Ο ιστορικός Gunnar Hering, στην ογκώδη μελέτη του Τα Πολιτικά Κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936 (Ά και Β́ τόμος), διαπιστώνει ότι στη βιβλιογραφία γίνεται συχνά η προσπάθεια να ερμηνευτεί η βαθιά απογοήτευση πλατιών κοινωνικών στρωμάτων από τις γενικότερες συνθήκες, από την αποτελεσματικότητα του κράτους και εν ολίγοις η γενική δυσαρέσκεια ως σύγκρουση μεταξύ του αστικού επιχειρηματικού κόσμου και της κρατικής «μπουρζουαζίας» ή της «ολιγαρχίας».
Παρατηρεί δε ότι, επειδή ακριβώς οι μαρξιστές ιστορικοί ορίζουν το φαινόμενο της κοινωνικής τάξης μέσω της σχέσης προς τα μέσα παραγωγής, σ’ αυτές τις συζητήσεις παίζει ρόλο αυτή ακριβώς η προβληματική κατά την γνώμη του οροθέτηση.
«Τα γεγονότα του 1909, όπως θα δούμε, δεν μπορούν καθόλου να ενταχθούν σ’ αυτό το σχήμα. Αν όμως δεχθούμε την υπόθεση της αντιπαράθεσης μεταξύ δύο ομάδων του αστικού κόσμου, οι οποίες είχαν υποστηρίξει δύο διαφορετικά σχέδια ηγεμονίας, τότε θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την έννοια της τάξης, που ορίζεται οικονομικά μέσω της σχέσης προς τα μέσα παραγωγής· το αναγωγικό σχήμα δεν εξηγεί τη σύγκρουση, η οποία, όπως είναι γενικά παραδεκτό, ήταν μάλλον πολιτική και λιγότερο οικονομική. Η ανάλυση της κατάστασης δυσχεραίνεται από την επιμονή στην μαρξιστική αντίληψη ότι θα πρέπει να συλλάβουμε τους κατόχους της κρατικής εξουσίας με οικονομικά οριζόμενες έννοιες. Οπωσδήποτε στην ελληνική κοινωνία υπήρξαν και τέτοιες κοινωνικές συγκρούσεις, οι οποίες μπορούν να ερμηνευτούν ως ταξικές. Η μεγάλη, όμως, γενική κρίση στα έτη μετά το 1897 δεν μπορεί να περιγραφεί και να ερμηνευτεί έτσι. Αντίθετα: αποδεικνύεται ότι κοινωνικές ομάδες με απολύτως αντιτιθέμενα συμφέροντα συμμετείχαν στη γενική, συγκεχυμένη και συχνά ασαφώς διατυπωνόμενη δυσαρέσκεια. Συγκρούσεις μεταξύ επιμέρους συμφερόντων σχετικοποιούνταν μέσα στη γενική απογοήτευση και σε μια ένταση σε σχέση με το κράτος, τις πολιτικές ηγετικές ομάδες και, τελικά, στην μεγάλη πολιτική σύγκρουση» (Gunnar Hering, ο.π. β́ τόμος σελ. 698).
Η περίοδος, όμως, που προηγήθηκε των γεγονότων του 1909 (ανταρσία αξιωματικών, στρατιωτικό πραξικόπημα, χωρίς να διακοπεί η συνεννόηση με τον βασιλιά και με τα «παλαιά» κόμματα για την προώθηση μεταρρυθμίσεων με κοινοβουλευτικές διαδικασίες) έχει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον και όσον αφορά τις συγκλίσεις των κομμάτων εκείνης της εποχής των Τρικουπικών και του Εθνικού κόμματος του Δηλιγιάννη.
Και ο λόγος είναι συγκεκριμένος. Οι αποκλίσεις μεταξύ τους δεν σχετικοποιούνταν απλά, αλλά απορροφούνταν πλήρως σχεδόν μ’ αφορμή το γεγονός της χρεωκοπίας, αφού και για τα δύο κόμματα προείχε η συνεννόηση με τους δανειστές.
Έτσι, ο Τρικούπης παρέμενε πιστός στο ελάχιστο πρόγραμμα της ανάπτυξης του δικτύου συγκοινωνιών, αλλά και στην αύξηση του πολεμικού στόλου, ενώ και ο Δηλιγιάννης δεν απέρριπτε πια το σιδηρόδρομο, τουλάχιστον εκεί που αποδεικνυόταν ότι απέφερε περιφερειακά κέρδη, ενώ στην συνέχεια στήριζε ολοένα και περισσότερο το διεθνές εμπόριο, και δεν είχε πλέον πρόβλημα να υποστηρίξει και την μείωση των συντάξεων και εν γένει των κοινωνικών παροχών.
Που επικεντρώνονταν, λοιπόν, τα κόμματα τότε;
Δεν υπάρχει καμμία έκπληξη όσον αφορά την επικέντρωση. Σε «φθηνά» προγράμματα, δηλαδή, σε μεταρρυθμίσεις, που, όμως, ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτες από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και ομάδες με κοινό χαρακτηριστικό την έντονη και αυξανόμενη δυσαρέσκεια εξ αιτίας της «καθυστέρησης», που προέκυπτε από γραφειοκρατικά ζητήματα: ανερχόμενοι επιχειρηματίες, που αισθάνονταν ότι περιορίζονταν από την γραφειοκρατία, αγρότες, οι οποίοι ένιωθαν την απόσταση από το κέντρο να μεγαλώνει, αποξενωμένοι από τις κρατικές αρχές στην ύπαιθρο και από τις γραφειοκρατικές διαδικασίες που γίνονταν στην καθαρεύουσα (μια σχεδόν ακατάληπτη γι’ αυτούς γλώσσα), και τέλος πλήθος ανυπόμονων νέων, οι οποίοι αναζητούσαν μια σύντομη επαγγελματική αποκατάσταση, βρίσκονταν σε ιδιαίτερη εθνικιστική έξαψη λόγω των γεγονότων στην Μακεδονία και ένιωθαν βαθιά περιφρόνηση για ένα κράτος, που όπως πίστευαν, δεν ασχολιόταν παρά με την συλλογή των δυσβάστακτων (και τότε) φόρων για την πληρωμή των χρεών στους δανειστές.
Την ίδια «στιγμή» η εκμετάλλευση είχε πάρει σε κάθε κλάδο τρομακτικές διαστάσεις: «Ο ημερήσιος χρόνος εργασίας ξεπερνούσε σε κάθε περίπτωση τις δώδεκα ώρες, τα μέτρα ασφαλείας, οι συνθήκες υγιεινής και η διατροφή των εργατών δεν περιγράφονταν. Στα χρόνια πριν από το 1910 μόνο ένας από τους 650 τυπογράφους είχε πεθάνει από γηρατειά, 65 είχαν χαθεί από φυματίωση, οι υπόλοιποι υπέκυπταν σε διάφορες επαγγελματικές ασθένειες και ατυχήματα. Σε όλους τους κλάδους παραγωγής υπήρχε παιδική εργασία, η περισσότερη στα βυρσοδεψεία, όπου το 50% των απασχολούμενων ήταν ανήλικοι» (Gunnar Hering, ο.π. β́ τόμος σελ. 836).
Στο διάστημα ανάμεσα στο 1909 και στο τέλος της Πρώτης Μεγάλης Ανθρωποσφαγής, οι σοσιαλιστικοί όμιλοι εμφανίζονται να έχουν ελάχιστη επιρροή στους εργάτες, στους ενοικιαστές γης και στο πλήθος των καταφρονεμένων που συνέρρεαν από την ύπαιθρο.
Τον Σεπτέμβριο του 1910 ιδρύεται το Εργατικό Κέντρο Λάρισας όπου, όπως σε όλες τις περιοχές με έντονο αγροτικό χαρακτήρα, είχαν ιδιαίτερη παρουσία και βάρος οι αναρχικοί. Έχουν προηγηθεί στις 21 Μαρτίου 1910 τα εγκαίνια του εργατικού κέντρου Αθήνας στα οποία εμφανίζεται ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ενώ καθοριστική είναι και η συμμετοχή ενός διακεκριμένου φιλελεύθερου, του Σπύρου Θεοδωρόπουλου, προέδρου του συνδικάτου στοιχειοθετών.
Ο Βενιζέλος, λοιπόν, ευνόησε σημαντικά την δημιουργία συνδικάτων, οι Φιλελεύθεροι επιδίωκαν την εξισορρόπηση των κοινωνικών αντιπαλοτήτων και βέβαια την αύξηση της αποδοτικότητας κράτους και οικονομίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κατέφευγαν στην καταστολή, όταν τα συνδικάτα προέβαλλαν διαφορετικές λύσεις, ή μετά από άγριες απεργίες, όπως αυτή των καπνεργατών την οποία η κυβέρνηση Βενιζέλου αντιμετώπισε με σφοδρές διώξεις, με την καταστροφή των αρχείων και των φακέλων του συνδικάτου των καπνεργατών, με συλλήψεις και άγριους ξυλοδαρμούς, απαγορεύσεις των εκδηλώσεων της Πρωτομαγιάς (1913), ενώ είναι χαρακτηριστικός το 1914 ο εκτοπισμός για δυόμισι χρόνια στην Νάξο ηγετικών στελεχών (Μπεναρόγια, Γιάννας κ.ά.) της εβραϊκής Φεντερασιόν.
Στην αριστερά κατατάσσεται, όμως, και το Αγροτικό Κίνημα της Θεσσαλίας, στελέχη του οποίου, όταν άρχισαν να αμφιβάλλουν για το αν ο Βενιζέλος θα εκπλήρωνε τις προσδοκίες των ενοικιαστών γης, συνεργάστηκαν με το κόμμα του Θεοτόκη, το οποίο σε αντίθεση με το κόμμα του Ράλλη διατηρούσε φιλική σχέση με τους ενοικιαστές γης και ενθάρρυνε τα αιτήματά τους.
Είναι εύκολο να διακρίνουμε στην περίοδο αυτή, την «κρίση» στην κοινωνική νομιμοποίηση των κομμάτων, έτσι όπως αυτή συναρτάται και από τις διεθνείς εξελίξεις, τον ρόλο μιας (από τις επαναλαμβανόμενες) στρατιωτικής ανταρσίας στην συνδιαχείρισή της, αλλά και την διεκδίκηση μιας θέσης συνδιαχειριστή της αριστεράς μέσω των σοσιαλιστικών ομίλων και της ίδρυσης συνδικάτων, που καλοδέχεται η κυβέρνηση Βενιζέλου.
Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η δυνατότητα ενός κόμματος (Φιλελεύθεροι) να διακριθεί όσον αφορά την εκπροσώπηση των διαφορετικής κατεύθυνσης κοινωνικών συμφερόντων, αλλά και αυξανόμενων προσδοκιών, δεν είναι ασύνδετη με την διορατικότητά του όσον αφορά τον ευρύτερο ρόλο ενσωμάτωσης, που μπορούσαν να διαδραματίσουν τα συνδικάτα και η αριστερά με δεδομένη εκτός των άλλων την σταθερή πορεία εκβιομηχάνισης παρ’ όλα τα εμπόδια, μια πορεία που δεν αμφισβητείται από την δεδομένη πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή του αγροτικού τομέα.
Η διορατικότητα αυτή επιβεβαιώθηκε σύντομα με πανηγυρικό τρόπο με την ίδρυση του ΣΕΚΕ τον Νοέμβριο του 1918, ενώ στις ιδεολογικές και προγραμματικές δηλώσεις του κόμματος είναι εμφανής η στενότατη συνάφειά τους με το πρόγραμμα της Ερφούρτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, παρ’ ότι έχει περάσει ήδη ένας χρόνος από την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους: «Ωστόσο αυτή η απόφαση δεν υπαγορευόταν καθόλου από την επιθυμία των Ελλήνων σοσιαλιστών να διαφοροποιηθούν από τους μπολσεβίκους, αφού με τις ψήφους και της δεξιάς πτέρυγας το συνέδριο ενέκρινε χαιρετισμό προς την σοβιετική εξουσία για την πρώτη επέτειο της κατάληψης της εξουσίας από τους μπολσεβίκους και διαμαρτυρήθηκε για την επέμβαση των συμμάχων στην Ρωσία…» (Gunnar Hering, ο.π. β́ τόμος σελ. 980).
Στο κείμενο «Αρχαί του κόμματος» μπορεί κάποιος να θαυμάσει μεταξύ άλλων το όραμα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού μιας ανεπτυγμένης βιομηχανίας η οποία απλά …δεν υπήρχε στον ελλαδικό χώρο, τις συνηθισμένες δηλώσεις για την ιστορική αποστολή του προλεταριάτου και την ανάγκη η (παντελώς ανίδεη) εργατική τάξη να καθοδηγηθεί από το κόμμα, αφού προφανώς ως διανοητικά καθυστερημένη δεν μπορούσε να οδηγηθεί μόνη της στην «φυσική» της αποστολή.
Όμως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον βρίσκεται στο «Πρόγραμμα σημερινών απαιτήσεων» που ακολούθησε:
«Τα περισσότερα από τα γενικά πολιτικά αιτήματα του προγράμματος τα υποστήριζαν και αριστεροί φιλελεύθεροι, κοινωνικομεταρρυθμιστές και ορισμένοι πολιτικοί όπως ο Γούναρης. Πολλά απ’ αυτά άλλωστε είχαν πραγματοποιηθεί σε καπιταλιστικές χώρες. Ο ριζοσπαστισμός βρισκόταν στο συνδυασμό όλων αυτών των μεταρρυθμιστικών ιδεών, οι οποίες διατυπώνονταν αλλού μόνο διάσπαρτες ως οράματα ή με περιορισμούς: αβασίλευτη δημοκρατία και εκλογικό δικαίωμα στις γυναίκες, αναλογικό εκλογικό σύστημα, διετής θητεία της βουλής και δημοψηφίσματα, άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και αποκέντρωση, πλήρης ελευθερία του Τύπου και του συναιτερίζεσθαι, προστασία της ατομικής ελευθερίας και ισοτιμίας της γυναίκας, εκλογή δικαστών και δωρεάν απονομή της δικαιοσύνης, δικαστήρια ανηλίκων και περισσότερες αρμοδιότητες για δικαστήρια ενόρκων, μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού συστήματος και κατάργηση της ποινής του θανάτου, ιατρική περίθαλψη, καλύτερα σχολεία και παραγωγικές επενδύσεις του κράτους ήταν ορισμένα απ’ αυτά». (Gunnar Hering, ο.π. β́ τόμος σελ. 982).
Το νερό είχε μπει πλέον για τα καλά στο αυλάκι…
Συσπείρωση Αναρχικών