Αλλ’ ουδέν έρπει ψεύδος εις γήρας χρόνου.
(Κανένα ψέμα δεν αντέχει στον χρόνο),
Σοφοκλής, Ιχνευταί σάτυροι
Ανασκόπηση στο παρελθόν και η Διαχείριση της κρίσης
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ανιχνεύσουμε και στο βαθμό που μπορούμε να αναδείξουμε, πως υποδέχτηκαν την έκρηξη στο Τσέρνομπιλ και τις συνέπειες της οι τοπικοί, επίδοξοι διαμορφωτές τής εγχώριας λεγόμενης κοινής γνώμης (ΜΜΕ, επιστήμονες, κυβέρνηση, πολιτικά κόμματα κι αρμόδιες υπηρεσίες) τις μακρινές εκείνες μέρες του έτους 1986.
Κατ’ αρχήν το ατύχημα συνέβη στις 25 Απριλίου και ανακοινώθηκε από τους Σοβιετικούς στις 28 Απριλίου, όταν το ραδιενεργό νέφος πέρασε τα σύνορα και το γεγονός δεν μπορούσε πλέον να συγκαλυφθεί.
Τρεις μέρες αργότερα έχουμε την πρώτη επίσημη τοποθέτηση των ελληνικών αρχών: «Η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας παρακολουθεί και ελέγχει την κατάσταση με συνεχείς μετρήσεις στον ελληνικό χώρο», δηλώνει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος με πρόθεση να καθησυχάσει τα ΜΜΕ (και μέσω αυτών τους πολίτες).
Ακόμη πιο καθησυχαστικός σε δηλώσεις του ο τότε αντιπρόεδρος της Επιτροπής Κ. Παπαθανασόπουλος διαβεβαίωνε ότι «δεν δικαιολογείται ανησυχία» («Ε» 2.5.86).
Τα ίδια και από την ΕΕΑΕ την επομένη. Το ανακοινωθέν της δεν περιορίζεται στη διαπίστωση ότι «δεν έχει παρατηρηθεί οιαδήποτε αύξηση ραδιενέργειας στους σταθμούς ελέγχου», αλλά προχωρεί και σε κατηγορηματικές προβλέψεις για την απουσία μελλοντικού κινδύνου: «Ακόμη και σε περίπτωση που οι μετεωρολογικές συνθήκες ευνοήσουν την μεταφορά υπολειμμάτων ραδιενεργού νέφους προς τη χώρα μας», διαβάζουμε, «δεν αναμένεται να σημειωθεί σημαντική αύξηση του επιπέδου ραδιενέργειας, δεδομένης της σημαντικής εξασθένησης του νέφους λόγω του μεσολαβήσαντος χρονικού διαστήματος» («Ε» 3.5.86).
Ενώ εγκύκλιοι του υπ. Παιδείας συνιστούν λ.χ. την «αποφυγή εκδρομών στην ύπαιθρο» και, «αν τα παιδιά βραχούν από βροχή ή λασπόνερα ή κυλιστούν σε βρεγμένο χορτάρι», να κάνουν αμέσως «λουτρό ή καταιονισμό με άφθονο νερό, κατά προτίμηση φυσικής θερμοκρασίας (όχι ζεστό)», ο υπουργός Υγείας Γιώργος Γεννηματάς αποφαίνεται δημόσια, πως «η υγεία του ελληνικού λαού δεν κινδυνεύει βιολογικά μετά το ατύχημα του Τσερνομπίλ, αλλά ψυχικά» και μεταφέρει «διαβεβαίωση» της αρμόδιας Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων της ΕΟΚ ότι «δεν πρέπει να υπάρχει ανησυχία για το καίσιο και το στρόντιο» (14.5.86).
Ταυτόχρονα, οι μηχανισμοί καταστολής ανέλαβαν κάθε εξωκοινοβουλευτική εκδήλωση διαμαρτυρίας. Η πρώτη αντιπυρηνική συγκέντρωση, από αναρχικούς (9.5.86), απαγορεύτηκε από την αστυνομία. Έντεκα άτομα συνελήφθησαν κι εφτά καταδικάστηκαν για «θρασύτητα», επειδή παρέμειναν στον προγραμματισμένο χώρο.
Αυτονόητη θεωρήθηκε, έτσι, η υπεράσπιση της πυρηνικής ενέργειας ως συνώνυμου της προόδου. «Η επιστημονικοτεχνική επανάσταση, σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στην ατομική επιστήμη και τεχνική», διαβάζουμε σε άρθρο της «Πράβδα», που αναδημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» (22.5.86). «Η 30άχρονη και πάνω πείρα αξιοποίησης της ατομικής ενέργειας κατέδειξε την αναγκαιότητα και την ασφάλειά της. Αλλά στην εφαρμογή τής κάθε νέας και περισσότερο πολύπλοκης τεχνικής κανένας δεν μπορεί να μιλά για απόλυτη σιγουριά και ασφάλεια. Η ανθρωπότητα είναι υποχρεωμένη να πληρώνει ακριβά το τίμημα για την τεχνική πρόοδο».
Αυτονόητη και η προσαρμογή της γραμμής στις τοπικές συνθήκες. «Πρώτος ήταν ο Ίκαρος. Γιατί οι σοφοί αρχαίοι Έλληνες είχαν καταλάβει: η πρόοδος απαιτεί και θυσίες» («Ριζοσπάστης», 11.5.86).
Η σχετική ειδησεογραφία του «Ριζοσπάστη» (αλλά και της ομογάλακτης μετωπικής «Πρώτης») στηρίχθηκε αποκλειστικά σε σοβιετικές πηγές.
Στις 18.5.86, π.χ., οι τεχνικές παράμετροι του ατυχήματος αναλύονται από τον ακαδημαϊκό Ιβάν Εμιλιάνωφ, ενώ την πολιτική διάσταση αναλαμβάνει ο δημοσιογράφος του «Νόβοστι» Σπαρτάκ Μπεγκλώφ. Ο ίδιος θα μιλήσει και σε εκδήλωση στη Νομική (13.5), ενώ σε ανάλογη συζήτηση στο Περιστέρι (16.5) ομιλητής είναι ο συνάδελφός του Νικολάι Παστουχώφ.
Η γραμμή είναι εξαιρετικά απλή: «Κανένας κίνδυνος έξω από τα 30 χλμ. (απ’ το Τσερνομπίλ)», δηλώνει ο Λεβ Φεοκτίστωφ, υποδιευθυντής του Ατομικού Ενεργειακού Ινστιτούτου («Ρίζος της Δευτέρας» 19.5.86).
Η εμπιστοσύνη στην απόλυτη ειλικρίνεια των σοβιετικών αρχών θα διατηρηθεί και μετά την πανηγυρική (αλλά ελεγχόμενη) αυτοκριτική των τελευταίων.
Οπλισμένος με την απόφαση του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ, με την οποία αναγνωρίστηκαν «λάθη» κι επιβλήθηκαν κυρώσεις σε αξιωματούχους, ο Παύλος Τσίμας ξεσπαθώνει στις 24.7.86: «Ξέρουμε τώρα με ακρίβεια πώς φτάσαμε στο ατύχημα στο Τσερνομπίλ. Ξέρουμε, επίσης, με ακρίβεια, τα όρια της μόλυνσης, που προκλήθηκε και που περιορίζεται σε μια ακτίνα γύρω από το Τσερνομπίλ, χωρίς να δικαιολογεί τις εξάρσεις του κομπογιαννίτικου πανικού, που ταλαιπώρησαν την ελληνική κοινή γνώμη».
Για τον ίδιο δημοσιογράφο, η (πολιτική) απόφαση του καθοδηγητικού οργάνου του ΚΚΣΕ ισοδυναμεί, όχι μόνο με «απόδειξη ότι όλη εκείνη η εκστρατεία ψεύδους και παραπληροφόρησης που ξεσηκώθηκε τις μέρες του ατυχήματος ήταν μια καλοστημένη πολιτική επιχείρηση κατά της Σοβ. Ένωσης και της Ειρήνης στον κόσμο», αλλά και κλείνει το κεφάλαιο της επικινδυνότητας των πυρηνικών αντιδραστήρων: «Το ατύχημα, λοιπόν, οφείλεται σε μια σειρά ανθρώπινων σφαλμάτων, σε παραλείψεις και παρακινδυνευμένες ανθρώπινες ενέργειες. Κι αυτό σημαίνει ότι τα πυρηνικά ατυχήματα δεν είναι μοιραία, δεν αποτελούν μια υπεράνθρωπη, αδυσώπητη απειλή. Ο κίνδυνος μπορεί να ελεγχθεί».
Σε λαϊκότερο επίπεδο, την όλη στρατηγική θα εξηγήσει –με αφοπλιστική επιχειρηματολογία– ο δημοσιογράφος Σπύρος Κομίνης: «Ας πούμε ότι ο αδελφός σου παρασύρει κάποιον με το αυτοκίνητο. Δε φταίει, είναι νύχτα, πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά του… Θα πας στο δικαστήριο και θα υπερασπιστείς τον αδερφό σου. Εγώ σου λέω ότι θα τον υπερασπιστείς και με ψέματα, αλλά εσύ μπορείς να μου πεις ότι τέτοιο πράγμα δεν θα κάνεις και το δέχομαι. Θα πεις, λοιπόν, στο δικαστήριο ότι ο αδερφός σου δεν πίνει, ενώ η υπεράσπιση του θύματος για να πάρει λεφτά θα λέει ότι ο αδερφός σου ήταν μεθυσμένος. Θα λες ότι ο αδερφός σου είναι προσεκτικός οδηγός, η άλλη πλευρά θα λέει ότι είναι άσχετος και ραλλιτζής. Εσύ θα λες δεν έφταιγε, οι άλλοι θα λένε έφταιγε. Εσύ θα ξέρεις ότι λες την αλήθεια. Ούτε πίνει ο αδερφός σου ούτε τρέχει σαν τρελός, ήτανε ατύχημα, δεν μπορούσε να το αποτρέψει. Αυτό κάνει ο «Ριζοσπάστης«: Υπερασπίζεται τον αδελφό του. Το σοβιετικό λαό και το σοσιαλισμό. Γιατί ξέρει ότι δεν πίνει, δεν οδηγεί επικίνδυνα, όπως εσύ θα κόβεις το κεφάλι για τον αδερφό σου. Και δεν λέει ψέματα» («Δεοντολογία, ιδεολογία και ουσία», «Ρίζος της Δευτέρας» 19.5.86).
Ας ανατρέξουμε και σε κάποιες δηλώσεις της εγχώριας επιστημονικής κοινότητας.
«Η συνολική επιβάρυνση του πληθυσμού της χώρας μας από το πυρηνικό ατύχημα υπολογίζεται σε 8 περίπου μιλιρέμ», εξηγεί την ίδια μέρα στο «Ριζοσπάστη» ο λέκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών, πυρηνικός φυσικός-υγειοφυσικός, Λουκάς Σακελλίου.
«Η τιμή αυτή είναι πολύ μικρότερη και από την πιο απλή ακτινογραφία. Σαν μέτρο σύγκρισης θα σας έλεγα ότι η ποσότητα αυτή, ως προς τα πιθανά αποτελέσματα, ισοδυναμεί μ’ ένα αεροπορικό ταξίδι στην Αμερική και είναι πολύ μικρότερη από τον κίνδυνο, που διατρέχει ένας καπνιστής, που καπνίζει ένα τσιγάρο την ημέρα και μόνο από τη ραδιενέργεια του τσιγάρου».
«Νερό του Καματερού θυμίζει όλη αυτή η υπόθεση με τη ραδιενέργεια», ξεσπαθώνει με τη σειρά του ο αντιπρόεδρος της ΕΕΑΕ, Κώστας Παπαθανασόπουλος, προσθέτοντας ότι «ο κόσμος έχει κυριευθεί από πανικό που φθάνει τα όρια της υστερίας. Κι όλος αυτός ο θόρυβος γίνεται χωρίς να υπάρχει πρόβλημα. Καθημερινά οι τιμές της ραδιενέργειας πέφτουν» («Πρώτη» 10.5.86).
Στο «Βήμα» στις 11.5.86, πάλι, ο δόκτωρ ραδιοβιολογίας-ραδιογενετικής Λευτέρης Σιδέρης υπολογίζει με απόλυτη βεβαιότητα, «πάντα μέσα στα όρια του στατιστικού σφάλματος», ότι οι συνέπειες του Τσερνόμπιλ στην Ελλάδα θα περιοριστούν σε «περίπου 19» καρκίνους και «περίπου 6» σοβαρές αλλοιώσεις σε νεογέννητα.
Στο ίδιο φύλλο, άλλοι επιστήμονες καταφεύγουν σε γενικότερες αποφάνσεις. «Η ηθική της σημερινής κοινωνίας έχει αποδεχθεί, επιτρέπει το ριψοκίνδυνο σε όλες του τις εκφράσεις», ξεκαθαρίζει ο Στέφανος Χαραλάμπους, καθηγητής στο ΑΠΘ, επιστρατεύοντας μια βολική αποστροφή του Μολιέρου: «Μισώ τις μικρόψυχες καρδιές που, από υπερβολική πρόβλεψη για τα επακόλουθα των πραγμάτων δεν τολμούν να επιχειρήσουν τίποτε…».
Λιγότερο ποιητικός αλλά εξ ίσου αποφασιστικός αποδεικνύεται ο καθηγητής της Ιατρικής Χαράλαμπος Προυκάκης: «Δεν υπάρχει καμμιά απόλυτα ασφαλής ανθρώπινη δραστηριότητα. Έτσι π.χ. η χρήση ηλεκτρισμού στα σπίτια και στη βιομηχανία προκαλεί δεκάδες θανάτους από ηλεκτροπληξία κάθε χρόνο, η κολύμβηση και η ορειβασία προκαλούν επίσης θανάτους κ.ο.κ. Επομένως η έννοια της ασφάλειας (ή της αποφυγής του κινδύνου) στην πραγματικότητα ταυτίζεται με την απόφαση για την αποδοχή του».
Όλα αυτά θα ήταν μάλλον γραφικά και η θύμηση ή η εξιστόρησή τους θα γινόταν αφορμή για γέλωτες μέχρι δακρύων ίσως, αν η σοβαρότητα του ζητήματος δεν ήταν, είναι και θα είναι υψίστης σημασίας.
Η χρονική απόσταση των γεγονότων μάς δίνει την ευκαιρία να ανακαλύψουμε αρκετά πράγματα και σε διαφορετικά πεδία.
Κατ’ αρχήν βλέπουμε ότι η επιλογή της εξουσίας, για την διαχείριση του ζητήματος είναι η υποβάθμιση του και ο καθησυχασμός των ανθρώπων και όχι η τρομοκράτησή τους, όπως επιλέγεται σε άλλες καταστάσεις στις οποίες προκρίνεται ως διαχειριστική τακτική. Σε όλες τις περιπτώσεις «έκτακτης ανάγκης» η στρατηγική διαχείρισης είναι επιλογή της εξουσίας και στον πυρήνα της υπάρχει η απόκρυψη της αλήθειας, με σκοπό την ποδηγέτηση του κόσμου.
Ας κάνουμε ένα υποθετικό ερώτημα, εάν το πολιτικό σύστημα και οι σφογγοκωλάριοί του ενημέρωναν ειλικρινώς τον κόσμο για τις πραγματικές συνέπειες από την έκρηξη και την διάχυση της ραδιενεργούς μόλυνσης σε γη, αέρα και νερό τί θα είχε συμβεί; Σίγουρα, οι διαφωνούντες και ενάντιοι δεν θα απομονώνονταν, δεν θα εδέχονταν το μένος της κρατικής καταστολής και το σημαντικότερο, οι πολιτικές ισορροπίες του τρόμου ανάμεσα στα εξουσιαστικά συμφέροντα θα υφίσταντο, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ένα καίριο πλήγμα που η παρακαταθήκη του θα ήταν πολύτιμη. Άρα η απόκρυψη της αλήθειας, η διαστρέβλωση της και η μετέπειτα χρησιμοποίησή της, έρχεται σε πείσμα όλων να επιβεβαιώσει, πως ο αγώνας για την ελευθέρια εμπεριέχει την άγρια ομορφιά της αλήθειας.
Εδώ, λοιπόν, ξεκινούν τα δύσκολα και καλείται ο καθείς να ζυγίσει τις αποφάσεις του, διότι όσο αποδεχόμαστε τον πλήρη έλεγχο της ζωής μας μέσω της τεχνολογίας, με ό,τι αυτή συνεπάγεται και γίνεται σάρκα εκ της σαρκός μας, τόσο πιο ανεκτικοί και παθητικοί θα γινόμαστε στην χρήση και της πυρηνικής ενέργειας, διότι η πρόφαση για την χρήση της από την κυριαρχία ως μοντέλο ανάπτυξης επικαλείται την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών. Οπότε, όσο παραδινόμαστε σε αυτόν τον τρόπο ζωής, όσο εξαρτόμαστε από μία ακόρεστη δίψα για την υλοποίηση ψευδών και πλαστών αναγκών, τόσο θα αφηνόμαστε ως έρμαια στην ακόρεστη δίψα της εξουσίας για δύναμη και έλεγχο.
Απάτσι