Έχοντες υπ’ όψιν μας τα όσα συνέβησαν μετά την επανάστασι στη Ρωσσία, το 1917,[1] μας δίνεται η δυνατότητα να προσεγγίσουμε ορισμένες ιδιαίτερα καθοριστικές καταστάσεις, οι οποίες συνθέτουν το σύνολο του πλέγματος των εξουσιαστικών σχέσεων και αντιθέσεων κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα.
Οφείλουμε να παραδεχθούμε, ότι η πολυσυνθετότητα των καταστάσεων οι οποίες ανεδείχθησαν, αμέσως μετά την επανάστασι, είχαν σχέση με το ζήτημα των διαδικασιών αναδιοργανώσεως της Τάξεως επί νέων βάσεων και συμφώνως προς τα δεδομένα, τα οποία ανέδειξε ο επαναστατημένος κοινωνικός χώρος. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει όλα τα, εν δράσει και κατεστημένα, μέχρι την στιγμή της κοινωνικής έκρηξης τμήματά της, καθώς και εκείνα τα οποία εκμεταλλευόμενα τις συνθήκες αναταραχής και κρίσεως επιδιώκουν να συσσωματωθούν ή ακόμη και να αναδειχθούν ως καθοριστικοί συντελεστές της Ταξικής μεταμορφώσεως.
Προκειμένου να μην υπάρξουν παρερμηνείες, οφείλουμε να κάνουμε σαφές πως αυτό το οποίον ίσχυσε ήταν η προσπάθεια μιας μερίδας ατόμων, οι οποίοι ανήκαν στα μεσαία στρώματα της κοινωνίας και πλαισιώθηκαν, μέσω οργανωτικών δομών (όπως το εκάστοτε κόμμα και οι οργανώσεις του), τόσον από άτομα παρεμφερούς κοινωνικής συστάσεως όσον και από εργατικά στοιχεία. Αυτή η πλαισίωσις υλοποιήθηκε μέσω πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων, ένα μέρος των οποίων επαγγελόταν την κυριαρχία μιας ανύπαρκτης, εν γένει, εργατικής τάξεως. Στην πραγματικότητα, επιδιώκετο η ενσωμάτωση των υψηλών και μεσαίων στελεχών του κόμματος στην ήδη υπάρχουσα Τάξι. Συνέχεια