Η θρησκεία και ειδικότερα η «κοσμική ηγεσία» της, έχει πάψει προ καιρού να έχει την καταλυτικότητα, την οποία παρουσίαζε στο παρελθόν, όσον αφορά το ρόλο της μέσα στη δόμηση του ίδιου του κρατικού καρκινώματος. Με εξαίρεση διάφορα μουσουλμανικά κράτη, κυρίως της Μ. Ανατολής και της Αφρικής, η συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών κρατών, δεν στηρίζεται σε κάποια μορφή θρησκευτικού χαρακτήρα δόμησης, π.χ. ο ανώτατος ηγέτης να είναι ταυτόχρονα και θρησκευτικός, η νομοθεσία να είναι σύμφωνη με θρησκευτικές αρχές κ.λπ. Σε αντίθεση βέβαια με το παρελθόν, όπου οι ισχυρότερες μορφές κρατικής δόμησης, εμπεριείχαν την οποιαδήποτε θρησκεία, ως κυρίαρχο συστατικό δόμησης τους, όπως το Βυζάντιο, η Ρώμη κ.α.
Θρησκεία και Ευρωπαϊκή Ένωση (και όχι μόνο…)
Στις νέες διαμορφούμενες συνθήκες, οι θρησκείες είναι δεδομένο ότι δεν θα έχουν το ρόλο τον οποίον είχαν. Ο εκσυγχρονισμός τους, όχι όσον αφορά το εκάστοτε δόγμα αλλά την αναδιοργάνωση και αναδόμηση της λειτουργίας του μηχανισμού εκπροσώπησης του κάθε θεού στη γη, εμφανίζεται επιβεβλημένος, επειδή ακριβώς τα μέχρι τώρα δεδομένα προωθούν κλειστές εθνοκεντρικές λογικές, οι οποίες στέκονται αντιθετικά ως προς τους υφιστάμενους κυριαρχικούς σχεδιασμούς.
Σήμερα και μέσα στις γενικότερες κινήσεις της κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι σαφής η σπουδαιότητα της διαμόρφωσης, λειτουργίας και διατήρησης του ευρωπαϊκού υπέρ – κράτους. Και αυτό, γιατί εμφανίζεται ως δομικό στοιχείο της «μετά ’89» εποχής. Αποτελώντας ένα, ας το πούμε, σύγχρονο πείραμα σε πρακτικό επίπεδο, «ανανέωσης», αναδιαμόρφωσης,μερικές φορές ξεπεράσματος, ακόμη και «σύνθεσης» μοντέλων επιβολής του παρελθόντος.
Ένα από τα ζητούμενα σε αυτό το πείραμα είναι και η σταδιακή εξάλειψη, (μέχρι το επιθυμητό για την κυριαρχία σημείο), του κλασικού μοντέλου του έθνους – κράτους. Ταυτόχρονα, η παράλληλη μεταβολή του σε κάτι ευρύτερο, «πολυφυλετικό» και a priori πολυθρησκευτικό σχηματισμό. Κάτι στο οποίο στέκεται αντιθετικά, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, η υπάρχουσα κατάσταση προβολής, χρησιμοποίησης και ενδυνάμωσης θρησκευτικών – εθνικιστικών ιδεολογημάτων. Η σχέση της θρησκείας άλλωστε με το κλασικό «δυτικό» μοντέλο του έθνους – κράτους είναι δεδομένη.
Ο μέχρι τώρα θρησκευτικός διαχωρισμός των ανθρώπων, καταντά προβληματικός τη στιγμή που τα σύγχρονα και συνεχώς διαμορφούμενα μοντέλα κυριάρχησης, με δεδομένη την ύπαρξη νέων και ισχυρότερων μηχανισμών και θεσμών διαχωρισμού, τείνουν να ξεπεράσουν τα παρελθοντικά πλαίσια εθνών – κρατών, τα οποία δομήθηκαν και προωθούν τον θρησκευτικό φανατισμό.
Από την άλλη, αυτό που επιχειρείται να επιβληθεί από την κυριαρχία, έχει, θα μπορούσαμε να πούμε με σημερινά δεδομένα, να κάνει με την στήριξη της λογικής, του ότι αναγκαία προϋπόθεση για την συνέχιση της ύπαρξης του ανθρώπινου είδους, είναι η ύπαρξη εξουσιαστικών δομών οργάνωσης στην ανθρώπινη κοινωνία, και κατά συνέπεια οι σημερινές εκφράσεις αυτών, τα κράτη. Βέβαια αυτό είναι αρκετά απλουστευμένο, τη στιγμή που στο μεγαλύτερο μέρος τής επίσημα καταγεγραμμένης ιστορίας, περιγράφεται μια κατάσταση όπου, χρησιμοποιώντας πάλι όρους του σήμερα, η θρησκεία (ανεξάρτητα με τη μορφή που είχε) είναι και ο μηχανισμός εκείνος μέσα από τον οποίο επιβάλλεται η κυριαρχία.
Κάτι, που μπορεί να εντοπιστεί σε μικρότερο βαθμό και σήμερα, όπου τον ρόλο αυτό έχει αναλάβει η επιστήμη, αντικαθιστώντας κατά κάποιο τρόπο την «ελέω θεού κυριαρχία». Κλάδοι της (ψυχολογία, κοινωνιολογία κ.ά.) που ασχολούνται με την «παρατήρηση», «ανάλυση» και «επεξήγηση» της ανθρώπινης συμπεριφοράς, επιχειρούν να στηρίξουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με πληθώρα πολύ προσεκτικά δομημένων προσεγγίσεων του ζητήματος, την προαναφερόμενη λογική. Του ότι η ανθρώπινη κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εξουσία. Χωρίς κράτος.
Φυσικά υπάρχουν και θα μπορούσαν να βρεθούν και ανάλογες, «αιρετικές» προσεγγίσεις, που βασίζονται στην ίδια ή παρόμοια μεθοδολογία και που καταλήγουν σε αντίθετα αποτελέσματα. Μην ξεχνάμε, πως ένας «σωστός» και ικανός επιστήμονας (επικοινωνιολόγος, πολιτικός ή ο,τιδήποτε), θα πρέπει -μεταξύ άλλων- να έχει την ικανότητα να μπορεί «πείσει» για την ορθότητα των επιχειρημάτων του σχετικά με ένα θέμα και την αμέσως επόμενη στιγμή, να αναιρέσει όλα όσα έλεγε με εξίσου πειστικό τρόπο, χρησιμοποιώντας ανάλογης «βαρύτητας» επιχειρήματα, «πείθοντας» για το ακριβώς αντίθετο.
Η ουσία όμως, σαφέστατα και δεν βρίσκεται σε μια επιστημονικού επιπέδου προσέγγιση, ανάλυσης των ανθρωπίνων σχέσεων, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει πληθώρα θεωριών και θεωρήσεων, οι οποίες αλλού συμφωνούν και αλλού όχι. Η επιστημονική λειτουργία άλλωστε, χρησιμοποιείται ακριβώς γι’ αυτόν το σκοπό από την κυριαρχία. Στο να «μπαλώνει» συνεχώς τα κενά, τις ανακολουθίες και τις αντιφάσεις που παρουσιάζονται στους θεσμούς και μηχανισμούς, με τους οποίους επιβάλλεται.
Προβλήματα που, ας πούμε ξεκινούν από την αντιμετώπιση του «ανυπότακτου χαρακτήρα» των νέων μέσα από την εκπαίδευση και την οικογένεια. Συνεχίζουν μέσα από την συνεχή αναδιαμόρφωση των μέσων αλλά και του τρόπου που θα επιβάλλουν την «εγκυρότητα» και «ορθότητα» των αποφάσεων τους, όπως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και καταλήγουν στην ανάπτυξη των «έξυπνων» βομβών, που πλέον «δεν θα σκοτώνουν άσχετους αλλά μόνο τους κακούς».
Αυτό που είναι σίγουρο, είναι πως η ίδια η πραγματικότητα διαψεύδει αυτή την «κρατική απαραιτητότητα», ανεξάρτητα αν αυτή «αποδεικνύεται» μέσα από την… θεϊκή εντολή ή την… επιστημονική επεξήγηση. Οι αμέτρητες, σίγουρα, καταγεγραμμένες, «μικρές» ή «μεγάλες», εξεγέρσεις και επαναστάσεις. Οι επίσης αμέτρητες, σίγουρα, μη καταγεγραμμένες βίαιες ή μη εκφράσεις οργής και αγανάκτησης των ανθρώπων, ενάντια στον εκάστοτε χωροχρονικά δυνάστη τους. Ο ίδιος ο κοινωνικός πόλεμος.
Άλλωστε, σήμερα, όλες οι θρησκείες εμφανίζονται να ανήκουν στο ίδιο στρατόπεδο, αυτό της Δημοκρατίας. Εκφράζοντας το «ανθρωπιστικό» προσωπείο της εξουσίας, επιχειρούν να αναλάβουν περισσότερο παρά ποτέ το ρόλο του αναχώματος, απέναντι στην κοινωνική οργή που πηγάζει από τον πόνο, την δυστυχία και τον θάνατο που επιφέρει η ύπαρξη του κρατισμού.
Και ο «εχθρός», δεν χαρακτηρίζεται ούτε εντοπίζεται στην «αιρετική θρησκευτική πίστη». Αλλά από το ότι, για κάποιους λόγους, κάποιος «δεν είναι μαζί τους».
Έτσι, γίνεται σαφές πως πλέον πραγματικότητες όπως αυτή της βαλκανικής καθίστανται προβληματικές ως προς την περαιτέρω πορεία της ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας. Πιο συγκεκριμένα, ο επαναπροσδιορισμός των σφαιρών επιρροής και ελέγχου της γεωγραφικής αυτής περιοχής από τις διάφορες εξουσιαστικές κλίκες, είχε ως κύριο μοχλό τις «θρησκευτικές διαφορές». Αυτές, χρησιμοποιήθηκαν και προωθήθηκαν σε τρομερά μεγάλο βαθμό, προκειμένου να ενδυναμώσουν την αντιπαλότητα μεταξύ των διαφόρων και ένοπλα αντιμαχομένων πλευρών, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 έως και σήμερα, (σέρβοι – χριστιανοί, κροάτες – καθολικοί, βόσνιοι και αλβανοί – μουσουλμάνοι, κ.λπ).
Σε πιο πρακτικό επίπεδο…
…και με βάση όλα τα παραπάνω, η ρωμαιοκαθολική εκκλησία έχει ξεκινήσει τις δικές τις κινήσεις εκσυγχρονισμού εδώ και αρκετές δεκαετίες. Το Βατικανό, το οποίο είναι ταυτόχρονα το θρησκευτικό κέντρο μιας από τις πολυπληθέστερες θρησκείες, μια μορφή πλέον πολυεθνικής, η οποία δραστηριοποιείται σε ολόκληρο τον πλανήτη, διαθέτοντας ταυτόχρονα τεράστιο υλικό πλούτο, προβαίνει συνεχώς σε κινήσεις αναπροσαρμογής στα νέα δεδομένα. Ήδη από τα μέσα του 1960, η δύναμη των επισκόπων έχει αυξηθεί, έχουν τεθεί νέες βάσεις σχέσεων με την Εβραϊκή θρησκεία, ξεκαθαρίζονται συνεχώς διαδικαστικά πλέον – δομικά και εσωτερικά ζητήματα, κ.ά. Οι επισκέψεις των τελευταίων χρόνων του ηγέτη αλλά και άλλων… μουρών της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και σε μέρη «παραδοσιακά» εχθρικά ως προς τον καθολικισμό, (Κούβα, Ελλάδα, Συρία κ.ά.), αναδεικνύουν ακριβώς τον επανακαθορισμό των σχέσεων του Βατικανού, μέσα στο γενικότερο πολυαναφερόμενο πλαίσιο «παγκοσμιοποίησης».
Αναλογικά πάντα, στα πρότυπα της οργάνωσης και δράσης του Βατικανού, κάτι ανάλογο επιχειρείται και στο στρατόπεδο της ορθόδοξης εκκλησίας. Ενός μηχανισμού, ο οποίος σε αντίθεση με την ρωμαιοκαθολική εκκλησία, είναι οργανωμένος σε πιο «χαλαρή» βάση, με πολλά «παραρτήματα», έχοντας όχι και τόσο… βαθιές θέσεις εξάρτησης από τον… οικουμενικό.
Έτσι, πέρα από τον «εκμοντερνισμό» επιχειρείται η «σύσφιξη» των σχέσεων των επιμέρους (ορθοδόξων) εκκλησιών, στην προοπτική της διαμόρφωσης ενός σχήματος ενοποιημένης μορφής. Δυναμικής, ρόλου και λειτουργίας ανάλογης των… άλλων, (των καθολικών). Ας θυμηθούμε τις επισκέψεις και αντεπισκέψεις… στελεχών, τόσο της ρωμαιοκαθολικής όσο και της ορθόδοξης εκκλησίας. Ο πάπας στην Αθήνα, (και όχι μόνο). Ο οικουμενικός στο Βατικανό, (και όχι μόνο).
Αλλά και τα… πιο «δικά μας»! Τα «φαγώματα» μεταξύ ορθόδοξων… γαλονάδων που κατά καιρούς φιλοξενούνται στα Μ.Μ.Ε., και για ένα σωρό αφορμές. Τόσο στο εσωτερικό των κατά τόπου… παραρτημάτων της όσο και μεταξύ των ίδιων των παραρτημάτων… (κόντρες τόσο στο εσωτερικό όσο και μεταξύ της ελληνικής εκκλησίας, κυπριακής, το οικουμενικό πατριαρχείο, αυτό των ιεροσολύμων κ.λπ.)
Όλα αυτά, δεν έρχονται από το πουθενά, αλλά εμπεριέχονται μέσα σε έναν γενικότερο σχεδιασμό, αναδιοργάνωσης κατ’ αρχήν των ισορροπιών των ίδιων των μηχανισμών, όπου νέες φουρνιές και «κλίκες» παίρνουν τα ηνία, αναζητώντας μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα και «επιβολής» πάνω σε άλλες «κλίκες».
Κατά δεύτερον, και ίσως πιο σημαντικό, ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου και της δράσης του ίδιου του μηχανισμού της ορθόδοξης εκκλησίας (και στον ελλαδικό χώρο), όπου μια εκ νέου προσέγγιση με τον «παραδοσιακό αντίπαλο», την καθολική εκκλησία, σίγουρα λειτουργεί ενδυναμωτικά στις ευρύτερες κινήσεις, «εκμοντερνισμού» της. Κάτι ανάλογο βέβαια ισχύει και από την άλλη πλευρά.
Και αυτό, γιατί εχθρότητα και μίσος μεταξύ των δύο εκκλησιών υφίσταται και πηγάζει ουσιαστικά, από το ότι στο παρελθόν οι δύο αυτές θρησκείες, διαδραμάτισαν δομικό ρόλο σε αντιθετικά εξουσιαστικά στρατόπεδα, (βυζαντινή αυτοκρατορία – συνασπισμοί κρατών και αυτοκρατορίες της δυτικής Ευρώπης, το ίδιο χρονικό διάστημα). Με δεδομένο, ότι τα αντιμαχόμενα συμφέροντα, ενδυναμώνονται και από τον θρησκευτικό φανατισμό, γεγονός αποτελούν οι ποταμοί αίματος κατά τη διάρκεια στρατιωτικών αντιπαραθέσεων οι οποίες εμφάνιζαν ως αίτιο την διαφορετικότητα στη θρησκευτική πίστη.
Άλλωστε είπαμε, σήμερα ανήκουν στο ίδιο στρατόπεδο. Αυτό της Δημοκρατίας.
Ελλαδικός χώρος και θρησκεία, (Εκκλησία Α.Ε.)
Ο ρόλος της ελληνικής εκκλησίας στους σχεδιασμούς αναδιαμόρφωσης της ορθόδοξης εκκλησίας γενικά, είναι κυρίως οι «πρωτοβουλιακές» κινήσεις συναντήσεων και συνομιλιών με τις ηγεσίες των υπολοίπων ορθοδόξων εκκλησιών και ειδικότερα με αυτή της Ρωσίας. Πιο συγκεκριμένα, αυτό δεν περιορίζεται σε καθαρά θρησκευτικά ζητήματα, αλλά επεκτείνεται και ως μια μορφή συνδέσμου, μεταξύ του εξουσιαστικού μπλοκ που έχει αναλάβει την ευρωπαϊκή ενοποίηση και εκείνου που διαχειρίζεται την κατάσταση στην πάλαι πότε Σοβιετική αυτοκρατορία, τη στιγμή που οι σχέσεις μεταξύ τους καθώς και ο ρόλος που έχει αλλά και καλείται να παίξει μελλοντικά το Ρωσικό κράτος στον ευρωπαϊκό χώρο, μόνο αμελητέος δεν είναι.
Πέρα από τα «πάρε δώσε» με τους… άλλους, η ελληνική εκκλησία αναπροσδιορίζεται και σε «τοπικό» επίπεδο, όπου επιζητά την διατήρηση των όποιων κεκτημένων της. Πρόσφατες οι συζητήσεις επί συζητήσεων σχετικά με τις σχέσεις κράτους – εκκλησίας. Παράλληλα, αναζητά τον ρόλο που θα αναλάβει στα νέα δεδομένα επιβολής, στηρίζοντας πάντα τις όποιες κινήσεις εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους, με πολυποίκιλους τρόπους.
Πιο συγκεκριμένα, η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης και καταπίεσης και στον ελλαδικό χώρο, δίνει όλο και περισσότερες αφορμές ξεσπάσματος της κοινωνικής οργής. Οι μέχρι τώρα δικλίδες ασφαλείας, δεν εμφανίζονται να έχουν την ελαστικότητα που απαιτείται για την ικανοποιητική για την κυριαρχία αντιμετώπιση της. Από την άλλη, η θρησκεία πάντοτε έπαιζε σημαντικό ρόλο όσον αφορά τη δόμηση του ελληνικού κράτους και άλλωστε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» υφίσταται ως καθημερινότητα μέσα στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Σήμερα, η ρευστότητα επιβολής και διαχείρισης του ελληνικού κράτους μεγεθύνεται και ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου του μηχανισμού της εκκλησίας εμφανίζεται αναγκαίος, με διαφορετικά από το παρελθόν χαρακτηριστικά.
Η προβολή του αρχιεπισκόπου Παρασκευαΐδη από τα ΜΜΕ, οι δικές του «επισκέψεις», «πρωτοβουλίες» και γενικότερα η στάση η οποία έχει υιοθετηθεί, όπου εκφράζεται λόγος περί παντός επιστητού, δίνει την εικόνα μιας εκκλησίας η οποία ξεπερνά τα όποια πλαίσια αρμοδιοτήτων – σχετικά με αυστηρά θρησκευτικά ζητήματα – και λειτουργεί αρκετές φορές αντιπολιτευτικά στις όποιες κινήσεις του επίσημου κρατικού μηχανισμού, διατηρώντας κατά κάποιoν τρόπο στοιχεία παλαιοτέρου μοντέλου το οποίο εμπεριείχε «διαχωριστικές γραμμές», λειτουργώντας επιβοηθητικά στην ύπαρξη μιας μορφής δίπολων.
Αυτή η φαινομενική αντίδραση της εκκλησίας στις όποιες «εκσυγχρονιστικές» κινήσεις του κράτους, μέσα π.χ. από δηλώσεις πως «είναι ενάντια στην παγκοσμιοποίηση», δημιουργεί την εντύπωση μιας «εστίας αντίστασης», σκοπέυοντας στο να εγκλωβίσει ανθρώπους σε λογικές υποστήριξης των ήδη υπαρχόντων μοντέλων κυριάρχησης απέναντι στα νέα διαμορφούμενα. Στην ουσία, αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, όπου μέσα από λογικές του είδους «το μη χείρον βέλτιστο», η φυσικότατη αντίδραση απέναντι στην εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης μεταφράζεται στην αποδοχή και υποστήριξη της υπάρχουσας. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως η αντιπαλότητα αυτή, μεταφράζεται και σε κάποια μορφή ενδοεξουσιαστικής διαμάχης μεταξύ διαφορετικών εξουσιαστικών «κλικών», αλλά δεν παύει ποτέ να αμφισβητεί την λεγόμενη αναγκαιότητα του κρατικού καρκινώματος, προωθώντας πάντα λογικές ιεράρχησης, εκμετάλλευσης και καταπίεσης.