Ὁμολογούμενον, λοιπὸν, ἀδερφὲ εἶναι ὅτι ἡ πίστη μας καὶ ἠ μετὰ προθυμίας ὑπακοὴ καὶ εὐπείθεια πρὸς τὴν κραταιὰν Βασιλείαν εἶναι ἀναμφιβόλως καὶ δίκαια καὶ νόμιμος καὶ συμφέρουσα εἰς τὸν ἑαυτόν μας, δίκαια μέν, ἐπειδὴ παραυτῆς ἔχομεν ἅπαντες οἱ πιστοὶ ραγιάδες τὸ ζῆν, ἀπολαμβάνοντες διηνεκοῦς περιθάλψεως. Νόμιμος δὲ ἐπειδὴ καὶ μᾶς τὸ νουθετεῖ καὶ ὁ ἱερὸς Ἀπόστολος ἐν τῆ πρώτη πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ κεφ. ΙΓ. Ὅτι δὲ εἶναι καὶ συμφέρουσα καὶ ἀναγκαιοτάτη ἡ μετὰ προθυμίας ὑπακοή, καὶ εἰς τοῦτο δὲν εἶναι καμμία ἀμφιβολία, ὡσὰν ὁποὺ κάθε καλὸς δοῦλος, μὲ τὴ χρεωστική του εὐπείθειαν καὶ προθυμίαν ἠμπορεῖ νὰ αὐξήσει καὶ τὴν πρὸς τὸν ἑαυτόν του δεσποτικὴν εὔνοιαν καὶ εὐσπλαχνίαν. Κατὰ πάντα λοιπὸν λόγον πρέπει νὰ φερώμεθα λόγω καὶ ἔργω καὶ διανοία ὡς πιστοὶ ραγιάδες πρὸς τὴν κραταιὰν ταύτην Βασιλείαν ἁπλῶς καὶ εἰς κάθε καιρόν. Πατριάρχης Προκόπιος προς τον Ικονίου Ραφαήλ (Συνοδικώς) αψπζω΄: Αυγούστου ιη΄ (Ιωάννου Οικονόμου Λαρισαίου: «Επιστολαί διαφόρων 1759-1824», σ. 245)
Μέσα σε όλες τις εποχές η εκκλησία στάθηκε ο πλέον καταπιεστικός και ο πιο «οπισθοδρομικός» δυνάστης της κοινωνίας. Έτσι και στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας έδρασε σε συνεργασία με τον κατακτητή για να εκμεταλλεύεται πολιτικά και οικονομικά τους υποτελείς της.
Η σθεναρά ανθενωτική της στάση, στη διάρκεια του λυκόφωτος της «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», η οποία θα συμβάλει ουσιαστικά στην αλλαγή του κυριαρχικού σκηνικού, δεν υπάκουε μονάχα (όπως ισχυρίζεται η κρατούσα ιστοριογραφία) σε δογματικούς λόγους, αλλά απέβλεπε και στην ενδυνάμωση του διαχειριστικού της ρόλου σ’ αυτό, γεγονός που πιστοποιεί η απόσπαση των περίφημων «προνομίων» από τη σουλτανική εξουσία, η οποία είχε απόλυτη ανάγκη τον γραφειοκρατικό μηχανισμό της εκκλησίας για την εύρυθμη λειτουργία του κράτους, και τον αφομοιωτικό, χειραγωγικό και κατασταλτικό της λόγο για να εδραιώσει και να παγιώσει την κυριαρχία της.
Η εκκλησία κατείχε από τον καιρό του βυζαντίου τεράστιες εκτάσεις, και παρά το πέρασμα μέρους αυτών στο οθωμανικό «δημόσιο» και στη δικαιοδοσία του κυρίαρχου ισλαμικού δόγματος (βακούφια), στα τέλη του 18ου αιώνα αυτές καλύπτουν το 1/4 του «ελλαδικού χώρου». Συνέχεια