«Η «αντικειμενική» σύγκλιση Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ έχει προχωρήσει πολύ σε ό,τι αφορά τις γενικές ιδεολογικές στάσεις και τοποθετήσεις των εκλογικών τους σωμάτων. Τα δύο κόμματα «μοιάζουν» αρκετά, αναπαράγοντας στο εσωτερικό τους τις ίδιες διαιρέσεις οι οποίες, επιπλέον, εμφανίζονται σε αρκετές περιπτώσεις ομοιόμορφα κατανεμημένες. Και τα δύο κόμματα εξουσίας τείνουν είτε στις μεσαίες θέσεις των κλιμάκων που κατασκευάστηκαν είτε παραμένουν μετέωρα, δείχνοντας ότι το ιδεολογικο-πολιτικό τους στίγμα είναι ασθενές, ενώ μειώνεται και η μεταξύ τους διαφορετικότητα. Επιδιώκοντας να διευρύνουν τα εκλογικά τους όρια ρευστοποιούν τις τοποθετήσεις τους και περιορίζουν, σε τελική ανάλυση, την εκλογική τους επιρροή. Από τα δύο κόμματα εξουσίας, τη μεγαλύτερη αμφισημία και το ασθενέστερο στίγμα παρουσίασε το ΠΑΣΟΚ, καταδεικνύοντας ότι, τη χρονική περίοδο στην οποία αναφερόμαστε, πρόκειται για τον ασθενή κρίκο του κομματικού συστήματος». (Βερναρδάκης Χριστόφορος, Ιδεολογικές αξίες, πολιτικές στάσεις και ηγεμονία: οι «ισχυρές μεταβλητές» της πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς στη συγκυρία των βουλευτικών εκλογών του 2007)
Έχουμε επανειλημμένα τονίσει ότι κάθε κόμμα, συμπεριλαμβανομένων των κομμάτων που ποτέ δεν διαχειρίστηκαν την εξουσία, είναι ζωτικής σημασίας στο σχηματισμό της καθεστωτικής πραγματικότητας κάθε κράτους. Με άλλα λόγια τα κόμματα βρίσκονται στο σκληρό πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Τα πολιτικά κόμματα, ταυτόχρονα «πρακτορεύουν» και εξυπηρετούν ποικίλα κοινωνικά, αλλά και οικονομικά συμφέροντα σε μια διαρκή σχέση εξάρτησης, που παρ’ όλα αυτά χαρακτηρίζεται από μια διαρκή κινητικότητα.
Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο μπορούμε να τοποθετήσουμε την ιδεολογική σύγκλιση των κομμάτων, αλλά και την επανεμφάνιση της (υποτιθέμενης) όξυνσης των ιδεολογικών διαφορών τους σαν βάση της οργάνωσης και έκφρασης της πολιτικής.
Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα αποτυπώνεται με ξεκάθαρο τρόπο στις «στιγμές» που σημαδεύουν βαθιές μεταβολές σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, τόσο σε περιόδους «κρίσεων» όσο και σε περιόδους «ακμής».
Εδώ εύκολα θα διακρίνουμε και στις δύο προαναφερόμενες «φάσεις», που φυσικά συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, ότι ο «κατακερματισμός» ανοίγει τον δρόμο για την «ενοποίηση», αλλά και αυτή καθαυτή η ενοποιητική διαδικασία «ανέχεται» τάσεις διαίρεσης εφ’ όσον ενισχύουν τους ευρύτερους κυριαρχικούς σχεδιασμούς.
Ας δούμε, όμως, ένα παράδειγμα.
Το 1992 ο Ανδρέας Παπανδρέου απαγόρευε στους φανατικούς οπαδούς της βάσης του Πασοκ να αποκαλούν «χούντα» την τότε κυβέρνηση της ΝΔ, που σημειωτέον τον είχε παραπέμψει στο Ειδικό Δικαστήριο μ’ αφορμή το «σκάνδαλο» Κοσκωτά, ο «οραματισμής» Λαλιώτης αναζητούσε «μεγάλες ιδέες ανάτασης πέρα και έξω από τα κόμματα», ο Γεννηματάς είχε ήδη προ καιρού προχωρήσει στην «αυτοκριτική» του για «το χρονοντούλαπο της ιστορίας», στο οποίο θα κατέληγε η «επάρατη δεξιά», ενώ ακόμη και οι «αυριανιστές» χαμήλωναν τους τόνους, με τον Κουρή (εκδότης της εφημερίδας Αυριανή, που καμάρωνε ότι γκρέμισε τον «καραμανλισμό) να ζητά από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να αξιοποιήσει το κύρος του χάριν του τόπου, εξηγώντας ότι «καραμανλισμός» ήταν μια «νοοτροπία που δεν υπάρχει πια».
Οι «εξελίξεις» αυτές, που σημαδεύουν την εγχώρια πολιτική σκηνή, αποτελούν φυσικά συνέχεια της ιδεολογικής αναπροσαρμογής, έτσι όπως αυτή καταγράφεται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, και επιβλήθηκε με τον δέοντα τρόπο, ώστε να απορροφηθεί αφ’ ενός από την υπάρχουσα κομματική βάση, και αφ’ ετέρου να προσελκυθούν εκείνοι οι κρίσιμοι ψηφοφόροι, οι οποίοι μετακινούνταν παραδοσιακά ανάμεσα στα δύο μεγάλα τότε κόμματα.
Ταυτόχρονα, όμως», οι «εξελίξεις» αυτές αποτελούν υποχρεωτικές κινήσεις προσαρμογής στις διεθνείς εξελίξεις.
Στις 7 Φεβρουαρίου του 1992 υπογράφεται στο Μάαστριχτ στις Κάτω Χώρες η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου θεσπίζονται σαφείς κανόνες για το μελλοντικό κοινό νόμισμα, αλλά και για την κοινή εξωτερική πολιτική και ασφάλεια, αποφασίζεται στενότερη συνεργασία στο τομέα των εσωτερικών υποθέσεων, στον τομέα της «δικαιοσύνης».
Μ’ άλλα λόγια, τα εθνικά κράτη με την Συνθήκη του Μάαστριχτ παραχωρούν περαιτέρω προνόμια και εξουσίες σε υπερεθνικούς θεσμούς, ενώ, επίσης, θεσμοθετείται η ευρωπαϊκή ιθαγένεια, που τηρείται μαζί με την εθνική ιθαγένεια, δίνοντας στους κατόχους το δικαίωμα να κινούνται, να διαμένουν και να εργάζονται οπουδήποτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και το δικαίωμα να ψηφίζουν και να θέτουν υποψηφιότητα για ευρωπαϊκά και δημοτικά αξιώματα. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ ακολουθεί την επανένωση του γερμανικού κράτους, και γενικότερα εντάσσεται στην ευρύτερη ενοποιητική διαδικασία της κυριαρχίας, που σηματοδότησε το «γκρέμισμα του τείχους» ανάμεσα στα δύο συστήματα κυριαρχίας.
Την ίδια περίοδο ο ΣΥΝ, σύμφωνα και με τον Θ. Διαμαντόπουλο (καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), «ως συνέχεια του ρεύματος της ανανεωτικής και αμφισβητισιακής αριστεράς, αν και ακόμη σε επί μέρους ζητήματα, πολιτισμικού φιλελευθερισμού, κοινωνικά ή άλλα, τοποθετείται αριστερότερα του ΠΑΣΟΚ, για λόγους αυτοσυντήρησης είναι υποχρεωμένος να εναλλάσσει τις συγκλίσεις του με τα δυο μεγαλύτερα κόμματα εξουσίας, κατά τα θέματα, τις περιόδους και τις περιστάσεις».
Έτσι, ο τότε ΣΥΝ, λειτουργικότατα για το σύνολο του πολιτικού συστήματος έπαιξε ρόλο ως ο ενδιάμεσος μάλλον και πάντως σε κάθε περίπτωση ο «ευκίνητος» πόλος ενός δικομματισμού, που παρ’ όλα αυτά δεν απειλούσε την προς τα αριστερά πασοκική επικυριαρχία.
Αναφερόμαστε ενδεικτικά σ’ αυτήν την περίοδο γιατί θέλουμε να γίνει κατανοητό ότι οποιαδήποτε κατάσταση επιβολής που φαντάζει «νέα» ή «πρωτόγνωρη», στην πραγματικότητα εδράζεται σε καταστάσεις προγενέστερες, γεγονός που καταδεικνύει την προετοιμασία των εξουσιαστών για το επόμενο βήμα, παρ’ ότι σε πολλές περιπτώσεις αυτό αργεί ή αναβάλλεται. Αυτή η αναβολή οφείλεται εν πολλοίς στην πραγματικότητα του κοινωνικού ανταγωνισμού, αλλά και στην ένταση των κοινωνικών συγκρούσεων και εν γένει στην έκφραση κοινωνικής άρνησης όσον αφορά τους εξουσιαστικούς σχεδιασμούς. Αυτή ακριβώς η «καθυστέρηση» μπορεί να δημιουργεί εμπόδια στην κυριαρχία, αλλά δυστυχώς δεν αρκεί ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες οριστικής καταστροφής των εξουσιαστικών σχεδίων.
Το 2007 ο υπουργός επικρατείας Χριστόφορος Βερναδάκης (καθηγητής πολιτικών επιστημών) εκτός των άλλων «διάβαζε» ήδη την δυναμική του Συριζα, καθώς και τις αιτίες της επικείμενης ανόδου του εκτιμώντας ότι η «τελευταία περίοδος, ωστόσο, έχει διαφοροποιήσει ριζικά την εικόνα του κόμματος. Όπως φάνηκε και από την τοπογραφία των κλιμάκων, η ιδεολογικο-πολιτική του συνοχή είναι τόσο ισχυρή που καταγράφεται πλέον αυτόνομα ως ο βασικός πόλος όλων σχεδόν των κοινωνικών αντιθέσεων, που διαπερνούν το εκλογικό σώμα. Γι’ αυτόν τον λόγο και η μετεκλογική του δυναμική εκφράζεται με υψηλά ποσοστά πρόθεσης ψήφου. Η ιδεολογικοπολιτική του συνοχή προδικάζει τη μετάβασή του από ένα «μικρό προοδευτικό κόμμα» σε έναν «ισχυρό κομματικό πόλο της Αριστεράς».
Μπορούμε, λοιπόν, να «ψάξουμε» τις ρίζες της ενοποιητικής διαδικασίας που εξελίσσεται όσον αφορά τις κομματικές συγκλίσεις, φθάνει να έχουμε ειλικρινείς προθέσεις.
Μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε, όχι βέβαια ως «προφήτες» ούτε ως συνωμοσιολόγοι, τους σχεδιασμούς και τις συμφωνίες, που έχουν δρομολογηθεί προ πολλού για την εδραίωση του λεγόμενου Μεγάλου Συνασπισμού που «αποκάλυψε» πρόσφατα η Ντόρα Μπακογιάννη ότι αφορούσαν την περίοδο που πρόεδρος της ΝΔ ήταν ο Ε. Μεϊμαράκης. «Αποκαλύψεις» που γίνονται, όχι για να «καεί» ένα ακόμη σενάρίο, αλλά αντίθετα για να προχωρήσουν περεταίρω και μάλιστα εν μέσω προεκλογικής περιόδου.
Για αυτόν τον λόγο νομίζουμε ότι το μέγεθος της απάτης περί όξυνσης του πολιτικού κλίματος πρέπει να καταδειχθεί με κάθε τρόπο.
Γι’ αυτόν και άλλους χίλιους ακόμη λόγους θεωρούμε ότι η εκλογική απεργία ως πρόταγμα, αλλά και ως έμπρακτη κοινωνική στάση άρνησης κάθε μορφής εθελοδουλείας μπορεί να συνταράξει τους εξουσιαστικούς σχεδιασμούς.
Συσπείρωση Αναρχικών