«Τά λόγια ἵπτανται, τά γραπτά μένουν»
«Ἔπεα πτερόεντα»(=λόγια πτερωτά, πού πετοῦν), Ὁμήρου, Ἰλιάς, Α, 201.
Τεκμήρια γραφῆς καί χρήσεως τῆς ὁμιλίας
Πρίν προχωρήσωμεν στήν ἀνάλυσιν τῶν θεμάτων, πού ἔχουν σχέσι μέ τήν γλῶσσα θά κάμνωμεν ὁρισμένες ἐπισημάνσεις.
Λέγεται ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι ἑνιαία. Παρ’ ὅτι ὑπάρχει μεγάλη δόσις ἀληθείας εἶναι χρήσιμον νά εἰπωθῆ ὅτι στόν ἑλλαδικό χῶρο τά γλωσσικά ἰδιώματα πού ὠμιλοῦντο κατά τήν ἀρχαιότητα ἦταν περισσότερα τοῦ ἑνός. Ἑπομένως, τό ἑνιαῖο συνυπάρχει μέ τήν πολυμέρεια. Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι μία σειρά ἀπό διαλέκτους ἤ γλῶσσες κατετάχθησαν ὡς ὑποδιαιρέσεις αὐτοῦ πού ὀνομάζεται Ἑλληνική. Ὑπάρχει, μάλιστα, μία ἰδιαιτέρως λεπτομερής καταγραφή αὐτῶν τῶν διαλέκτων.
Ἐν τούτοις, μετά ἀπό ἔρευνες, ἔχει ἐξακριβωθεῖ ὅτι παρά τίς διαφορές, οἱ ὁποῖες ὑπῆρχαν μεταξύ τῆς Ἰωνικῆς καί τῆς Ἀττικῆς ἤ τίς ἰδιαιτερότητες τῆς Ἀχαϊκῆς (Αἰολικῆς), ὁ κορμός τῆς γλώσσης ἦταν ἑνιαῖος. Αὐτό τό συμπέρασμα προφανῶς καί δέν ὀφείλεται σέ κάποιου εἴδους κατασκευή, ἀλλά σέ μίαν πραγματικότητα τήν ὁποίαν ὀφείλομεν νά ἀναγνωρίσωμεν.
Εἶναι αὐτονόητον ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ἔρευνες καί τά συμπεράσματα βασίζονται καί ὀφείλονται σέ γραπτά κείμενα πού προέρχονται ἀπό διάφορες πηγές. Σχετικῶς μέ αὐτές τίς πηγές ἔχει ἐκφρασθεῖ κατά καιρούς ὁ ἰσχυρισμός ὅτι ἡ γλῶσσα πού ἔφθασε ἕως ἐμᾶς εἶναι αὐτή τῆς λογοτεχνίας καί τῶν ἐπιγραφῶν, ἐνῶ οἱ πληθυσμοί τῶν διαφόρων περιοχῶν ὁμιλοῦσαν «φυσικά καί ἀβίαστα». Εἶναι σαφές ὅτι ὑπῆρχε, ὑπάρχει καί θά ἐξακολουθεῖ ἐπί μακρόν νά ὑφίσταται, διαφορά μεταξύ τοῦ γραπτοῦ καί τοῦ προφορικοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖον ἐκφράζονται οἱ ἄνθρωποι. Ὅμως, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὑπάρχουν δυό γλῶσσες, ἡ «φυσική ἤ ἀβίαστος» καί ἡ «ἀφύσικη ἤ ἐξαναγκαστική». Συνέχεια