Όσο και αν πάσχιζαν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές, στοιβαγμένες σ’ εκείνο τον στενάχωρο τόπο, να τον παραμορφώσουν, όσο κι αν τον είχαν βουλιάξει στην πέτρα για να μη φυτρώνει τίποτε πάνω στη γη συνθλίβοντας και το παραμικρό χορταράκι που ξεμυτούσε, όσο κι αν έπνιγαν τον αέρα στην αιθαλομίχλη του κάρβουνου και του πετρελαίου, όσο κι αν καταστρέφανε τα δέντρα και αποδιώχνανε όλα τα ζώα και τα πουλιά, τόσο περισσότερο η άνοιξη φανέρωνε το αιώνιο μεγαλείο της, ακόμα και μέσα στην πόλη. Ο ήλιος ζέσταινε τη φύση, η χλόη ζωντανεμένη φύτρωνε και καταπρασίνιζε το χώμα, όπου είχε ακόμη απομείνει, όχι μονάχα στα παρτέρια, μα κι ανάμεσα στις πλάκες των λιθόστρωτων λεωφόρων. (ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ, Ανάσταση, κεφ. Πρώτο)
Όσο πιο αλλόκοτα και βίαια εισβάλλουν νέα δεδομένα στις ζωές των ανθρώπων, τόσο αποκαλύπτεται η πνευματική ένδεια. Είτε με την επιβαλλόμενη οικονομική «κρίση», είτε με την λεγόμενη «πανδημία», παίρνονται διαρκώς αποφάσεις εις βάρος της μεγαλύτερης μερίδας των ανθρώπων. Προφανώς χωρίς την συναίνεσή τους, καθώς ο φόβος απώλειας της υλικής ή της φυσικής ζωής καραδοκεί. Οι περισσότεροι αδημονούν να επιστρέψουν στην πρότερη «κανονικότητα». Η κατάχρηση της λέξεως, που εντέχνως πλασάρεται από το σύνολο των ΜΜΕ, καταλήγει να φαντάζει, πως θα επιστρέψουμε σε κάποιον χαμένο παράδεισο. Ο εξοντωτικός ρυθμός, που αποξένωνε τους ανθρώπους της λεγόμενης «κανονικότητας» και συνεχίζει να απασχολεί μια μερίδα εργαζομένων, αναπολείται ως βάπτισμα και γέννηση, συνάμα. Ο ασυγκράτητα ταχύς ρυθμός που διαχώριζε τόσο τα άτομα της κοινωνίας, όσο και τα μέλη της οικογένειας σήμερα θεωρείται ως το μήλο της έριδος. Συνέχεια