της SHEILA FITZPATRICK
σελ. 645 / Εκδ. Μεταίχμιο

Η αυστραλέζα ιστορικός Sheila Fitzpatrick, η οποία ειδικεύεται στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, στην Εισαγωγή του βιβλίου σκιαγραφεί τονρόλο των «Συμβούλων» του Στάλιν προετοιμάζοντάς μας για μιαπραγματικά συγκλονιστική συνέχεια: «Αυτή η ομάδα –γύρω στα δέκα δώδεκα άτομασε οποιαδήποτε δεδομένη περίοδο, όλοι άντρες– δημιουργήθηκε την δεκαετία του 1920, συγκρούστηκε με τις ομάδες της αντιπολίτευσης με επικεφαλής τον Λεβ Τρότσκι και τον Γκριγκόρι Ζινόβιεφ μετά τον θάνατο του Λένιν, και περιέργως συνέχισε να υπάρχει επί τριάντα χρόνια, δείχνοντας μια ικανότητα ως φοίνικας να αναγεννάται και να επιβιώνει από καταστάσεις που την απειλούσαν, όπως οι Μεγάλες Εκκαθαρίσεις, η παράνοια των τελευταίων χρόνων του Στάλιν και οι κίνδυνοι της μεταβατικής μετά Στάλιν εποχής. Τριάντα χρόνια είναι μεγάλο διάστημα για να συνεχίσει να λειτουργεί μια ομάδα στην πολιτική, ακόμα και σε πολιτικά κλίματα λιγότερα θανατηφόρα από εκείνα της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον Στάλιν. Η ομάδα διαλύθηκε τελικά το 1957, όταν ένα μέλος της (ο Νικήτα Χρουστσώφ) έγινε ο νέος αρχηγός και απομάκρυνε τους υπόλοιπους».
Η Fitzpatrick εξηγεί ότι τα πρόσωπα αυτά, παρ’ ότι δεν διεκδικούσαν την ηγεσία από τον Στάλιν, όχι μόνο δεν αποτελούσαν διακοσμητικά στοιχεία ή απλά μέλη της ακολουθίας του σαν γραμματείς ή μυστικοί αστυνομικοί, όχι μόνο δεν ήταν πολιτικά ανύπαρκτα, αλλά αντίθετα διοικούσαν σημαντικούς τομείς, όπως ο στρατός και η βαριά βιομηχανία. Έτσι παρ’ ότι ο Στάλιν δεν χρειαζόταν την συμφωνία τους, όταν αυτή απουσίαζε εκείνος ορισμένες φορές οπισθοχωρούσε ή απλώς περίμενε να αλλάξουν στάση.
Αλλά για ποιους πρόκειται;
«Μέσα σε αυτά τα τριάντα χρόνια υπήρξαν αλλαγές στην σύνθεση της ομάδας. Τρία μέλη (ο Σεργκέι Κίροφ, ο Βαλέριαν Κούιμπισεφ και ο Σέργκο Ορτζονικίτζε) πέθαναν στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και άλλο ένα (ο Μιχαήλ Καλίνιν) λίγο μετά τον πόλεμο. Τέσσερα νέα μέλη (ο Αντρέι Ζντάνωφ, ο Χρουστσώφ, ο Γκεόργκι Μαλἐνκωφ και ο Λαβρέντι Μπέρια) εντάχθηκαν στην ομάδα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930. Οι Μεγάλες Εκκαθαρίσεις απομάκρυναν μερικά περιθωριακά μέλη, με κυριότερους τους τρεις που εργάζονταν στην Ουκρανία (Σταντσλάφ Κοστόρ, Βλας Τσουμπάρ και Πάβελ Πόστισεφ) και μετά τον πόλεμο η υπόθεση Λενιγκράντ είχε ως θύμα ένα πρόσφατο μέλος με ταχύτατη άνοδο (τον Νικολάι Βοζνεσένσκι). Όμως μια ομάδα-πυρήνας –ο Βιατσεσλάφ Μολότωφ, ο Λαζάρ Καγκανόβιτς, ο Αναστάς Μικογιάν, ο Κλιμ Βοροσίλοφ και μέχρι το 1952, ο Αντρέι Αντρέγεφ– παρέμεινε σταθερή. Αυτή ήταν η ομάδα «συλλογικής ηγεσίας», που μαζί με τους νεοενταχθέντες της δεκαετίας του 1930 ανέλαβε την εξουσία μετά τον θάνατο του Στάλιν».
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δέκα κεφάλαια.
Στο πρώτο κεφάλαιο με τον τίτλο «Η ομάδα αναδύεται», η συγγραφέας περιγράφει την διαδικασία με την οποία αρχικά η ομάδα του Λένιν που πήρε τον τίτλο μπολσεβικί (δηλαδή ομάδα πλειοψηφίας, παρ’ ότι στην πραγματικότητα ήταν μειοψηφία) επικράτησε των αντιπάλων της αφήνοντας τους τον τίτλο της μειοψηφίας (μενσεβικί). Το κόμμα του Λένιν είχε ήδη προεπαναστατικά την στήριξη των λεγόμενων ανθρώπων της ρωσικής επαναστατικής παρανομίας, βετεράνων των φυλακών και της παρανομίας, όπως ο γεωργιανός Ιωσήφ Στάλιν και ο ρώσος Βιατσεσλάφ Μολότωφ. Ακολουθεί η Επανάσταση του Φλεβάρη, η συγκρότηση της Προσωρινής Κυβέρνησης και το πραξικόπημα του Οκτώβρη με κύριο οργανωτή έναν πρώην μενσεβίκο εμιγκρέ τον Λεβ Τρότσκι, ο οποίος ένωσε προσωρινά τις δυνάμεις του με τους παλιούς του αντιπάλους. Η νέα κυβέρνηση, όμως, έχει επικεφαλής τον Λένιν, ο οποίος σύντομα αντιμετωπίζει αποφασιστικά τις διάφορες φράξιες που σχηματίζονται κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, που μαίνεται από το 1918 μέχρι το 1921.
Ο Λένιν δημιουργεί την δική του φράξια, η οποία λειτουργεί με συνωμοτικές συμφωνίες, μυστικές συναντήσεις και την κατάρτιση καταλόγων υποψηφίων των αντιπάλων, οι οποίοι φροντίζει να καταψηφιστούν στις εκλογές των επαρχιακών αντιπροσώπων στο κρίσιμο εθνικό κομματικό συνέδριο.
Ο Στάλιν (παρ’ ότι ακόμη αποτελούσε σκιώδη μορφή), το δεξί χέρι του Λένιν στα θέματα κομματικής οργάνωσης, λαμβάνει σημαντικά μαθήματα για το πώς διεξάγεται η πάλη κατά του φραξιονισμού, δηλαδή με την επίδειξη ιδιαίτερων επιδόσεων κατάφωρου φραξιονισμού διασκεδάζοντας, μάλιστα, τον Λένιν για τους πρόσκαιρους ενδοιασμούς του. Ο Μολότωφ, πάντως, ο μελλοντικός υπαρχηγός του Στάλιν, ήταν ιδιαίτερα περήφανος «που ήταν μέρος της συνωμοσίας του Λένιν κατά του Τρότσκι το 1921».
Την προσοχή, όμως, τόσο του Λένιν όσο και του Στάλιν τραβούν, επίσης, φερέλπιδες νεαροί μπολσεβίκοι από την επαρχία, όπως ο εικοσάχρονος τότε Αρμένιος Αναστάς Μικογιάν και ο εικοσιεπτάχρονος Λάζαρ Καγκάνοβιτς, εβραίος εργάτης από την Ζώνη Εγκατάστασης, που οργανώνουν την νίκη στις σκληρές τοπικές κομματικές διαμάχες ανάμεσα στις δύο φράξιες στην πόλη του Νίζνι Νόβγκοροντ στον Βόλγα και στο Τουρκεστάν αντίστοιχα.
Το δεύτερο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Το μεγάλο άλμα».
Επρόκειτο για χαρακτηρισμό του ίδιου του Στάλιν που ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να περιγράψει τα σχέδιά του ύστερα και από την νίκη του ενάντια στις φράξιες: «Όλη η αστική οικονομία, συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου, θα περνούσε σε κρατικά χέρια και θα γινόταν αντικείμενο κεντρικού σχεδιασμού. Το πρώτο πενταετές σχέδιο προέβλεπε ταχεία εκβιομηχάνιση. Η γεωργία των μικροκαλλιεργητών θα κολεκτιβοποιούνταν χωρίς να πάρουν πολύ στα σοβαρά τον θεωρητικά εκούσιο χαρακτήρα της διαδικασίας. Θα αντιμετώπιζαν ατρόμητα τους “ταξικούς εχθρούς” του σοσιαλισμού, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας. Έπρεπε να καταλάβουν όλοι μια για πάντα ότι δεν μπορούσαν να παίξουν με το καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Στάλιν αποκάλεσε το όλο πακέτο «το μεγάλο άλμα»».
Ο Μολότωφ ήταν ο μεγάλος σύμμαχος του Στάλιν στην εφαρμογή του «Μεγάλου Άλματος», ο ακλόνητος σύμμαχος του στην «ανάγκη» για την εφαρμογή σκληρών μέτρων. Ήταν, επίσης, εκείνος που γνώριζε τις μεθόδους του Στάλιν ενάντια σε σύμμαχους και φίλους και τελικά εκείνος που ανέλαβε να εφαρμόσει τα σκληρά μέτρα, που «απαιτούνταν» για την εφαρμογή του «Μεγάλου Άλματος»: «Ο Μολότωφ δήλωσε περήφανος ότι τα σκληρά μέτρα που είχε χρησιμοποιήσει για να αποσπάσει τα σιτηρά από τους χωρικούς σ’ ένα ταξίδι του στην Ουκρανία στις αρχές του 1928 ενέπνευσαν τον Στάλιν να ταξιδέψει στην Σιβηρία μερικούς μήνες αργότερα και να σκεφτεί κάτι ακόμα πιο σκληρό: να διώκονται βάσει του ποινικού κώδικα όσοι “αποθησαύριζαν” σιτηρά».

Φυσικά η OGPU γρήγορα θα παρείχε τα απαραίτητα εργατικά χέρια για τις κατασκευές νέων βιομηχανιών με ανθρώπους καταδικασμένους σε καταναγκαστικά έργα, αφού η βίαιη εκβιομηχάνιση στη βάση ενός κρατικού οικονομικού σχεδίου αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο του νέου προγράμματος. Το πρώτο πενταετές σχέδιο υποβάλλεται για έγκριση στο 15ο Συνέδριο του κόμματος τον Δεκέμβριο του 1927, Συνέδριο που σηματοδότησε επίσης την ήττα της αριστερής αντιπολίτευσης.
Παράλληλα, εντείνεται η κινητοποίηση ενάντια στους «ταξικούς εχθρούς», δεξιούς και γραφειοκράτες, ενώ στην επαρχία στοχοποιούνται ιερείς και κουλάκοι, στις πόλεις στόχο αποτελούν οι μη κομμουνιστές διανοούμενοι και οι μορφωμένοι έμποροι.
Την άνοιξη του 1928 διεξάγεται στην Μόσχα η δίκη των «συνωμοτών» μεταλλειολόγων μηχανικών που επινόησε η OGPU: «Σε εθνική κλίμακα αυτή ήταν η πρώτη εμφάνιση ενός νέου είδους πολιτικού θεάτρου στο οποίο αντισοβιετικοί “δολιοφθορείς” κατηγορούνταν για σαμποτάζ και άλλες υπονομευτικές δραστηριότητες για λογαριασμό ξένων μυστικών υπηρεσιών. Μερικά από τα μέλη της ομάδας του Στάλιν είχαν σαστίσει λίγο από το όλο θέαμα: ύστερα από μερικούς μήνες ασταμάτητης κάλυψης από τον Τύπο, ο Μολότωφ είπε στον Στάλιν ότι ο κόσμος μάλλον είχε βαρεθεί το όλο θέμα».
Το τρίτο κεφάλαιο έχει τον τίτλο «Στην εξουσία». Εδώ η συγγραφέας σκιαγραφεί τους χαρακτήρες των προσώπων τα οποία απαρτίζουν την ομάδα του Στάλιν, τις μεταξύ τους κοινωνικές σχέσεις, τις συζύγους τους (οι περισσότερες ήταν παλιές μπολσεβίκες και συνέχιζαν την κομματική δουλειά), σε μια περίοδο (δεκαετία του ’30), που η περιορισμένη αμφισβήτηση του Στάλιν αντιμετωπίζεται με τον γνωστό τρόπο.
Στο τέταρτο κεφάλαιο, με τον τίτλο «Η ομάδα σε δημόσια θέα», η Fitzpatrick αναφέρεται αρχικά στο 17ο Συνέδριο του κόμματος το οποίο πραγματοποιήθηκε τα τέλη του Ιανουαρίου του 1934 στην Μόσχα και το οποίο και πήρε την ονομασία το «Συνέδριο των νικητών», όπου οι σύνεδροι αποθέωναν σχεδόν εκστασιασμένοι τον Στάλιν.
Οι εκδηλώσεις λατρείας άλλωστε είχαν ήδη πάρει εορταστικό χαρακτήρα στη μεγάλη παρέλαση σωματικής αγωγής του 1933, μπροστά στο Μαυσωλείο του Λένιν, όπου κρεμόταν ένα τεράστιο πορτραίτο του Στάλιν με στρατιωτική χλαίνη και δίπλα του μικρότερα πορτραίτα των άλλων μελών του Πολιτικού Γραφείου. Ο Στάλιν περιβαλλόταν από τους Μολότωφ, Καγκάνοβιτς, Βοροσίλοφ, Καλίνιν και Ορτζονικίτζε: «Η νέα τελετουργία των χειροκροτημάτων με τις διαβαθμίσεις της (από απλό “Χειροκρότημα” μέχρι “Θυελλώδη, συνεχή χειροκροτήματα. Όλοι σηκώνονται όρθιοι”) ήταν τώρα μέρος των εορταστικών εκδηλώσεων κάθε είδους και όχι μόνο των κομματικών συνεδρίων. Ένας σοβιετικός δημοσιογράφος, βρίσκοντας συναρπαστικό το θέαμα, έγραψε μια σχεδόν ανθρωπολογική περιγραφή μιας εκδήλωσης για τον εορτασμό των επιτευγμάτων των σταχανοβιτών (εργατών που είχαν διακριθεί), στην οποία ήταν παρόντες ο Στάλιν, ο Ορτζονικίτζε και άλλοι ηγέτες. «Ξέσπασαν χειροκροτήματα προς τιμήν του ηγέτη του λαού, του συντρόφου Στάλιν, και πότε κόπαζαν, πότε εντείνονταν με νέα δύναμη. Όταν απλώθηκε πάλι ησυχία κάποιος από τα βάθη της αίθουσας φώναξε ξαφνικά ένα καλωσόρισμα προς τιμήν του Στάλιν στα κoζάκικα. Οι σταχανοβίτες σηκώθηκαν όρθιοι. Ο Στάλιν και οι ηγέτες του κόμματος και της κυβέρνησης σηκώθηκαν και αυτοί. Και για πολλή ώρα χειροκροτούσαν παθιασμένα ο ένας τον άλλον χωρίς να μιλούν».
Στην συνέχεια του κεφαλαίου η συγγραφέας περιγράφει την ασχολία της «ομάδας» με την εξωτερική πολιτική, το ταξίδι του Μικογιάν στις ΗΠΑ ύστερα από παρότρυνση του ιδίου του Στάλιν και την δολοφονία του Κίροφ από έναν μοναχικό ένοπλο. Ο Στάλιν βρίσκει την ευκαιρία να εξαπολύσει πογκρόμ κατά των «κύκλων των συνωμοτών». Συλλαμβάνεται ο Ζηνόβιεφ, ο οποίος καταδικάζεται σε δεκαετή φυλάκιση και ο Κάμενεφ ο οποίος καταδικάζεται σε εξαετή φυλάκιση, αλλά και 2500 άτομα που υποτίθεται ότι σχετίζονταν μαζί τους.
Το πέμπτο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Οι Μεγάλες Εκκαθαρίσεις». «Υπήρχε “κάτι μεγάλο και τολμηρό στην πολιτική ιδέα μιας γενικής εκκαθάρισης”, ήταν μια “παγκόσμια ιστορική αποστολή” μπροστά στην οποία ήταν ασήμαντη η ατομική ενοχή και αθωότητα. Αυτό το σχόλιο, περιέργως ανήκει στον Μπουχάριν, και το έκανε λίγο πριν γίνει ένα από τα θύματα των Μεγάλων Εκκαθαρίσεων».
Το καλοκαίρι του 1936 οι Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ δικάζονται για δεύτερη φορά. «Ομολογούν» πλέον τον φόνο του Κίροφ, ενώ αρχικά είχαν αρνηθεί την ανάμειξή τους, καταδικάζονται σε θάνατο και εκτελούνται. «Αυτός ήταν ο Ρουβίκωνας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή υπήρχε ένα ταμπού που απαγόρευε την εξόντωση των ηττημένων αντιπάλων μέσα στο κόμμα. Τώρα το ταμπού είχε σπάσει. Και μέσα σε λίγους μήνες έσπασε ξανά για κάποιον που είχε πολύ κοντινότερη σχέση με την ομάδα από κάθε άλλο αντιπολιτευτικό: τον Ενουκίτζε».
Θα ακολουθήσουν οι περιβόητες δίκες της Μόσχας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την συγγραφέα εκπληκτικές θεατρικές παραστάσεις: «Περιέγραφαν φανταστικές ιστορίες συνωμοσίας, τα νήματα των οποίων οδηγούσαν στον εξόριστο Τρότσκι ο οποίος συνεργαζόταν στενά με ξένες μυστικές υπηρεσίες. Τα σενάρια –που είχαν συνταχθεί με βάση ομολογίες που αποσπάστηκαν με ανακρίσεις και συχνά με βασανιστήρια– συντονίζονταν από τον Λεβ Σέινιν, ανώτατο αξιωματούχο της NKVD, επικεφαλής του ανακριτικού κλάδου, ο οποίος συνέβαινε να είναι θεατρικός συγγραφέας […] Ο Στάλιν απολάμβανε την ανάγνωση των πρακτικών των ανακρίσεων που του έστελνε τακτικά ο Γιαγκόντα».
Οι πρώτες δίκες της Μόσχας αφήναν μεγάλες υποσχέσεις για μια εξ ίσου «μεγάλη» συνέχεια. Ο Ορτζονικίτζε, εξοργισμένος από την σύλληψη του αδελφού του, αλλά και του φίλου του Ενουκίτζε νιώθει ότι απειλείται και ο ίδιος και την 18 Φεβρουαρίου 1937, παραμονές της ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής, αυτοκτονεί. Δεν ανακοινώνεται ότι ο θάνατος του οφείλεται σε αυτοκτονία και κηδεύεται με δημόσια δαπάνη και με κάθε επισημότητα. Η συγκεκριμένη Ολομέλεια προκαλεί την έναρξη ενός σφοδρού κύματος κατηγοριών, καταγγελιών και συλλήψεων κυβερνητικών αξιωματούχων και γραμματέων του κόμματος σ’ όλη την χώρα, ενώ στα τέλη Μαΐου συλλαμβάνεται ομάδα αξιωματικών του στρατού, ανάμεσα τους και οι στρατάρχες Τουχατσέφσκι, Γιακίρ, και Ουμπορέβιτς, κατηγορούμενοι για συνωμοσία με τροτσκιστές, δεξιούς και τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, βασανίζονται μέχρι να ομολογήσουν και εκτελούνται ύστερα από λίγες ημέρες.
Το μήνυμα δίνεται με τον καλύτερο τρόπο. Ο καθένας μπορεί να «αποδειχθεί» εχθρός. Όπερ και εγένετο. Τα δύο τρίτα των μελών της Κεντρικής Επιτροπής που εξελέγησαν το 1934 και αποτελούσαν κορυφαίους αξιωματούχους από την κυβέρνηση, το κόμμα, τον στρατό και τις περιφερειακές επιτροπές, εξοντώθηκαν στις Μεγάλες Εκκαθαρίσεις.
Ακολουθεί το έκτο κεφάλαιο με τον τίτλο «Πόλεμος», που η συγγραφέας αναφέρεται στο σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, την αίσθηση που προκάλεσε στον ρωσικό λαό, στα αδημοσίευτα μυστικά πρωτόκολλα (τα οποία δεν επικυρώθηκαν επίσημα από το Πολιτικό Γραφείο) και τα οποία αναγνώριζαν γερμανικές και ρωσικές σφαίρες επιρροής, στην εισβολή στην Πολωνία με την ενθάρρυνση της ίδιας της Γερμανίας. «Όπως επισήμανε αργότερα ένας πολεμικός ανταποκριτής: «Υπήρξε μια διαδεδομένη αίσθηση στη χώρα ότι η “ουδετερότητα” απέφερε καρπούς, ότι χάρη στο γερμανοσοβιετικό σύμφωνο η Σοβιετική Ένωση είχε γίνει μεγαλύτερη και πιο ασφαλής, χωρίς μεγάλη αιματοχυσία προς το παρόν».
Η κατάληψη των πολωνικών εδαφών μετατρέπεται σύντομα σε ενσωμάτωσή τους και έτσι σε μερικούς μήνες οι κάτοικοι της πρώην ανατολικής Πολωνίας με την βία μετατρέπονται σε σοβιετικούς πολίτες. Ακολουθεί η προσάρτηση των κρατών της Βαλτικής με την μορφή ενός «συμφώνου» που τα υποχρέωνε να υπογράψουν συνθήκες αμοιβαίας βοήθειας.
Η Φιλανδία είναι η μόνη που αντιστέκεται, κηρύσσει τον πόλεμο στην Σοβιετική Ένωση και στον λεγόμενο Χειμερινό Πόλεμο του 1939-’40 ξεγυμνώνει τις αδυναμίες του Κόκκινου Στρατού. Ο Στάλιν γίνεται έξω φρενών. Ο πόλεμος λήγει με ανακωχή, αλλά αφήνοντας πίσω του ένα εκατομμύριο ρώσους στρατιώτες νεκρούς. Η Γαλλία καταρρέει τον Μάιο του 1940 ύστερα από την γερμανική επίθεση, ενώ ο Στάλιν ένα μήνα μετά στέλνει μισό εκατομμύριο στρατιώτες να επιτεθούν στα μικρά κράτη της Βαλτικής, επικαλούμενος «προκλητικές ενέργειες» εκ μέρους τους. Τον Νοέμβριο του 1940 ο Μολότωφ ταξιδεύει στην Γερμανία για να συζητήσει την πρόταση Ρίμπεντροπ περί της προσχώρησης της Σοβιετικής Ένωσης στην πρόσφατη Τριμερή Συμφωνία που υπεγράφη ανάμεσα στην Γερμανία, την Ιαπωνία και την Ιταλία. Ο Στάλιν απορρίπτει την πρόταση θεωρώντας την τέχνασμα, ώστε να εμπλακεί σε πόλεμο με την Μ. Βρετανία, πράγμα που δεν επιθυμούσε.
«Όταν άρχισε η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα στις 22 Ιουνίου, η επιμονή του Στάλιν να μην αντιδράσουν στις προκλήσεις παρέλυσε ολοκληρωτικά τη σοβιετική άμυνα, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των αεροπορικών δυνάμεων να καταστραφεί στο έδαφος και τις πρώτες εβδομάδες να υπάρξει μια χαώδης υποχώρηση των χερσαίων δυνάμεων και του πληθυσμού». Το αρχικό στάδιο του πολέμου αφήνει πίσω του τεράστιες απώλειες τόσο εδαφών και βιομηχανικών υποδομών όσο και άτακτες, βιαστικές και ανοργάνωτες εκκενώσεις περιοχών από εκατομμύρια ανθρώπους στις δυτικές περιοχές της χώρας, με τον γερμανικό στρατό να περικυκλώνει και να αιχμαλωτίζει ολόκληρες ρωσικές στρατιές. Η σοβιετική υποχώρηση επέτρεψε στους Γερμανούς να προελαύνουν μέχρι και τον Βόλγα και να καταλαμβάνουν περιοχή στην οποία μέχρι πρότινος ζούσαν 85 εκατομμύρια άνθρωποι.
Στην συνέχεια η συγγραφέας περιγράφει τον ρόλο της «ομάδας» κατά την διάρκεια του πολέμου, την μάχη του Στάλινγκραντ, την υποχώρηση των γερμανικού στρατού και την προσπάθεια των σοβιετικών επί ενάμισυ χρόνο να φθάσουν τελικά στο Βερολίνο, αλλά και τις μαζικές συλλήψεις και εκτοπισμούς που αντιμετώπισαν οι κάτοικοι των χωρών της Βαλτικής, παρ’ ότι τόσο στην Λιθουανία όσο και στην δυτική Ουκρανία συνεχίστηκε η άγρια αντίσταση των παρτιζάνων κατά της σοβιετικής κατοχής επί μερικά χρόνια μετά το τέλος της δεύτερης μεγάλης ανθρωποσφαγής.
Στο έβδομο κεφάλαιο με τον τίτλο «Μεταπολεμικές Ελπίδες», η συγγραφέας περιγράφει την διεθνή πλέον αναγνώριση του Στάλιν, έτσι όπως αυτή εκφράσθηκε από τους Τσώρτσιλ και Ρούζβελτ, αλλά και τις δυνατότητες που πλέον δόθηκαν και στα υπόλοιπα μέλη της «ομάδας» να ταξιδέψουν συχνότερα στο εξωτερικό παρ’ ότι δεν γνώριζαν ξένες γλώσσες. Ο Μολότωφ ταξιδεύει μετά τον πόλεμο στο Σαν Φρανσίσκο, στην Ουάσιγκτον, στην Ν. Υόρκη, στο Βερολίνο, στο Παρίσι και στο Λονδίνο με την ιδιότητα του υπουργού εξωτερικών. Το 1946 ο Στάλιν σύμφωνα με τον Μολότωφ είχε αρχίσει να σκέπτεται την απόσυρσή του. Παρ’ όλα αυτά, ο Στάλιν όχι μόνο δεν αφήνει το πηδάλιο αλλά κατακεραυνώνει τον Μολότωφ για «χαλαρότητα» και δημόσιες σχέσεις με τον δυτικό τύπο. Ταυτόχρονα εμφανίζονται νέα πρόσωπα (αν και τα περισσότερα αποδεικνύονται προσωρινά).
Από την Γιάλτα φτάνουμε στην Σύνοδο του Πότσδαμ το καλοκαίρι του 1945 και αμέσως μετά οι ΗΠΑ αποφασίζουν να επιτεθούν με ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Ο Τσώρτσιλ συνεχίζει να μιλά με θετικά λόγια για τον Στάλιν: «Προσωπικά δεν μπορώ παρά να αισθανθώ τον μεγαλύτερο θαυμασμό για αυτόν την αληθινά μεγάλο άνδρα, τον πατέρα της χώρας του», είπε στην Βουλή των Κοινοτήτων τον Νοέμβριο του 1945.
Μερικούς μήνες, όμως, αργότερα, η γνωστή ομιλία του Τσώρτσιλ στο Φούλτον του Μισούρι σηματοδοτεί και την έναρξη της περίφημης περιόδου του λεγόμενου Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στο δυτικό μπλοκ κυριαρχίας και το ανατολικό: «Μια σκιά έχει απλωθεί στις περιοχές που τόσο πρόσφατα φωτίστηκαν από την συμμαχική νίκη […] Από το Στετίν στη Βαλτική μέχρι την Τεργέστη και την Αδριατική, ένα σιδηρούν παραπέτασμα έχει διαχωρίσει την ευρωπαϊκή ήπειρο».
Η Σοβιετική Ένωση πλέον κινείται με βάση μια και μοναδική προτεραιότητα να αποκτήσει και η ίδια ατομική βόμβα. Στα τέλη του 1949 δοκιμάζεται με επιτυχία η πρώτη σοβιετική ατομική βόμβα στο Καζακστάν.
Ακολουθεί το όγδοο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ηλικιωμένος ηγέτης», όπου η συγγραφέας παρακολουθεί τον Στάλιν καταβεβλημένο πλέον σωματικά, αλλά παρ’ όλα αυτά κάθε άλλο παρά έξω από το παιχνίδι, με την «ομάδα» να περιμένει τον θάνατό του για να επέμβει σε διάφορα ζητήματα: «Μπορούσε ακόμη να αναλάβει τολμηρές πρωτοβουλίες στις οποίες κανείς από την ομάδα δεν τολμούσε να εναντιωθεί. Μια από αυτές ήταν μια στροφή ενάντια στους εβραίους, η οποία ήταν σε μεγάλο βαθμό δική του ιδέα και προκάλεσε την σιωπηρή αποδοκιμασία των περισσότερων μελών της ομάδας». Η στροφή αυτή του Στάλιν ενάντια στους εβραίους είναι ένα γεγονός το οποίο έπεται από την αναγνώριση εκ μέρους της Σοβιετικής Ένωσης του ισραηλινού κράτους και μάλιστα ήταν το πρώτο κράτος που προχώρησε στην αναγνώριση αυτή. Οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο κράτη επιδεινώθηκαν ύστερα από τον πακτωλό χρημάτων με τα οποία οι ΗΠΑ στήριξαν το νεοϊδρυθέν κράτος του Ισραήλ.
Ταυτόχρονα, μέλη της ομάδας βρίσκονται σε πλήρη επιφυλακή, καθώς η γνωστή σε όλους συμπεριφορά του Στάλιν δεν αφήνει περιθώρια για εφησυχασμούς. Ο Μολότωφ υποχρεώνεται να χωρίσει από τη εβραία σύζυγό του, η οποία λίγο αργότερα συλλαμβάνεται, ενώ ο ίδιος παραμερίζεται.
Όπως αφηγείται ο γιος του Μπέρια, «το 1951 τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου, ο Μπουλγκάνιν, ο Μαλένκωφ, ο Χρουστσώφ και ο πατέρας μου, άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι βρίσκονταν όλοι στο ίδιο καράβι, και ελάχιστη σημασία είχε αν κάποιον από αυτούς θα τον πετούσαν στη θάλασσα μερικές μέρες μετά τους άλλους. Ένιωσαν μια αίσθηση αλληλεγγύης όταν αποδέχθηκαν το γεγονός ότι κανείς τους δεν θα γινόταν διάδοχος του Στάλιν –ότι σκόπευε να επιλέξει τον διάδοχό του από την νεότερη γενιά. Έτσι συμφώνησαν μεταξύ τους να μην αφήνουν τον Στάλιν να στρέφει τον έναν ενάντια στον άλλο, και να ενημερώνουν αμέσως ο ένας τον άλλο για ο,τιδήποτε έλεγε ο Στάλιν γι’ αυτούς για να σταματήσουν τις χειριστικές συμπεριφορές του. Ακύρωσαν τις προηγούμενες μηχανορραφίες τους και έθαψαν τις παλιές τους έχθρες».
Τον Οκτώβριο του 1952 στην Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής ο Στάλιν επιτίθεται με βαριές κατηγορίες ενάντια στον Μολότωφ και στον Μικογιάν.
Ο Στάλιν, όμως, όσο και αν προσπαθούσε να μηχανορραφεί είχε πλέον χάσει την εξουσία που ασκούσε μέχρι τώρα: «Δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ στο παρελθόν να αποκλείει κάποιον ο Στάλιν από τον εσώτερο κύκλο και αυτός να συνεχίσει να εμφανίζεται με δική του πρωτοβουλία ή ύστερα από πρόσκληση των άλλων μελών της ομάδας».
Ο Στάλιν απλά πέθαινε. Το εγκεφαλικό συνέβη τη νύχτα της 1ης Μαρτίου του 1952.
Το ένατο κεφάλαιο με τίτλο «Χωρίς τον Στάλιν», περιγράφει τις διαδικασίες που έφεραν την διάδοχη κατάσταση, που προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις: «Υπήρχε μια συγκαλυμμένη συμφωνία ότι το σύστημα των γκουλάγκ ήταν πολύ μεγάλο και δαπανηρό και ότι έπρεπε να περιοριστεί δραστικά. Το βιοτικό επίπεδο στις πόλεις έπρεπε να βελτιωθεί, ενώ το βάρος που είχαν επωμιστεί οι χωρικοί να μειωθεί. Η καταπίεση της αστυνομίας έπρεπε να ελαττωθεί, οι σχέσεις με την Δύση να βελτιωθούν. Η αντισημιτική εκστρατεία έπρεπε να σταματήσει, και ο υπερβολικός εκρωσσισμός των κυβερνήσεων στις μη ρωσικές χώρες του ανατολικού μπλοκ να αντιστραφεί».
Στο δέκατο κεφάλαιο με τον τίτλο «Το τέλος του δρόμου», η συγγραφέας παρακολουθεί την τύχη της «ομάδας» ενώ πλέον την εξουσία έχει ο Χρουστσώφ. «Σε ένα δεύτερο κύμα αποσταλινοποίησης το 1961 όταν λήφθηκε η απόφαση να απομακρυνθεί η σορός του Στάλιν από το Μαυσωλείο Λένιν, το αντικομματικό γκρουπ δέχθηκε νέες επιθέσεις, και μαζί τους και ο Βοροσίλοφ. «Ορισμένα αστέρια, που είναι πολύ μακριά από την γη, μοιάζουν να συνεχίζουν να λάμπουν αν και έχουν σβήσει εδώ και πολύ καιρό», είπε χλευάζοντας ο Χρουστσώφ, κατηγορώντας τους ότι προσπαθούσαν να σταματήσουν την αποκάλυψη των εγκλημάτων του Στάλιν για να κρύψουν την δική τους ενοχή»….
Συσπείρωση Αναρχικών