Δειλά ξυράφια
φρεσκάρουν στους νέους
κλεμμένους στίχους
Κωμικοί με ρόδα στα
χέρια προβάρουν
ομοβροντίες λυγμών
Νέοι καμώνονται
πως γνωρίζουν
το μυστικό της αθανασίας
Γέροι έχουν βγάλει
αποβραδίς
το βούρδουλα
χλευάζοντας τον ήπιο τόνο
του άγνωστου κειμένου
Σε μια καρότσα
μεταφέρεις τους κό(μ)πους
Καθυστέρησες
Δεν θα σε αφήσουν ποτέ σε ησυχία: εσύ θα φύγεις από το θόρυβο
Σε σπασμένα δοχεία
μαζεύουμε τα
κελαριστά γέλια μας
Φυσικοί, καλοπροαίρετοι, σχεδόν ανύπαρκτοι οι κυνηγοί μυρμηγκιών Συνέχεια