διεξήγαγε, επίσης, κατά την επίθεση του Τετ από το 1968 τακτικό πόλεμο, παρατεταμένη μάχη στο Κεσάν, περικύκλωση και κατάληψη της Χουέ και στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Σαϊγκόν, μέχρι και εντός της αμερικανικής πρεσβείας.
Ο συγγραφέας μάς προτρέπει, επίσης, να προσέξουμε την περίπτωση του αφγανού στραγητού Μασούντ και τον εντελώς ιδιαίτερο χαρακτήρα της στρατιωτικής και πολιτικής στρατηγικής του, που υποτίμησαν οι Αμερικανοί «φίλοι», παρ’ ότι παρακολουθούσαν από κοντά την σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν:
«Το μοντέλο του –εκτός από την ιδεολογία– προερχόταν από τα κομμουνιστικά κινήματα: σύσταση μιας εμπροσθοφυλακής μέσω εκπαίδευσης στελεχών· συγκρότηση μιας μάχιμης δύναμης πλήρους απασχόλησης (μία καινοτομία στο Αφγανιστάν το 1981-1982) ικανής να μάχεται εκτός του χώρου αλληλοϋποστήριξης –φαινόμενο ασυνήθιστο για εκείνη την εποχή– οικονομική συμμετοχή του πληθυσμού που κινητοποιήθηκε προκειμένου να σιτίσει ή να πληρώσει τους μαχητές. Αποτέλεσμα: με δεδομένα την ορεινή φύση της κοιλάδας του Παντζίρ και τις οργανωτικές δυνατότητες, το Παντζίρ, κατάφερε να αντισταθεί με τακτική μάχη σε τέσσερις επιθέσεις μεγάλης κλίμακας (προσωπικά ήμουν παρών στην τέταρτη). Ωστόσο λίγοι στρατιωτικοί διοικητές εμπνεύστηκαν από το παράδειγμά του».
Όσο για τους Τίγρεις Ταμίλ της Σρι Λάνκα, τους οποίους ο Ζεράρ Σαλιάν παρατήρησε προσεκτικά τόσο το 1987 όσο και το 1999 αλλά και το 2007, χρησιμοποίησαν αποτελεσματικά τον ανταρτοπόλεμο στα βόρεια και στα ανατολικά της χώρας, ενώ ταυτόχρονα μετήλθαν πολύ αποτελεσματικά την «τρομοκρατία», σε μεγάλο βαθμό στοχευμένη, με βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας συχνά γυναικών:
«Οι πολεμιστές τους, υπερβολικά ιδεολογικοποιημένοι, πολύ νέοι, αποκομμένοι από κάθε οικογενεικό δεσμό, έφεραν πάνω τους μία αμπούλα υδροκυανίου κρεμασμένη στο λαιμό με την εντολή να μην παραδοθούν. Συνάμα, διεξήγαγαν με επιτυχία, τις επιθέσεις εναντίον του στρατού της Σρι Λάνκα στα νότια της χερσονήσου Τζάφνα. Διέθεταν, επίσης, μικρές μηχανοκίνητες βάρκες και το πλήρωμα των δυο ατόμων ανατίναζε, πέφτοντας επάνω τους, τα πλοία της Σρι Λάνκα για να διευκολυνθεί η παράδοση των όπλων που χρειάζονταν στο νησί. Διέθεταν ακόμη ταχύπλοα σκάφη. Ο μηχανισμός της προπαγάνδας των Ταμίλ εφαρμοζόταν σε διεθνή κλίμακα και διέθεταν ένα πολύ ανεπτυγμένο σύστημα φορολόγησης της διασποράς σ’ όλο τον κόσμο. Το σημαντικό ποσοστό γυναικών στους Τίγρεις Ταμίλ, όπως και παλαιότερα στην Ερυθραία ή σήμερα στους Κούρδους της Συρίας, σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με το γεγονός ότι οι μαχητές αποτελούν μειονότητα (10-15% του συνολικού πληθυσμού) και μπορούν στρατολογώντας νέες κοπέλες, να διπλασιάσουν την δημογραφική αναλογία, ενώ ανταμείβουν τις γυναίκες με μία θέση, την οποία δεν καταλαμβάνουν στην παραδοσιακή κοινωνία».
Ο συγγραφέας, στην συνέχεια, τονίζει την θέση των νέων τεχνολογιών στην προπαγάνδα των νέων τζιχαντιστικών κινημάτων, ενώ θεωρεί ότι στις παρούσες συνθήκες η «τρομοκρατία» και οι αστικές ταραχές είναι ο μόνος τρόπος να «χτυπηθούν» σήμερα τα βιομηχανικά κράτη, όπως αυτά της Ευρώπης ή της βόρειας Αμερικής, τίμημα, όπως ισχυρίζεται, μικρό για την ηγεμονική θέση που συνεχίζουν να κατέχουν.
Παρ’ όλα αυτά, όπως σημειώνεται στο βιβλίο, ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός, είτε στην τζιχαντιστική του εκδοχή είτε όχι, δεν κατάφερε μέχρι τώρα να δημιουργήσει συνθήκες ενός μαζικού ιερού πολέμου, ούτε καν στην κλίμακα μιας χώρας, με εξαίρεση το Αφγανιστάν των Ταλιμπάν (1996-2001), τα «άπιστα» καθεστώτα δεν έπεσαν, παρά το γεγονός ότι εύκολα διαπιστώνουμε μια «χαοτική» κατάσταση, για την οποία η ευθύνη τόσο των ΗΠΑ όσο και των ευρωπαϊκών κρατών δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη.
Ο συγγραφέας δεν ξεχνά να τονίσει, σ’ αυτό το εμπεριστατωμένο δοκίμιο, τον ρόλο του Σαουδαραβικού κράτους στην άνοδο του στρατευμένου ισλαμισμού:
«Το φαινόμενο αυτό ενθαρρύνθηκε κατά κύριο λόγο, από την Σαουδική Αραβία, η οποία διέδωσε την δική της ουαχαμπιτική εκδοχή για το ισλάμ από την υποσαχάρια Αφρική έως την Ινδονησία και τις Φιλιππίνες. Η Σαουδική Αραβία άσκησε την επιρροή της μέσω οργανώσεων όπως ο Παγκόσμιος Ισλαμικός Σύνδεσμος, η Παγκόσμια Συνέλευση της Μουσουλμανικής Νεολαίας, η Διεθνής Οργάνωση της Ισλαμικής Βοήθειας, με την πολιτική άμεσης επιρροής θρησκευτικού περιεχομένου από το 1964, και την πολιτική της στρατευμένης επανισλαμοποίησης στην ουαχαμπιτική της εκδοχή, μέσω της κατασκευής τζαμιών και χιλιάδων μεντρεσέδων, καθώς επίσης και με την αποστολή ιεροκηρύκων και χρηματικών κεφαλαίων. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι διαδραμάτισαν έναν ρόλο μικρότερο, δεδομένων των μέσων που διέθεταν (Αίγυπτος, Συρία, Σουδάν), αλλά πιο ουσιαστικό, καθώς λειτούργησαν στην βάση τους, όπως ακριβώς στο παρελθόν οι στρατευμένοι «μαρξιστές-λενινιστές». Διατήρησαν, δηλαδή, στενή σχέση με τη λαϊκή τους βάση».
Συσπείρωση Αναρχικών